Ένας δρυΐδης:

Καλώς ήρθες, Μάη!

Επιτέλους πάει

το κρύο και η παγωνιά.

Λιώσαν τα χιόνια,

κι ακούς στα κλώνια

τραγούδια εύθυμα ξανά.

Μόνο το χιόνι

στην κορφή δε λιώνει –

κι εμείς γοργά ας ανεβούμε,

αρχαία παράδοση τιμώντας,

τον θείο πατέρα μας υμνώντας:

τη φλόγα ν’ ανεβαίνει σαν θωρούμε,

και τη δική μας καρδιά θα υψώνει.

 

Οι δρυΐδες:

Τη φλόγα ν’ ανεβαίνει ας θωρούμε,

αρχαία παράδοση τιμώντας,

τον θείο πατέρα μας υμνώντας –

γοργά! γοργά ας ανεβούμε!

 

Ένας απ’ το λαό:

Παράτολμοι εσείς, δε φοβάστε;

Του θανατά σύντομα θα ‘στε!

Δεν γνωρίζετε τον νόμο

που οι τύραννοι έχουν θεσπίσει;

Όποιος ξεφεύγει απ’ το δρόμο,

δίχτυα παντού του έχουν στήσει.

Όσοι άπιστοι αμαρτάνουν,

τα παιδιά τους ήδη σφάζουν,

κι ολοένα πλησιάζουν

οι τιμωροί και καταφτάνουν.

 

Χορός των γυναικών:

Τα παιδιά μας ήδη σφάζουν

αυτοί που μας εξουσιάζουν!

Αλίμονο, θα μας πεθάνουν –

κι ολοένα πλησιάζουν

οι τιμωροί και καταφτάνουν.

 

Ένας δρυΐδης:

Όποιος διστάσει

να θυσιάσει

σήμερα, αξίζει τα δεσμά του.

Για τη φωτιά σωριάστε,

χωρίς να φοβάστε,

ξύλο πεύκου και ελάτου.

Μα ό,τι γίνει,

κρυφό ας μείνει,

και για να προφυλαχτούμε,

θα στήσουμε γύρω φρουρά,

ωσότου η νύχτα έρθει πια·

κατόπιν όμως θα προβούμε

στα καθήκοντά μας τα ιερά.

 

Χορός των φρουρών:

Άνδρες γενναίοι, ξαμοληθείτε!

Όλη την περιοχή φρουρείτε,

όσοι εκείνοι τελούν κρυφά

τα καθήκοντά τους τα ιερά.

 

Ένας φρουρός:

Αυτούς τους χριστιανοπαπάδες

θα εμπαίξουμε μ’ ένα τέχνασμά μας!

Τον διάολο που μας τραγουδούνε

ευθύς μπροστά τους θα τον βρούνε!

Με δικράνια και πιρούνες,

και φωτιές και σαματάδες,

θα κάνουμε τους σατανάδες

στα μέρη εδώ τα ερημικά μας.

Κουκουβάγιες και κουρούνες,

σμίξτε με τα ουρλιαχτά μας!

 

Χορός των φρουρών:

Με δικράνια και πιρούνες,

και φωτιές και σαματάδες,

θα κάνουμε τους σατανάδες

στα μέρη εδώ τα ερημικά μας!

Κουκουβάγιες και κουρούνες,

σμίξτε με τα ουρλιαχτά μας!

 

Ένας δρυΐδης:

Πού έχουμε φτάσει –

τις νύχτες, στα δάση,

να σε υμνούμε μυστικά·

μα η νύχτα ‘ναι μέρα,

θείε πατέρα,

σαν σου δοθεί μια αγνή καρδιά.

Ίσως οι εχθροί

να ‘ναι δυνατοί

ετούτο τον καιρό.–

Η φλόγα θ’ ανέβει απ’ τον καπνό,

κι η πίστη μας έτσι θα εξαγνιστεί:

Κι αν μας πάρουν το έθιμο το παλιό,

το φως σου να πάρει κανείς δεν μπορεί.

 

Ένας χριστιανός φύλακας:

Σύντροφοι καλοί, βοήθεια!

Βγήκαν της κόλασης τα πλήθια!

Στρίγκλες, δαίμονες και δράκοι,

λυκάνθρωποι και βρυκολάκοι!

Δες, λάμπουνε τα σώματά τους,

χτυπούν τ’ απαίσια φτερά τους!

Ας τραπούμε σε φυγή –

Τι μάζωξη αυτή φριχτή!

Ο οξαποδός είναι μπροστά τους!

