Nude, Green Leaves and Bust, Pablo Picasso

 

 

Κάτω από τη σπασμένη σου φτερούγα θρηνούν τα πουλιά

κι ας μην πέθαναν ακόμη τα φύλλα στις λεύκες

κι ας κρατούν οι μέρες λαμπερές

στην πόλη και στα καπνισμένα εργοστάσια,

ώρα που στροβιλίζεται η σκέψη σ’ ένα κέρμα

ώρα που η απόφαση γυρίζει σ’ εσένα πριν σωθώ

ώρα που σβήνει το πάθος

μ’ ένα λάθος στο μαύρο γρανίτη

και πυκνώνει ο ψίθυρος στις παλιές ιστορίες.

 

Τώρα οι άυπνες σκιές μέσα στη μνήμη πέρασαν,

τώρα δε με στενεύουν τα ρούχα

τώρα που κοντεύω τα εξήντα έμαθα πια

να χαμογελώ στο παιδί μέσα μου δίχως να κρύβομαι,

να συντηρώ την ευτυχία και με την τραγωδία του έρωτα,

να βλέπω την κάθε μέρα διαφορετική

όταν παίζει το φως με τις φλωρεντινές δαντέλες στο σαλόνι

τρέμοντας από συγκίνηση,

έμαθα να μην αφήνω να με διαψεύδει το μηδέν και το τίποτα

όταν απλώνεις το χέρι στην τελειότητα και αγγίζεις σημάδια,

έμαθα να ζω με τη δίψα της ερήμου

όπως ονειρεύτηκα χωρίς μετάνοια,

να καταλαβαίνω στη μητρική μου γλώσσα, λέξεις ελληνικές,

με την πληρότητα και τη γοητεία

του θρυμματισμένου κόσμου των αγαλμάτων

ελεύθερη από δεσμά και πρέπει , ελεύθερη και από την άγνοια.

 

Με μια αχαλίνωτη διάθεση αυτοσαρκασμού

κλείνουν ένα – ένα τα παραθύρια του καλοκαιριού

φιλιά στο βλέμμα, φιλιά στα τόξα των ώμων

φιλιά στο λαιμό, ανυπόφορη η τρυφερότητα

τώρα που εσένα σε τρομάζει ο ανεπίκαιρος χρόνος

αυτός που ζήσαμε μαζί, να κοίτα

κοίτα πώς πάγωσε ο χρόνος μας

μέσα σε αξιοθρήνητους γερασμένους καθρέφτες,

κοίτα στην καταστόλιστη κορνίζα

προφανές το μίσος, προφανής η απόσταση

και η αγάπη, φυσικά και η αγάπη προφανής αφορμή.

 

Ήσυχα ρίχνουν τη σκιά τους τα πεύκα

στα στενά μπαλκόνια, στους παλιούς τοίχους

στη σκουριασμένη άμαξα, στο φανοστάτη

και στα πεζοδρόμια της προκυμαίας.

Έλα να δραματοποιήσουμε τη χαρά της ηδονής

απόψε στη μελαγχολία του φεγγαριού

να εκτοπίσουμε φόβο και θάνατο σε πραγματικές ώρες

πρόθυμοι να μοιραστούμε τη μοναξιά

φιλοπερίεργοι να εξαντλήσουμε την ανάσα

ακροβατώντας στο λευκό σεντόνι

δοξάζοντας την όραση στα παλιά τετράδια

με την αφή στα ημερολόγια της προδοσίας

έλα, μέχρι να εξαντληθούμε στο άγγιγμα,

έλα, να μετρήσουμε ταραχή και κόλαση στο πάτωμα

να φλυαρήσουμε ασταμάτητα για το σύμπαν

κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον πρώτα στα μάτια

και μετά στο κρύο κρύσταλλο της πόρτας,

έλα, με τις λίγες κρυμμένες σπίθες μέσα στην τσέπη

έλα, με την ευχαρίστηση της απραξίας

έλα, πριν με νικήσει ο καιρός.

