Ο ΠΟΙΗΤΗΣ (μουσική: Μίκης Θεοδωράκης- στίχοι: Μάνος Ελευθερίου)
Δεν είσαι συ το αίμα της φωτιάς
εσύ π’ ανοίγεις την πληγή με το μαχαίρι την αυγή

Ο ποιητής είναι παράθυρο ανοιχτό στην εξουσία των καιρών
κι έχει τη μνήμη των νεκρών.

Μιλάει τη γλώσσα του Θεού με τη φωνή του κεραυνού.
Μιλάει τη γλώσσα του Θεού κι έχει τα μάτια του παντού.

Δεν είσαι εσύ αυτός που με κρατά με δυο μαχαίρια σταυρωτά
κι έχει στους ώμους του πουλιά

Ο ποιητής φοράει τον ήλιο στα μαλλιά
κι ανήκει χώρια καθενός θάλασσα είναι κι ουρανός.

 

 

 

 

****

ΕΧΕΙΣ ΜΑΤΙΑ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ (μουσική: Μίκης Θεοδωράκης, στίχοι: Μάνος Ελευθερίου)

Έχεις μάτια το φεγγάρι
κι είναι η νύχτα σπιτικό σου
μα από αυτά που μου ’χεις πάρει
τίποτα δεν είν’ δικό σου.

Έχεις δάκρυα την αγάπη
με φωτιά και με μαχαίρι
κι έχεις για κρασί φαρμάκι
και το χωρισμό στο χέρι.

`

*

ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ (απόσπασμα / Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης, ποίηση: Ρένα Χατζηδάκη)

Μακριά, πολύ μακριά,
ακούγεται η ζωή,

ψηλά πολύ ψηλά λάμπουν τα φώτα
ίσως τα φώτα, που μας έκλεψαν
της πολιτείας που μας έκλεψαν
κι η θύμηση απ’ το τελευταίο λιόγερμα
και τα βουνά, γύρω δικά μας.

Μακριά πολύ μακριά υπάρχεις.
Πρέπει να υπάρχεις,

Σα να μπορώ ν’ αφουγκραστώ το γέλιο σου,
ξανθό, πίσω απ’ τους λεκιασμένους τοίχους.
Κάποτε όλα θα μαθευτούνε
που θ’ αναλιώσει το παγωμένο κέντρο της μνήμης
τώρα, παντού, «η κατάθεσή μου, να θυμάμαι τι είπα στην κατάθεσή μου»
και θα ξανάρθουνε τα χρώματα
ίσως κάποτε που θ’ ανοιχτούν οι πόρτες των τάφων,
των σπιτιών, των φυλακών, των νόμων,
να λογαριάσουμε τους νεκρούς μας,
να μοιραστούμε τα καινούργια μας τραγούδια.
Κάποτε θα μάθεις κι εσύ τα υπόλοιπα
θα θυμηθείς και εσύ

μακριά, πολύ μακριά, είσαι η ζωή,
θα είσαι μακριά
τότε εγώ δε θα υπάρχω.

 

*

Ο ΜΕΤΟΙΚΟΣ (Μουσική: Ζωρζ Μουστακί, Στίχοι: Δημήτρης Χριστοδούλου)

Σαν σύννεφο απ’ τον καιρό
μονάχο μες τον ουρανό
πήρα παιδί τους δρόμους

Περπάτησα όλη τη γη
μ’ ένα τραγούδι στην καρδιά
και τη βροχή στους ώμους

Μ’ αυτά τα χέρια σαν φτερά
που δεν εγνώρισαν χαρά
πάλεψα με το κύμα

Κι είχα βαθιά μου μια πληγή
αγάπη που δε βρήκε γη
χαμένη μες το κρίμα

Με πρόσωπο τόσο πικρό
από τον ήλιο το σκληρό
χάθηκα μες τη νύχτα

Κι ο έρωτας με πήγε κει
που `χα στα χείλη το φιλί
μα συντροφιά δεν είχα

Με την καρδιά μου μια πληγή
περπάτησα σ’ αυτή τη γη
που είχα να τη ζήσω

Μα μου τα πήρανε μαζί
το όνειρο και την αυγή
και φεύγω πριν αρχίσω

Σαν σύννεφο απ’ τον καιρό
μονάχο μες τον ουρανό
θα `ρθω ξανά κοντά σου

Μέσα σε κείνη τη βροχή
που σ’ άφησα κάποιο πρωί
κι έχασα τη ζωή μου

Θα `ρθω ξανά απ’ τα παλιά
σαν το πουλί απ’ το νοτιά
την πόρτα να χτυπήσω

Θα `ναι μια άνοιξη πικρή
που όλα θ’ ανοίγουνε στη γη
κι απ’ την αρχή θ’ αρχίσω

 

