ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ

`

Είναι ένα δύσκολο εγχείρημα. Για μένα, η μητέρα μου δεν έχει ιστορία. Ήταν ανέκαθεν εκεί. Όταν μιλάω γι’ αυτήν, η πρώτη μου παρόρμηση είναι να την «παγώσω» σε μια σειρά εικόνων άσχετων με τον χρόνο: «είχε βίαιο ταμπεραμέντο», «ήταν μια γυναίκα που τα έδινε όλα», και να φέρνω στη μνήμη μου ανάκατες σκηνές, όπου εκείνη ήταν παρούσα. Ξαναβρίσκω έτσι μονάχα τη γυναίκα του φαντασιακού μου, την ίδια που, τελευταία, εμφανίζεται στα όνειρά μου, ζωντανή και πάλι, ανέγγιχτη απ’ τον χρόνο, μέσα σε μια ατμόσφαιρα έντασης που θυμίζει ταινία θρίλερ. Θα ήθελα επίσης να αποδώσω την πραγματική γυναίκα, αυτήν που υπήρχε ανεξάρτητα από μένα, που γεννήθηκε στις παρυφές μιας νορμανδικής κωμόπολης και πέθανε στη γηριατρική πτέρυγα ενός νοσοκομείου στα περίχωρα του Παρισιού. Ό,τι πιο σωστό ελπίζω να γράψω έγκειται αναμφίβολα στη συναρμογή του οικογενειακού και του κοινωνικού, του μύθου και της ιστορίας. Το πόνημά μου μπορεί να θεωρηθεί ως ένα λογοτεχνικό τόλμημα εφόσον σκοπός του είναι να βρει την αλήθεια για τη μητέρα μου, μια αλήθεια που προσεγγίζεται μόνο με λέξεις. (Με άλλα λόγια, μήτε οι φωτογραφίες, μήτε οι αναμνήσεις, μήτε οι οικογενειακές μαρτυρίες μπορούν να μου προσφέρουν αυτή την αλήθεια.) Και, συνάμα, θα ήθελα να κρατήσω μια κάποια απόσταση από τη λογοτεχνία.

Το Ιβετό είναι μια παγερή κωμόπολη, χτισμένη σ’ ένα ανεμόδαρτο οροπέδιο, μεταξύ Ρουέν και Χάβρης. Στις αρχές του αιώνα, ήταν το εμπορικό και διοικητικό κέντρο μιας περιοχής πλήρως εξαρτώμενης από τη γεωργία, την οποία ελέγχαν οι μεγαλοκτηματίες. Ο παππούς μου, καραγωγέας σε αγρόκτημα, και η γιαγιά μου, υφάντρα στο σπίτι, εγκαταστάθηκαν εκεί λίγο μετά τον γάμο τους. Και οι δυο κατάγονταν από ένα γειτονικό χωριό, τρία χιλιόμετρα μακριά. Νοίκιασαν ένα χαμηλό σπιτάκι με αυλή, απ’ την άλλη πλευρά της σιδηροδρομικής γραμμής, στα περίχωρα, σε μια αγροτική περιοχή με ακαθόριστα όρια, ανάμεσα στα τελευταία καφενεία κοντά στον σταθμό και τους πρώτους αγρούς αγριοκράμβης. Εκεί γεννήθηκε η μητέρα μου, το 1906, τέταρτη από έξι παιδιά. (Καμάρωνε όταν έλεγε: «Εγώ δεν γεννήθηκα σε χωριό».)