 

Ένα σύννεφο έχει ξεκινήσει το μεγάλο ταξίδι

στη ματωμένη δύση, στο κεχριμπάρι των ματιών

μια χούφτα αλμύρα κρατάς, έτσι ανιστορείται η αγάπη

στις άκριες των μαλλιών, ο άνεμος

δίχως ν’ αφήνει ίχνη σκορπίζει τα όνειρα,

μ’ ένα κοχύλι περασμένο στο λαιμό ξορκίζεις τη λύπη

γυρεύοντας μια ζωντανή λέξη της ψυχής

στα κρυμμένα ραβασάκια ανάμεσα στις εφημερίδες,

στις μικρές αδικίες, στη βιτρίνα του βορινού τοίχου

στο άχρωμο τρέμουλο των χειλιών,

στα απειλητικά και στ’ απρόβλεπτα ναυάγια

εκεί που διασταυρώνονται τα κύματα

στο φάρο, στο φλοίσβο του νερού στον καταρράκτη

στον έρημο γκρεμό στο θαλασσόβραχο.

 

Ηλιοκαμένη πλάτη γυμνή

χαμηλώνει το χρυσό, στη ραχοκοκαλιά και στον ορίζοντα

τα γλαροπούλια ξέρουν να γιατρεύουν με τ’ αλάτιτις πληγές

το τοπίο μεταμορφώνεται σε λίμνη αντανάκλασης

καλάμια και λυγαριές,

κοραλλένια δάχτυλα, αφή πάνω στη μαγεμένηαμμουδιά

όταν στάλα –  στάλα ελευθερώνεις το φως

από την λάβα των ηφαιστείων,

όταν κρύβεις ντροπαλά στις αμαρυλλίδες το δάκρυ

περιμένοντας την αρχαία κραυγή από τα σπλάχνα της γης.

Τώρα που κοντεύω τα εξήντα

όσο τα σώματα παραμένουν σχεδόν ίδια

και οι καρδιές πόρτες ανοιχτές

έλα, τώρα που όλες οι συμφορές θαρρείς έχουν τελειώσει

έλα, κλέβοντας όλους τους πειρασμούς

από το καρναβάλι της σάρκας,

έλα, μην περιμένεις από απελπισία να με ξυπνήσεις,

κοντεύω τα εξήντα,

έχω ανάγκη το μολύβι μου, το μελανοδοχείο,

την ασημένια μου πένα, την κούπα του τσαγιού,

έχω ανάγκη τα βιβλία μου, την ξύλινη παιδική κασετίνα

το λευκό χαρτί, έχω ανάγκη…

Έχω ανάγκη να σ’ ερμηνεύσω ζωή

με το αδίδακτο της προσδοκίας φεύγεις

πιο κοντά στο τέλος, έχουν περάσει κοντά εξήντα χρόνια,

φλυαρώντας δυνατά έλα να γυρίσουμε κατά το φθινόπωρο

αύριο, λίγο πριν νυχτώσει στην αντίπερα όχθη

με το βλέμμα που γητεύει την αλήθεια έλα.

Ας επιστρέψουμε τώρα στην εαρινή πρώτη συμφωνία μας

το ρολόι χτυπά δυνατά όπως τότε,

μια κλεφτή ματιά στην ασπρόμαυρη φωτογραφία

κιτρινισμένες πινελιές στα πρόσωπα,

έλα, έχω αποσύρει κάθε δισταγμό, κοντεύω τα εξήντα,

έλα, εγώ θα μεγαλώνω

όσο εσύ θα γερνάς…

έλα να σου εξομολογηθώ, κάθε πρωί έγραφα τ’ όνομά σου

στην από μέσα πλευρά της αριστερής μου παλάμης,

και λες και ήτανε περιγιάλι το χέρι μου,

μέχρι το βράδυ

τ’ όνομά σου έσβηνε…

 

 

 

Κέρκυρα, Αύγουστος του 2020