Jacques Truphémus: Ηλικιωμένο ζευγάρι στο café

 

Ένα καφενείο

[Un café]

 

Αυτός ο άντρας, η γυναίκα αυτή·

η μακρά σιωπή τους ταράζει το φως,

τα χέρια τους αγγίζει, που ακίνητα είναι.

Ζωγράφε, τα δάχτυλά τους ζωντάνεψε

με λίγο χρώμα φωτεινό. Ας είναι

της μέρας απομεινάρι μες στη νύχτα που πέφτει.

 

Και ιδού, ένα απ’ τα χέρια τούτα

θα σαλέψει, θα τρεμίσει. Το τραπέζι είναι γωνιακό,

ακριβώς μπροστά στη βιτρίνα, κι απέναντι

ορατή η βιάση τ’ ουρανού στο δειλινό.

 

Πλάκες γυαλιού; Όχι! Ένα πρίσμα. Κι η αχτίδα του

που ψαχουλεύει μες στης αίθουσας το ημίφως.

Εδώ μέσα, μοναχά ο κόσμος. Εκεί έξω,

η ελπίδα που επιστρέφει, αποκαμωμένη,

απ’ τη μεγάλη της γύρα κάπου στην πόλη.

 

Αχ, φίλοι μου, ας περάσει

φουσκωμένο πια το ποτάμι. Πώς μαθαίνει κανείς

να ζει, δηλαδή να πεθαίνει; Λίγος ο χρόνος

για τούτο, όταν κιόλας κλείνει το καφενείο.

 

Τόσες παρανοήσεις! Κι όμως, στον καμβά

που μισοτελειωμένος μοιάζει, τούτα τ’ άδεια ποτήρια

σα να λάμπουνε λίγο. Ίσως είναι το ένα μονάχα

δαχτυλίδι που τις δυο ζωές συνενώνει.

 

`

*************

Οι πίνακες

[Les tableaux]

 

Μα ναι, εσείς είστε, χρώματα, είσαι συ, φως·

είστε κει όταν ανοίγει τα μάτια

προτού φέξει. Σεις ξαγρυπνούσατε

στο πλάι του, μες στη νύχτα όλη νύχτα

 

Και σαλεύατε τα χέρια σας μες στο νερό τούτο,

τ’ όνειρο: κύματα γεννιόντουσαν, απλώναν

τους κύκλους ενός μυστικού που εσείς, οι ακριβοί του,

φυσήξατε μέσα του και τον κάνατε δικό σας.

 

Η γη δεν είναι παρά ονείρου υπερχείλιση,

ρούχο που σαλεύει πάνω στο σώμα

κείνης που όσο κι αν γερνά δε χάνεται ποτέ.

 

Μυστήριες τούτες οι δίπλες. Δεν είναι

παρά του δειλινού ο ήλιος πίσω απ’ τα δέντρα

κι ο καρπός του ανίδωτου, που ανοίγει.

 

********************

Άλλοι πίνακες

[D’autres tableaux]

 

Για τελευταία φορά η κάμαρα, ο κήπος.

Μια σταλιά μέρα γλίστρησε μες στην κόχη.

Το χρώμα, των επιζώντων η παρηγοριά,

μπορεί τάχα ν’ αναστήσει κείνο που δεν είναι πια;

 

Αλλού πάλι, σε πίνακες ανύπαρκτους πλέον,

ένα δέντρο ξεφυτρώνει στο κέντρο δυο σωμάτων:

ο ζωγράφος τα θέλησε σχεδόν χωνεμένα το ένα μέσα στ’ άλλο.

Ένα δέντρο – όχι, πολύ παραπάνω, μια ολάκερη γη

 

και μέσα τους τούτα τα χρώματα: που μας διδάσκουν

πως τίποτα δε γνωρίζει η ζωή για κόσμους φθαρτούς.

Κείνη συχνοπετά από πάνω, κείνη προστατεύει

όλα κείνα που αγαπάμε και μας αγαπούν.

 

Συ γαλανό, λέγει κόκκινο βαθύ, έλα κοντά μου.

Ας γίνουμε ένα, τη ζωή ας μιμηθούμε:

για να εγερθεί μέσ’ από τις στάχτες μας,

να γεννηθεί ξανά το φως – ο καρπός μας.

 

*************************************************************************************

Ο Υβ Μπονφουά (1923-2016) υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους Γάλλους ποιητές της μεταπολεμικής εποχής – πιθανότατα ο σπουδαιότερος. Εμφανίστηκε στην ποίηση στα μέσα της δεκαετίας του 1940. Η γραφή του, η οποία αρχικά προσεγγίζει τον υπερρεαλισμό, εξελίσσεται με το πέρασμα των δεκαετιών και φτάνει πια στη μέγιστη ακμή της στην αυγή του 21ου αιώνα. Παράλληλα, ο Μπονφουά υπήρξε ιστορικός της τέχνης και εξέδωσε μελέτες για σημαντικούς καλλιτέχνες.

 

Τα ποιήματα που μεταφράζονται εδώ προέρχονται από την τελευταία ποιητική του κατάθεση, τη συλλογή Ensemble encore (Ακόμα μαζί), που εκδόθηκε τη χρονιά του θανάτου του. Συγκεκριμένα, ανήκουν στην ενότητα «Ποιήματα για τον Truphémus» – εμπνευσμένα από πίνακες του συμπατριώτη, συνομήλικου και φίλου του, Jacques Truphémus. Αξίζει να μελετήσει κανείς την ανταπόκριση ανάμεσα στα ποιήματα και στους ζωγραφικούς πίνακες. Ο Truphémus ήταν ζωγράφος που συχνά παραλληλίζεται με τον Edward Hopper. Δημιουργούσε και τούτος ένα έργο που σταδιακά αποπνευματωνόταν -όπως και ο Μπονφουά με τα ποιήματά του- μέχρι την προχωρημένη γεροντική ηλικία· ώσπου κι ο ίδιος ν’ αντικρίσει ένα χρόνο μετά, το 2017, τον «καρπό του ανίδωτου».