`

*

ΚΡΑΤΗΣΑ ΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ (Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης, ποίηση: Γιώργος Σεφέρης)

Κράτησα τη ζωή μου
ταξιδεύοντας ανάμεσα σε κίτρινα δέντρα,
κάτω απ’ το πλάγιασμα της βροχής
σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες
με τα φύλλα της οξιάς
καμιά φωτιά
στην κορυφή τους βραδιάζει.

Τ’ ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού
η μεγάλη πέτρα κοντά στις αραποσυκιές και τ’ ασφοδίλια
το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας
και το κλειστό κρεββάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου
χρυσά• τ’ άστρα του Κύκνου κι εκείνο τ’ άστρο ο Αλδεβαράν.

Κράτησα τη ζωή μου,
κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας
ανάμεσα σε κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής
σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξυάς,
καμμιά φωτιά στην κορυφή τους• βραδυάζει.

Κράτησα τη ζωή μου• στ’ αριστερό σου χέρι μια γραμμή
μια χαρακιά στο γόνατό σου, τάχα να υπάρχουν
στην άμμο τού περασμένου καλοκαιριού τάχα
να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω
γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή.

Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν, μήτε η γυναίκα
περπατώντας σκυφτή, βυζαίνοντας το παιδί της.

Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές• o χιονισμένος
κάμπος, ώς πέρα ο χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν,
μήτε o καιρός κλειστός σε βουβά ερμοκκλήσια, μήτε
τα χέρια που απλώνονται για να γυρέψουν, κι οι δρόμοι.

Κράτησα τη ζωή μου ψιθυριστά μέσα στην απέραντη σιωπή,
δεν ξέρω πια να μιλήσω, μήτε να συλλογιστώ• ψίθυροι
σαν την ανάσα του κυπαρισσιού τη νύχτα εκείνη
σαν την ανθρώπινη φωνή της νυχτερινής θάλασσας στα χαλίκια
σαν την ανάμνηση της φωνής σου λέγοντας «ευτυχία».

Κλείνω τα μάτια γυρεύοντας το μυστικό συναπάντημα των νερών
κάτω απ τον πάγο το χαμογέλιο τής θάλασσας τα κλειστά πηγάδια
ψηλαφώντας με τις δικές μου φλέβες τις φλέβες εκείνες πού μου ξεφεύγουν
εκεί πού τελειώνουν τα νερολούλουδα κι αυτός ό άνθρωπος
πού βηματίζει τυφλός πάνω στο χιόνι τής σιωπής.

(ΚΡΑΤΗΣΑ ΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ -Β΄)

Κράτησα τη ζωή μου, μαζί του, γυρεύοντας το νερό πού σ’ αγγίζει
στάλες βαρειές πάνω στα πράσινα φύλλα, στο πρόσωπό σου,
μέσα στον άδειο κήπο, στάλες στην ακίνητη δεξαμενή,
βρίσκοντας έναν κύκνο νεκρό μέσα στα κάτασπρα φτερά του,
δέντρα ζωντανά και τα μάτια σου προσηλωμένα.

Ο δρόμος αυτός δεν τελειώνει, δεν έχει αλλαγή, όσο γυρεύεις
να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια, εκείνους πού έφυγαν, εκείνους
πού χάθηκαν μέσα στον ύπνο• τους πελαγίσιους τάφους,
όσο ζητάς τα σώματα πού αγάπησες να σκύψουν
κάτω από τα σκληρά κλωνάρια τών πλατάνων εκεί
πού στάθηκε μια αχτίδα τού ήλιου γυμνωμένη
και σκίρτησε ένας σκύλος και φτεροκόπησε ή καρδιά σου,
ο δρόμος δεν έχει αλλαγή· κράτησα τη ζωή μου.

Το χιόνι και το νερό παγωμένο στα πατήματα των αλόγων.