Η πιθανή αγρυπνία του Ηλία Καλογεράκη

 

Η αγρυπνία του Ηλία Καλογεράκη δεν θα διέφερε από τις άλλες αγρυπνίες των γερόντων της Πέτρας πέραν της λεπτομέρειας ότι ίσως και να μη βρισκόταν κανείς να τον ξαγρυπνήσει.

Η Βιργινία, η γειτόνισσά του, πιστά και κρυφά ερωτευμένη μαζί του σε όλη της τη ζωή, έπασχε πλέον από ισχυρότατη υπνηλία. Στις αρχές, ένας βαθύς ύπνος ερχόταν και τη συναντούσε ενώ έπλεκε στο σκαμνί της, τα επόμενα χρόνια στο στασίδι της εκκλησίας, και πλέον όπου έμενε πάνω από λίγη ώρα καθιστή. Ήταν σίγουρο ότι δεν θα κατάφερνε να αντιμετωπίσει καμία αγρυπνία άγρυπνη.

Οι υπόλοιποι ηλικιωμένοι που ίσως και να έρχονταν δεν ήταν δυνατόν να μείνουν πάνω από μία ώρα στο καμαράκι τού γεροΗλία. Δεν υπήρχε άνθρωπος σε όλο το χωριό που να είχε να πει έναν καλό λόγο γι’ αυτόν, αλλά, και να είχαν, στις εννιά το αργότερο έπεφταν για ύπνο, και αυτό επειδή ήταν καλοκαίρι· τον χειμώνα, με το που κρυβόταν ο ήλιος, κρύβονταν και εκείνοι κάτω από τα σκεπάσματα που μύριζαν Βιξ.

Εκ πρώτης όψεως, δεν θα βρισκόταν άνθρωπος όχι μόνο να τον ξενυχτήσει, αλλά ούτε καν να του ρίξει μια χούφτα χώμα. Θα ήταν πολύ βολικό να τον πάει η νεκροφόρα κατευθείαν στο νεκροταφείο, να ψάλει ο παπάς την εξόδιο και να γίνει γρήγορα γρήγορα η ταφή, έστω και με μόνη παρούσα τη Βιργινία. Να κλείσει το θέμα πια και να τον συχωρέσει ο Θεός και όποιος άλλος έχει τη δύναμη της συχώρεσης.

Στα μέρη όμως εκείνα, που οι συνήθειες δεν άλλαζαν από τη μία μέρα στην άλλη, ο νεκρός έπρεπε να ξενυχτηθεί. Ας ήταν η κηδεία άδεια και φτωχική, ας μην είχε εννιάμερα, σαράντα, τρίμηνα και όλα τα ακόλουθα μνημόσυνα. Η νύχτα πριν την κηδεία έπρεπε να βρει τον νεκρό στη μέση του δωματίου μπροστά από καρέκλες που οι συγγενείς και οι φίλοι θα εναλλάσσονταν κλαίγοντας και μοιρολογώντας. Όσο πιο αγαπητός ο νεκρός, τόσο πιο πετυχημένη η αγρυπνία. Ακόμα μιλάει όλη η περιοχή για τις αγρυπνίες που το κλάμα και το μοιρολόι δεν σταμάτησε ούτε λεπτό. Η βραδιά προ της κηδείας ήταν ο καθρέπτης του νεκρού, κι από εκεί συμπέραινε κανείς το ποιόν του.

Το γεγονός ότι τα πράγματα είναι έτσι ακριβώς από την εποχή που οι τωρινοί γέροντες ήταν μικρά παιδιά, και από ακόμα πιο πριν, και δεδομένου ότι δεν θα βρισκόταν άνθρωπος να ξαγρυπνήσει τον Ηλία Καλογεράκη δεν αφήνει αμφιβολία πως ούτε αγαπητός ήταν ούτε έχαιρε εκτίμησης.

Ο αγροτικός γιατρός που του είχε γράψει δυο τρεις φορές τα χάπια της πίεσης είχε συμπεράνει πως ήταν άκληρος. Ξαφνιάστηκε όταν έμαθε πως ο ασθενής είχε παντρευτεί, και μάλιστα είχε δύο γιους και μία κόρη. Την πληροφορία τού την έδωσε μέσα στο ιατρείο η Χρυσώ, που ήξερε τα πάντα όχι μόνο για την Πέτρα, αλλά και τη γύρω περιοχή.