Τέσσερα από τα παιδιά δεν έφυγαν ποτέ απ’ το Ιβετό, και η μητέρα μου πέρασε εκεί τα τρία τέταρτα της ζωής της. Εξοικειώθηκαν με το κέντρο της πόλης αλλά δεν έμειναν ποτέ εκεί. «Πήγαιναν στην πόλη» για τη λειτουργία, τον κρεοπώλη, τα ταχυδρομικά εμβάσματα που έπρεπε να στείλουν. Μία από τις ξαδέρφες μου έχει τώρα ένα διαμέρισμα στο κέντρο, που το διασχίζει η Εθνική Οδός 15 όπου μέρα νύχτα κυκλοφορούν φορτηγά. Δίνει υπνωτικό στον γάτο της για να μη βγαίνει έξω και τον πατήσει κάνα αυτοκίνητο. Η γειτονιά όπου η μητέρα μου πέρασε τα παιδικά της χρόνια είναι περιζήτητη από ανθρώπους με υψηλό εισόδημα λόγω της ησυχίας και των παλιών σπιτιών της.

Το μόνο που τη χαλάρωνε ήταν η ανάγνωση αφηγημάτων σε συνέχειες. Είχε ταλέντο στο γράψιμο και στις εξετάσεις για το απολυτήριο δημοτικού βγήκε πρώτη σε όλο το καντόνι. Θα μπορούσε να είχε γίνει δασκάλα, όμως οι γονείς της δεν την άφησαν να φύγει απ’ το χωριό. Το φευγιό από την οικογένεια θεωρείτο πάντα σημάδι δυστυχίας.

Η γιαγιά μου επέβαλε τον δικό της νόμο και φρόντιζε με φωνές και ξυλιές να «στρώνει» τα παιδιά της. Ήταν μια γυναίκα σκληραγωγημένη στη δουλειά, όχι και τόσο καλόγνωμη. Το μόνο που τη χαλάρωνε ήταν η ανάγνωση αφηγημάτων σε συνέχειες. Είχε ταλέντο στο γράψιμο και στις εξετάσεις για το απολυτήριο δημοτικού βγήκε πρώτη σε όλο το καντόνι. Θα μπορούσε να είχε γίνει δασκάλα, όμως οι γονείς της δεν την άφησαν να φύγει απ’ το χωριό. Το φευγιό από την οικογένεια θεωρείτο πάντα σημάδι δυστυχίας. (Στα νορμανδικά, η λέξη «φιλοδοξία» παραπέμπει σε πόνο αποχωρισμού· για παράδειγμα, ένας σκύλος μπορεί να πεθάνει από φιλοδοξία.) Για να καταλάβεις τούτη την ιστορία, που τέλειωσε όταν εκείνη πάτησε τα έντεκα, πρέπει να θυμάσαι όλες τις φράσεις που αρχίζουν με το «κείνα τα χρόνια»: κείνα τα χρόνια, κανείς δεν πήγαινε σχολείο όπως σήμερα, όλοι άκουγαν τους γονείς τους και ούτω καθεξής.

Κρατούσε καλά το σπιτικό της, με άλλα λόγια, κατάφερνε σχεδόν χωρίς λεφτά να ταΐζει και να ντύνει την οικογένειά της. Όταν τα παιδιά της έστεκαν στη σειρά στην εκκλησία, φορούσαν αξιοπρεπή ρούχα καλομανταρισμένα, πεντακάθαρα, πράγμα που τους επέτρεπε να προσεγγίζουν μια αξιοπρέπεια και να ζουν χωρίς να νιώθουν σαν άξεστοι χωριάτες. Γύριζε ανάποδα τους γιακάδες και τις μανσέτες στα πουκάμισα των αγοριών για να κρατάνε διπλό χρόνο. Αξιοποιούσε τα πάντα, το μπαγιάτικο ψωμί, την πέτσα απ’ το γάλα για να φτιάχνει γλυκά, τη στάχτη για την μπουγάδα, τη θέρμη της σόμπας για να αποστεγνώνει δαμάσκηνα ή πιατόπανα, το νερό απ’ το πρωινό νίψιμο για να πλένουμε τα χέρια μες στη μέρα. Ήξερε όλα τα μυστικά του νοικοκυριού που μετρίαζαν τη φτώχεια. Τούτη η γνώση, που μεταδιδόταν από μάνα σε θυγατέρα για αιώνες, σταματάει σε μένα που δεν είμαι πια παρά η αρχειοφύλακάς της.

