Όποτε έχω μπροστά μου ένα πιάτο λεμονάτη ψαρόσουπα
έρχονται δύο Ρώσοι στο μυαλό μου. Ο ένας
είναι ο Ιβάν Ντενίσοβιτς από τη νουβέλα του Σολζενίτσιν
-ο κατάδικος Σούκοφ οικονομεί στο γκουλάγκ ψαράγκαθα
και μαγειρεύει ένα ανέλπιστο ψαροζούμι: «Στην αρχή τρώει
την αραιή σούπα, ρουφά, ρουφά, η ζεστασιά ξεχύνεται
απλώνεται σ’ ολόκληρο το κορμί του
σίγουρα τ’ άντερα του θα το περίμεναν τούτο το ζουμί
θα τόλπιζαν. Τι όμορφα που είναι!» Ο άλλος
είναι ο Ρώσος ασκητής Τύχων, ο πνευματικός
του Οσίου Παϊσίου στ’ Αγιονόρος
του νεοκαταταγέντος και θαυματουργού.
Ο ερημίτης είχε μόνιμα κρεμασμένο στην καλύβη του,
στην Καψάλα, ένα ψαροκόκαλο. Τρεις φορές το χρόνο
στις μεγάλες εορτές της Ορθοδοξίας
το έβραζε σ’ ένα τσίγκινο κονσερβοκούτι
και οικονομούσε έτσι το γιορτινό του γεύμα.
Ψαρόσουπα έφαγε και ο πατέρας μου, την πρώτη του νύχτα
μακριά από το Σπατς, όταν αποφυλακίστηκε
ύστερα από δεκαεφτά
χρόνια.