Το “Under Ben Bulben” είναι η ποιητική διαθήκη του Ουίλλιαμ Μπάτλερ Γέητς. Τις τελικές πινελιές λέγεται ότι τις προσέθεσε στο νεκροκρέβατό του μια νύχτα πριν πεθάνει, στις 28 Ιανουαρίου 1939 στη Γαλλία. Ο ποιητής απευθύνεται στους συμπατριώτες του Ιρλανδούς αλλά και στους ομοτέχνους του ανατρέχοντας στα μεγάλα θέματα που τον απασχόλησαν διά βίου. Οι τρεις τελευταίοι στίχοι είναι χαραγμένοι στον τάφο του, στην εκκλησία του Ντράμκλιφ της Δυτικής Ιρλανδίας, στους πρόποδες του Μπεν Μπώλμπεν, του όρους που σκέπει έκτοτε τη μνήμη του.

Ι

Ασπάσου αυτά που κάποτε στα μέρη
της Μαρεώτιδας διδάξαν οι Σοφοί,
κι η μάγισσα του Άτλαντα τα ξέρει,
και λάλησαν, σαν τα ’παν, πετεινοί.
Ασπάσου όσα μηνούν οι ξωτικές,
τούτη η χλωμή, μακρόσυρτη χορεία
που υπεράνθρωπες παίρνει όψεις και μορφές
και αναδίδει μιαν αθανασία
που την αρδεύει πάθους πλησμονή·
στ’ όρος Μπεν Μπώλμπεν τώρα ανηφορίζουν
καβάλα στου χειμώνα την αυγή.
Κι αυτή ’ναι η πεμπτουσία όσων κομίζουν.

II

Πάλι και πάλι ζει κανείς και ξεψυχά,
κι η Ιρλανδία τά ’ξερε αυτά η παλιά,
από τη μια ώς την άλλη Αιωνιότητά του
που είν’ η φυλή και η ψυχή η δικιά του.
Κι είτε πεθάνει στο κρεβάτι του μια αυγή
είτε τον ρίξει τουφεκιά κάτω στη γη,
το πιο πολύ που έχει να πάθει είν’ ξαφνικά
να πει «έχε γεια» σ’ όλους αυτούς που αγαπά.
Οι νεκροθάφτες όσο κι αν σκληρά μοχθούν,
όσο βαθιά το χώμα αν σκάβουν και τρυπούν,
άλλο δεν κάνουνε παρά να χώνουν πάλι
τους πεθαμένους μες στ’ ανθρώπου το κεφάλι.

ΙΙΙ

Του Μίτσελ που άκουσες εσύ την προσευχή
«Ρίξε μας, Κύριε, τσεκούρι και φωτιά!»
σαν όλα, γνώριζε, θα ’χουνε πια ειπωθεί
κει που ένας άντρας ξέφρενα θα πολεμά
φως στα τυφλά τα μάτια του θα στάξει,
του νου του η μονομέρεια θα πάψει,
για μια στιγμή μακάριος θ’ απομείνει
με γέλιο γάργαρο, καρδιάς ειρήνη·
κι ο πιο σοφός ακόμ’ είναι φορές
που σέρνεται απ’ της βίας τις τροπές
πριν να υψωθεί ώς τη Μοίρα καταφέρει
και μάθει το έργο του ή διαλέξει ταίρι.

IV

Πρέπει του γλύπτη το έργο και του ποιητή
και του ζωγράφου, η μόδα όσα κι αν φέρνει,
των Προπατόρων την οδό να παίρνει,
ώς τον Θεό πάτε του ανθρώπου την ψυχή
τα λίκνα μας να σκύψει να ευλογήσει.
Στο Μέτρο οφείλουμε κάθε ευρωστία:
τη σκέψη της Αιγύπτου έχει γεννήσει
και τα έργα του ευγενέστερου Φειδία.
Στου Σίξτου το έχει δείξει αυτό καλά
ο Μιχαηλάγγελος το Παρεκκλήσι,
εκεί όπου κάποτε η γύμνια οχλεί του Αδάμ
κάποια κοσμοπολίτισσα μαντάμ
ώσπου στα σπλάχνα της να νιώσει πυρκαγιά,
τεκμήριο του Σκοπού που υπόκειται όπου
εργάζεται το πνεύμα μυστικά:
η χοϊκή τελειότητα του ανθρώπου.

Σ’ ενός Θεού ή ενός Αγίου την πλάτη,
το Quattrocento έπλασε για φόντο εκεί
τον Κήπο όπου η ψυχή ευδαιμονεί,
σ’ αυτόν όπου και να στραφεί το μάτι
τ’ άνθη ή τη χλόη νέφη δεν σκεπάζουν,
μορφές διαγράφονται που είναι ή μοιάζουν
σαν να ονειρεύονται ακόμη οι ξυπνητοί
μα που και πέρα απ’ τ’ όνειρο διαρκούν,
γιατί ’ναι πάντοτε οι Ουρανοί ανοιχτοί
στην κλίνη εκείνη. ‒ Οι γύροι όμως δεν σταματούν·
και τ’ όνειρο όταν έσβησε το φλογερό
Κάλβερτ και Ουίλσον, Μπλέηκ και Κλώντ
ανάσα δώσαν στου Κυρίου τον λαό,
είχε ευγλωττία μεγάλη ο Πάλμερ μα μετά
πάνω στη σκέψη μας έπεσε σκοτεινιά.

V

Βάρδοι Ιρλανδοί, την τέχνη σας γνωρίστε,
τα καλοκαμωμένα τραγουδήστε,
κόψτε απ’ τη ρίζα όλ’ αυτά τα σκάρτα
τα τωρινά φαρμακωμένα σπάρτα,
καρδιά είναι και κεφάλι δίχως μνήμη,
σε βάθρο αχρείο έν’ αχρείο συντρίμι.
Στην αγροτιά πλέξτε τραγούδια κι αίνους,
στους προεστούς τους σκληραγωγημένους,
στους μοναχούς που σκύβουν στο ευαγγέλιο,
στους μέθυσους που ’χουνε λάγνο γέλιο·
στους κύρηδες και στις κυρές ακόμα
που πέσαν και τους έφαγε το χώμα
μέσα σ’ εφτά ηρωϊκούς αιώνες·
στο νου σας φέρτε άλλων καιρών εικόνες
ώστε τις μέρες που έρχονται να μείνει
ακαταδάμαστη η ιρλανδοσύνη.

VI

Στο Ντράμκλιφ, στου Μπεν Μπώλμπεν τη σκιά,
κείται ο Γέητς μπρος σε μια εκκλησιά,
ένας του πρόγονος έκανε εκεί παπάς
πολύ παλιά· κι είναι στον δρόμο καθώς πας
ένας αρχαίος σταυρός πλάι στον ναό.
Δεν έχει μάρμαρα και λόγια ωραία εδώ,
στην πλάκα του όρισε και έχει χαραχτεί
πάνω σε πέτρα ντόπια αυτή η γραφή:

Δες με ψυχρό το μάτι
ζωή και θάνατο.
Προσπέρνα, αναβάτη!