Ο παππούς μου, άντρας γεροδεμένος και ήπιος, πέθανε από κρίση στηθάγχης στα πενήντα του. Η μητέρα μου ήταν δεκατριών χρονών και τον λάτρευε. Χήρα, η γιαγιά μου έγινε ακόμα πιο άτεγκτη και πιο καχύποπτη με όλους. (Δυο εικόνες τρόμου τη στοίχειωναν, η φυλακή για τ’ αγόρια, το μπάσταρδο για τα κορίτσια.) Καθώς η δουλειά της υφάντρας στο σπίτι είχε εκλείψει, αναγκάστηκε να ξενοπλένει και να καθαρίζει γραφεία.

Χήρα, η γιαγιά μου έγινε ακόμα πιο άτεγκτη και πιο καχύποπτη με όλους. (Δυο εικόνες τρόμου τη στοίχειωναν, η φυλακή για τ’ αγόρια, το μπάσταρδο για τα κορίτσια.)

Προς το τέλος της ζωής της, έμενε μαζί με τη μικρότερη κόρη και τον γαμπρό της, σ’ ένα παράπηγμα χωρίς ηλεκτρικό, που άλλοτε χρησίμευε ως τραπεζαρία του διπλανού εργοστασίου, ακριβώς κάτω από τη σιδηροδρομική γραμμή. Η μητέρα μου με πήγαινε να τη βλέπω τις Κυριακές. Ήταν μια κοντή, στρουμπουλή γυναίκα, εντυπωσιακά ευκίνητη παρά το γεγονός ότι γεννήθηκε με το ένα πόδι πιο κοντό από τ’ άλλο. Διάβαζε μυθιστορήματα, μιλούσε λίγο και απότομα, της άρεσε πολύ να πίνει ρακί, που το ανακάτευε με το κατακάθι του καφέ στο φλιτζάνι της. Πέθανε το 1952.

 

[….]

Απ’ όλους, η μητέρα μου είχε το πιο περήφανο, το πιο δυναμικό ταμπεραμέντο. Ήξερε καλά ότι ανήκε στην κατώτερη τάξη και το απεχθανόταν, αρνούμενη να την κρίνουν μόνο από την κοινωνική της θέση. Συχνά, έλεγε για τους πλούσιους, «Δεν είναι καλύτεροι από μας». Ήταν μια ελκυστική ξανθιά με γκρίζα μάτια, τροφαντή που ακτινοβολούσε από υγεία («Και τι δε θα ’διναν για να ’χουν την υγειά μου!»). Διάβαζε οτιδήποτε έπεφτε στα χέρια της, της άρεσε να τραγουδάει τα σουξέ της εποχής, να φτιασιδώνεται, να πηγαίνει με παρέα στον κινηματογράφο ή στο θέατρο για να δει τον Ροζέ της ντροπής και τον Αρχισιδηρουργό. Πάντα έτοιμη να «το ρίξει λιγάκι έξω».

Περήφανη που ήταν εργάτρια σ’ ένα μεγάλο εργοστάσιο: ένιωθε πολιτισμένη σε σχέση με τις άξεστες, τα κορίτσια της υπαίθρου που έμειναν πίσω με τις αγελάδες, και ελεύθερη σε σχέση με τις σκλάβες, τα δουλικά των αστικών σπιτιών που ήταν υποχρεωμένα να «γλείφουν τον πισινό των αφεντικών». Κι όμως πίστευε ότι όλα αυτά την απομάκρυναν, με τρόπο ακαθόριστο, απ’ το ένα και μοναδικό της όνειρo: να γίνει πωλήτρια.

