ΑΝΕΜΟΖΑΛΗ

Δείτε βουνά και μονοπάτια, δείτε θάλασσες σε νηνεμία,
δείτε λιβάδια, εγκλωβισμένα στο πέρασμα του χρόνου.
Δείτε ποτάμια γοργόφτερα που παρασύρουν πικροδάφνες,
στους διαδρόμους της συνείδησης που η ψυχή αγρυπνά.
Δείτε μια φλαμουριά που απλώνει το άρωμά της πάνω μου,
δείτε ένα κύμα που μου ψιθυρίζει κρυφά.
Ορμητικός ένας καταρράκτης αχολογά στην καρδιά μου,
ένας έναστρος ουρανός , απλώνεται στα μάτια μου.
Με συντροφεύει ανάμεσα σε χαρές και λύπες
τις στιγμές που θέλω να εξαφανιστώ σε απόμερο ακρογιάλι,
κάτω από την πολυταξιδεμένη χαίτη του λευκού αλόγου.

Απ’ τις σκοτεινές νύχτες που το μουντό βασιλεύει,
έως τη στιγμή της άνοιξης που ερωτοτροπεί το φως.
Και που μέσα μου φαίνεται ότι ακροβατεί σε παραμύθι,
η ζωή είναι μια παλαίστρα, όπου μονομαχούν φως κι άβυσσος.
Κι ανάμεσά τους εγώ που αλλάζω πορεία,
ένα μυροβόλο αγέρι που φυσάει από την εποχή του τυφλού ποιητή,
ψάχνοντας απάνεμο ακρογιάλι για να ζωντανέψουν χιλιετίες πριν.

Οι περασμένες εποχές ζωντανεύουν σαν ταινία , απλώνονται,
αφήνοντάς μας μια μουδιασμένη αίσθηση σε απόκοσμο φως.
Οι σκηνές όμως εξουθενώνονται ,κουβαλώντας το παρελθόν.
Η διαδρομή πολλές φορές αδιέξοδη δεν οδηγεί στο πλάτωμα,
που η ψυχή θυμάται ότι είχε ζήσει απλόχερα σε πρωτινούς δρόμους,
σαν φωτεινή αναλαμπή στις συμπληγάδες της σιωπής.
Κι αναπόφευκτα το τέλος αναφαίνεται στο πρώτο φύσημα του θανάτου.

ΑΝΕΣΠΕΡΟ ΦΩΣ

Βλέμμα στατικό γεμάτο έκπληξη
στα χνάρια της ανατολής.

Βλέμμα ανήσυχο στη θέα της έρημης γειτονιάς.
Η φωνή του μανάβη πρωινό άνοιξης
και το αγιάζι της νύχτας καθισμένο στο γιασεμί.
Ακόμα και το απαλό φτερούγισμα του σπουργίτη
ανάμεσα στα χρωματιστά γεράνια τσιμπολογώντας,
προδιαθέτει το καλημέρισμα.

Βλέμμα ατάραχο δημιουργία εντύπωσης
στην εναλλαγή των χρωμάτων ζωηρόχρωμης υφής.
Όταν τα παράθυρα ανοίγουν λούζεται ο διάδρομος
ακόμα κι αν οι πίνακες διαχέουν στο πρώτο φως
το γαλήνιο της θάλασσας, έτσι ώστε τα έπιπλα
να συμμετέχουν στην πανδαισία της γιορτής των θνητών.

Βλέμμα παρακλητικό στο υπέρτατο ον,
να μη χαθεί το φως των ελπίδων.
Ο ήλιος έγειρε όλα πια βαραίνουν
και σε μια αποστροφή το βλέμμα,
δεν έχει πλέον να κρατήσει τίποτα.

ΖΩΗ ΧΡΩΜΑΤΙΣΜΕΝΗ

Ξεχωρίζω τον τόπο και τη στιγμή
συντροφιά με πρόσωπα,
συντροφιά με επιθυμίες
και με θάλασσες σε ήρεμους κυματισμούς.

Κι εσύ διαγράφεις με τη θωριά σου,
το περίγραμμα που ζωντανεύει τα πρόσωπα
και τα χαρακτηριστικά
και τα συναισθήματά τους.

Μια ανάσα φωτός
είναι η δύναμη της θέλησής σου.
Με την ορμή και τη διάθεση
και το στόμφο της έκφρασης της ζωής.

Μιας ζωής που ορειβατεί
άλλοτε στα ανώγια κι άλλοτε στα κατώγια,
αφήνοντας ίχνη σε εξωτερικές διαδρομές
που σου κρατώ το χέρι.