Παντού, λες, ξεπηδούν διαόλοι –

ένα καζάνι η γη μας όλη!

 

Χορός των χριστιανών φυλάκων:

Στρίγκλες, δαίμονες και δράκοι,

λυκάνθρωποι και βρυκολάκοι!

Τι μάζωξη αυτή φριχτή!

Ο οξαποδός τους οδηγεί!

Παντού, λες, ξεπηδούν διαόλοι –

ένα καζάνι η γη μας όλη!

 

Χορός των δρυϊδών:

Η φλόγα θ’ ανέβει απ’ τον καπνό,

κι η πίστη μας έτσι θα εξαγνιστεί:

Κι αν μας πάρουν το έθιμο το παλιό,

το φως σου να πάρει κανείς δεν μπορεί.

 

Die erste Walpurgisnacht», 1799)

**********************************************************************

 

Για τη θέση του Johann Wolfgang von Goethe (1749 – 1832) στα γερμανικά αλλά και στα παγκόσμια γράμματα δεν χρειάζεται να γίνει λόγος. Το ποίημα που παρουσιάζουμε εδώ μεταφρασμένο επιχειρεί να φωτίσει μια πλευρά του έργου και της κοσμοθεωρίας του που συνόψισε με το απόφθεγμα: «Στην επιστήμη είμαστε πανθεϊστές, στην ποίηση πολυθεϊστές, στο ήθος μονοθεϊστές» (Maximen und Reflexionen, § 807).

Η ανορθόδοξη ευλάβεια του Goethe αντικατοπτρίζεται φυσικά και στον Faust, με τον οποίο το εν λόγω ποίημα συγγενεύει μέσω της γνωστής σκηνής της Νύχτας της Βαλπούργης, ή Βαλπούργειας Νύχτας (Walpurgisnacht). Πρόκειται για μια χριστιανική αρχικά γιορτή, της Αγίας Βαλπουργίας την Πρωτομαγιά, η οποία όμως συμπίπτει με την παγανιστική γιορτή του αποχαιρετισμού του χειμώνα, εξ ου και οι κωδωνοκρουσίες και διάφορα άλλα έθιμα για να διώξουν μακριά τις μάγισσες από τους εορτασμούς. Ο Goethe αναφέρει ότι ένας Γερμανός μελετητής, του οποίου το όνομα δεν θυμάται, επιχείρησε να αναγάγει την παράδοση αυτή σε ένα ιστορικό γεγονός: οι ακόλουθοι της παλιάς θρησκείας, εκδιωγμένοι από τους χριστιανούς, κατέφυγαν στα όρη Χαρτς για να συνεχίσουν τη λατρεία τους· για να κρατήσουν όμως μακριά τους διώκτες τους, μεταμφίεζαν κάποιους δικούς τους σε «σατανάδες» για να τρομάζουν οποιονδήποτε πλησιάζει (γράμμα στον Carl Friedrich Zelter, 3 Δεκεμβρίου 1812).

Στο ποίημα αυτό ο Goethe, γοητευμένος κυρίως και όχι ακριβώς πεπεισμένος από αυτή την ερμηνεία, επιχείρησε να δραματοποιήσει τα γεγονότα της πρώτης Βαλπούργειας Νύχτας, επισημαίνοντας μέσα από τα λόγια ενός δρυΐδη την πικρή ειρωνεία της ανάγκης του μασκαρέματος της αρχαίας θρησκείας χρησιμοποιώντας τον νέο χριστιανικό διάβολο. Σημειωτέον επίσης ότι ο Felix Mendelssohn μελοποίησε το ποίημα στην καντάτα «Die erste Walpurgisnacht», Op. 60 (1833), για την οποία, αν και δεν πρόλαβε να την ακούσει ο γηραιός ποιητής, είχε αλληλογραφήσει με τον συνθέτη, και του είχε γράψει πως το ποίημα πρέπει να κατανοηθεί ως «συμβολικό με την υψηλότερη έννοια»: πολλές φορές στην ιστορία το παλιό παραγκωνίζεται από το νέο, όμως κάποιες φορές προλαβαίνει πριν εξοντωθεί τελείως να λάμψει για άλλη μια φορά, «με χαρούμενο, άσβεστο ενθουσιασμό» (γράμμα στον Mendelssohn, 9 Σεπτεμβρίου 1931). Εν τέλει, το φαινομενικά βλάσφημο ποίημα εκφράζει απλώς μια διαφορετική λατρεία του θείου, η οποία αφανίζεται τυπικά αλλά συνεχίζει να ζει με άλλο ένδυμα.