Όμως, σε μια εποχή και σε μια κωμόπολη όπου το βασικό στοιχείο της κοινωνικής ζωής ήταν να μαθαίνεις όσο περισσότερα μπορούσες για τους άλλους, όπου η συμπεριφορά των γυναικών αποτελούσε αντικείμενο διαρκούς παρακολούθησης –πράγμα που θεωρείτο απολύτως φυσιολογικό–, ήταν αναπόφευκτο να βρίσκεσαι διχασμένη ανάμεσα στην επιθυμία να «χαρείς τα νιάτα σου» και τον φόβο της «δακτυλοδεικτούμενης». Η μητέρα μου πάσχιζε ν’ ανταποκρίνεται στην πιο ευνοϊκή εικόνα που είχαν οι άνθρωποι για τα κορίτσια που δούλευαν στο εργοστάσιο: «εργάτρια αλλά τουλάχιστον σοβαρή». Πήγαινε στη λειτουργία και μεταλάβαινε, έπαιρνε αντίδωρο, κεντούσε τα προικιά της στις καλόγριες του ορφανοτροφείου, δεν σεργιάνιζε ποτέ μόνη μ’ ένα αγόρι στο δάσος. Πώς να ξέρει ότι οι κοντές φούστες (η ίδια τις δίπλωνε στη μέση για να κονταίνουν), τα κομμένα αλά γκαρσόν μαλλιά, το «τολμηρό» βλέμμα της, το γεγονός ιδίως ότι δούλευε με άντρες, σήμαιναν ότι ποτέ δεν θα την έβλεπαν ως το «καθωσπρέπει κορίτσι» που ήθελε διακαώς να είναι.

Η νιότη της μητέρας μου είχε κι αυτό το στοιχείο: μια προσπάθεια να ξεφύγει απ’ το πιο πιθανό πεπρωμένο της, δηλαδή την αναπόφευκτη φτώχεια, την απειλή του αλκοόλ και οτιδήποτε άλλο μπορούσε να συμβεί σε μια εργάτρια όταν «αφήνεται» (τσιγάρο δημοσίως, σεργιάνι στους δρόμους τα βράδια, τσαλακωμένα και λεκιασμένα ρούχα). Το είδος του κοριτσιού που κανείς «σοβαρός νεαρός» δεν θέλει.

 

 

******************************************************************************

Η Annie Ernaux προσπαθεί να ανακαλύψει τα διαφορετικά πρόσωπα της μητέρας της, που πέθανε εξασθενημένη από την αρρώστια που κατέστρεψε τη μνήμη της και της στέρησε τη σωματική και πνευματική της ακεραιότητα. Επιχειρεί να ανασυνθέσει τη ζωή αυτής της γυναίκας που υπήρξε η μητέρα της, μιας γυναίκας δραστήριας και ανοιχτής απέναντι στον κόσμο, που δούλεψε ως εργάτρια πριν ανοίξει το δικό της κατάστημα, που αγωνιούσε να διατηρήσει τη θέση της στην κοινωνία, που ήταν μανιώδης αναγνώστρια και πίστευε ότι «για να ανελιχθείς πρέπει πρώτα να μάθεις». Καλείται όμως να αντιμετωπίσει και τα αντιφατικά αισθήματα που πολλές φορές νιώθει μια κόρη για τη μητέρα της: αγάπη και μίσος, ενοχή, τρυφερότητα, ενόχληση, αλλά κι αυτή τη σπλαχνική και σιωπηλή προσκόλληση απέναντι σ’ αυτή την ηλικιωμένη γυναίκα που δεν ζει πια. Η γραφή της Ernaux, ακριβής και σαφής, επαναφέρει με τρόπο σαρωτικό αυτή τη μητέρα που ήταν για την κόρη της η προσωποποίηση του Χρόνου και της κοινωνικής συνθήκης της καταγωγής: «Έχασα τον τελευταίο δεσμό που είχα με έναν κόσμο στον οποίο δεν ανήκω πια».