Η Χρυσώ προγραμμάτιζε μια επίσκεψη την εβδομάδα γιατί έτσι της είχε συστήσει, καθώς έλεγε, ο καρδιολόγος που την παρακολουθούσε στο Ηράκλειο. Φρόντιζε να πηγαίνει όταν ο γιατρός είχε τελειώσει με τους υπόλοιπους ασθενείς. Έκανε το μπάνιο της με μοσχοσάπουνο, φορούσε ρούχα φρεσκοπλυμένα και κατηφόριζε προς το παλιό της σχολείο, που πλέον οι δύο χώροι του φιλοξενούσαν το αγροτικό ιατρείο. Έφερνε πάντα ένα μικρό κέρασμα στον γιατρό και αφηνόταν στα χέρια του να την ακούσει για τυχόν ακροαστικά, γατάκια, φυσήματα και ό,τι άλλο φοβόταν ότι είχε. Το μόνο που είχε πραγματικά ήταν επιθυμία για ένα ανθρώπινο άγγιγμα.

Την Τετάρτη, λοιπόν, που πήγε στον αγροτικό γιατρό λίγο πριν το τέλος του ωραρίου του, για να είναι σίγουρα η τελευταία, ήρθε ο Καλογεράκης κατά τη διάρκεια της εξέτασής της. Ο γιατρός την ακουμπούσε απαλά με το στηθοσκόπιο, χαρίζοντάς της τη μεγαλύτερη απόλαυση της εβδομάδας, και ο Καλογεράκης χτυπούσε την πόρτα του ιατρείου με τη μαγκούρα για να μπει. Αναγκαστικά διέκοψαν την εξέταση.

Ο γιατρός μισάνοιξε την πόρτα και του είπε να μην ανησυχεί και πως θα τον δει αμέσως μόλις τελειώσει με την ασθενή του. Ύστερα γύρισε στη Χρυσώ και επέσπευσε, όσο μπορούσε, τη διαδικασία. Δεν την ακούμπησε σχεδόν καθόλου, με εξαίρεση ένα χτύπημα στον ώμο, όταν της είπε ότι θα τα πουν την επόμενη εβδομάδα.

Εκεί η Χρυσώ δεν κράτησε το στόμα της και έδωσε δυο τρεις μόνο, αλλά πραγματικά καίριες πληροφορίες για τον Καλογεράκη.

Από όλα αυτά που ήξερε η Χρυσώ για τον Καλογεράκη, περιορίστηκε να πει για τα τρία παιδιά του που δεν πατούσαν στην Πέτρα: «Μαύρη πέτρα έριξαν και τα τρία», καθώς και για τον θάνατο της νεότατης συζύγου του: «Ήταν τριάντα δύο ετών, το γράφει στο μνήμα της. Ο Καλογεράκης τότε θα ’χε περάσει τα σαράντα πέντε».

Ο γιατρός σήκωσε ελαφρώς το ένα του φρύδι, αλλά δεν έδειξε πολύ ενδιαφέρον.

«Την έσφαξε», του είπε τότε.

Έδωσε με ελάχιστα λόγια την πληροφορία και γύρισε πλάτη στον γιατρό να κουμπώσει βιαστικά το πουκάμισό της. Δεν είδε την έκφρασή του, και γι’ αυτό δεν είπε κι άλλα. Το μόνο που ήθελε άλλωστε ήταν να ρίξει τη βόμβα παριστάνοντας ότι λέει κάτι που ο γιατρός το ξέρει ήδη.

Ο γιατρός έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Η Χρυσώ τον αποχαιρέτησε με ένα ξερό «Χαίρετε», ενώ τον είχε καλομάθει με ευχές και γέλια σε κάθε της επίσκεψη. Βγαίνοντας από το ιατρείο, προσπέρασε τον γέρο ενοχλημένη, ενώ αυτός, ακόμα πιο ενοχλημένος και κάθιδρος, έδειξε την αγανάκτησή του για την αναμονή με βλαστήμιες και χειρονομίες τελείως άδικες απέναντί της. Ο γιατρός κοιτούσε σαστισμένος, προσπαθώντας να επεξεργαστεί τις νέες πληροφορίες.

