ΤΑ ΧΡΕΙΩΔΗ

Έτσι να ζω με το τίποτα

να κολατσίζω με δυο λέξεις,

να έχω για προσκέφαλο

βιβλία ξεχασμένων ποιητών,

να πίνω καφέ με

τον ακέραιο Παπαδιαμάντη μου.

Να δίνω καταφύγιο στο δαρμένο σκυλί

που το λεν’ Καλοσύνη.

 

Για όποιον με θυμηθεί

έχω στη στάμνα μου κρύο νερό

έξω απ’ την πόρτα.

Για όποιον μ’ αγαπήσει

μια φέτα ψωμί με ζάχαρη,

ένα ριπίδι μ’ όλα μου τα χρώματα

και μια λιακάδα μέσα στο σαλόνι.

`

*

DAS LEBENSNOTWENDIGE

 

So möchte ich leben mit dem Wenigen

ein Pausenbrot aus zwei Wörtern verzehren,

als Kopfkissen

Bücher vergangener Dichter haben,

Kaffee

mit meinem kompletten Papadiamanti trinken.

Zuflucht dem verprügelten Hund gewähren

den man Güte nennt.

Für jeden der sich an mich erinnern wird

steht vorrätig mein Krug mit frischem Wasser

vor der Tür.

Für jeden der mich lieben wird

habe ich ein Stück Brot mit Zucker,

ein Fächer mit all meinen Farben

und einen Sonnenschein im Wohnzimmer.

***************************

ΠΩΓΩΝΙ, 2015

Δεν μπορούσα να κοιμηθώ το βράδυ

με ξυπνούσε η σιωπή,

μου μιλούσαν οι ρίζες.

Τόσα σπίτια γύρω,

οι πρόγονοι στρωμένοι

σ’ αθέατα τραπέζια

αγκαλιασμένοι πάνω σε

σαρακοφαγωμένα κρεβάτια

μάταια να περιμένουν

τους απογόνους.

Κι εκείνοι, ξεχάστηκαν σε μέρη

που μήτε να προφέρουνε μπορούν.

Οι στάβλοι στόματα ανοιχτά

χωρίς γεννήματα,

τα χωράφια περάσματα

γι’ απελπισμένους πεζοπόρους.

 

Οι ρίζες ανεμίζουν πάνω απ’ τα κεφάλια μας

φτιάχνουν παγίδες στα τρίστρατα.

Πως να τις χαλάσεις

όταν ταΐζονται με αίμα;

Ίσως να ήταν το μοιρολόι που με ξαγρύπνησε

των άταφων πάνω στα διάσελα

εβδομήντα τόσα χρόνια μετά.

Γι’ αυτούς δεν καίει της μνήμης το κεράκι.

 

Βασανίζει η σιωπή

της αγάπης

της ιστορίας

σε τούτο εδώ το σύνορο.

 

*

POGONI, 2015

Am Abend konnte ich nicht einschlafen

mich weckte die Stille,

mir redeten die Wurzeln zu.

So viele Häuser rundherum,

die Vorfahren saßen

an unsichtbaren Tischen

umarmt auf

genagten Betten

warteten vergeblich

auf die Nachkommen.

Welche an Orten zurückblieben

die sie nicht einmal aussprechen konnten.

Die Ställe sind offene Münder

ohne Lebewesen,

die Felder Durchgänge

verzweifelter Wanderer.

 

Die Wurzeln flattern über unseren Köpfen

bauen Fallen an den Dreierkreuzungen auf.

Wie könnte man sie zerstören

wenn man sie mit Blut füttert?

Wahrscheinlich hielt mich wach das Klagelied

für diejenigen, die immer noch auf den Bergsatteln ohne Begräbnis liegen

nach über siebzig Jahren.

Für sie brennt kein Kerzlein des Angedenkens.

 

Es quält die Stille

der Liebe

der Geschichte

an dieser Grenze hier.

 

*******************************

ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ

Γίνεται σεισμός. Είναι

οι τοίχοι της σιωπής που πέφτουν

πάνω μας και μας σκοτώνουν.

Λάθος. Γίνεται σεισμός

κι είμαστε εμείς που αποτοιχιζόμαστε

τινάζοντας από τα ρούχα μας

ανείπωτων λέξεων τη σκόνη

το βάρος τόσων χειρονομιών.

Σεισμός από αυτούς που μας λυτρώνουν.

 

Δεν πέφτω∙ κοίτα με.

 

Ένα αόρατο τσιγκέλι με τραβά

από τους ώμους. Πως

άπτερη άντεξα δώδεκα χρόνια;

Τώρα φυτρώνουν πούπουλα

μια άλλη κίνηση εφευρίσκεται.

Κι εγώ που ’βαλες στοίχημα, ότι

θα γκρεμισθώ, πάλι

γεννιέμαι μέσα στο ερείπιο.

 

Βρέφος, Γυναίκα, Φοίνικας τρομαχτικός.

 

*

 

WIEDERGEBURT

Ein Erdbeben findet statt. Es sind

die Mauern des Schweigens die

hinabstürzen und uns erschlagen.

Falsch. Ein Erdbeben findet statt

und es sind wir die uns abmauern lassen

aus unseren Kleidern

den Staub ungenannter Wörter ausschütteln

die Last so vieler Gesten.

Ein Erdbeben jener, der uns erlöst.

 

Ich stürze nicht; schau mal.

 

Ein unsichtbarer Haken zieht mich

an den Schultern. Wie

hielt ich zwölf Jahre lang aus ohne Flügel?

Nun keimen Feder

eine andere Bewegung wird erfunden.

Und ich, während du die Wette eingingst, dass ich

stürzen würde, werde

innerhalb der Ruine wiedergeboren.

 

Als Säugling, Frau, grausame Palme.
`
`
**************************************************************************************

Η Δώρα Κασκάλη ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε ελληνική φιλολογία στο Α.Π.Θ. και στο μεταπτυχιακό της ασχολήθηκε με τη φιλολογική έκδοση των ποιημάτων του Γιώργου Θεοτοκά.

Έργα της:

Πεζογραφία: «Στο τρένο» εκδόσεις Γαβριηλίδης 2010 (διηγήματα), «Κάτω» (μυθιστόρημα) εκδόσεις Γαβριηλίδης 2011, «Πέντε ζωές κι ένα μυθιστόρημα – Σπουδή ενός δόκιμου γραφιά» (νουβέλα) OpenBook.gr 2012, «Ο γατούλης στον κόσμο» (παιδική λογοτεχνία) Διόπτρα 2014 και «Το μαύρο κουτί της μνήμης τους», εκδόσεις Οκτώ 2015.

Ποίηση: «Ανταλλακτήριο ηδονών» Σαιξπηρικόν, 2014 και «Κάπου ν’ ακουμπήσεις», εκδόσεις Μελάνι 2018.

Συνεργάζεται με έγκριτα έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά με διηγήματα, ποιήματα και άρθρα. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα πολωνικά και αγγλικά.