Η αλήθεια είναι πως όλοι στο χωριό και στην ευρύτερη περιοχή ήξεραν την «υπόθεση Καλογεράκη». Κάποιοι ηλικιωμένοι θυμούνταν όσα είχαν γίνει με λεπτομέρειες, κάποιοι νεότεροι τα είχαν ακούσει από τους γονείς τους, όμως είχαν περάσει πια πολλά χρόνια. Ο τοίχος που το Γραφείο Τελετών κολλούσε τα κηδειόχαρτα γέμιζε κάθε χρόνο με τις φωτογραφίες των χωριανών που είχαν ζήσει τα γεγονότα από κοντά, κι έτσι οι μάρτυρες όλο και λιγόστευαν.

Η ίδια η Χρυσώ ήταν νέα τότε, λίγο μικρότερη από τη μακαρίτισσα. Θυμόταν πολύ καλά την κηδεία της Δέσποινας, και όσα ήξερε ήταν πράγματα που είδε ή άκουγε να τα συζητάνε ψιθυριστά η μητέρα της και οι γειτόνισσες. Η Χρυσώ είχε προσπαθήσει πολύ να απωθήσει τις εικόνες που είχε δει γιατί τα πρώτα χρόνια ειδικά τής είχαν προκαλέσει έντονες φοβίες. Ο θάνατος της Δέσποινας Καλογεράκη, όμως, θα ερχόταν ξανά στο προσκήνιο τις επόμενες ημέρες, αναζωπυρώνοντας μνήμες και γεγονότα.

`

`

 

****************************************************************************

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ

Τρεις γυναίκες-φύλακες μυστικών, τρία ορφανά αδέρφια, ενήλικες πια, και ένας γιατρός για τις πληγές που δεν κλείνουν θα συναντηθούν για μια κηδεία που, εκτός από τον νεκρό που περιμένει να ταφεί, δεν μοιάζει με κηδεία. Το βέλος του θανάτου θα μπλεχτεί με το βέλος του έρωτα και θα ταξιδέψει στο παρελθόν διασχίζοντας θάλασσες, βουνά, σιωπές και τραύματα.
Στα ημιορεινά της Κρήτης, σε έναν τόπο μαγικό και καταραμένο, ένα αλλόκοτο ραντεβού επιβεβαιώνει πως τελικά «ο έρωτας κι ο θάνατος ίδια σπαθιά βαστούνε».
Το δυσκολότερο που της ζήτησε όμως ήταν τα ονόματα των συγγενών που θα έμπαιναν στο κηδειόχαρτο: «Φωτογραφία του θα βάλουμε;».
Η Βιργινία δεν είπε λέξη. Ο άλλος είχε πάρει φόρα.
«Ποιοι καλούν στην κηδεία;», τη ρώτησε.
Η Βιργινία ψέλλισε ένα «Ορίστε;».
Εκείνος συνέχισε: «Κηδεύουμε σήμερα τον αγαπημένο μας τι; Τι θα γράψω; Σύζυγο; Πατέρα; Παππού; Κατάλαβες; Και αποκάτω από το κείμενο θέλω τα ονόματα των συγγενών. Να μου τα γράψεις καθαρά σε ένα χαρτί».
Η Βιργινία ήξερε ήδη ότι δεν υπήρχε περίπτωση να φτιαχτεί κανένα τέτοιο χαρτί.

 

*******

Η Μαρία Μανωλέλη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1977. Εργάζεται ως δημοσιογράφος, ενώ έχει περάσει αρκετά χρόνια στον χώρο της διδασκαλίας και της μετάφρασης. Διηγήματά της έχουν κυκλοφορήσει σε συλλογικές εκδόσεις. Η «Μέσα πέτρα» είναι το πρώτο της μυθιστόρημα και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ποταμός τον Νοέμβριο του 2020.