ΣΤΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

 

  Με πόσες ανάσες κερδίζεται

Το πέρασμα

-κάνεις τάχα πως δε ξέρεις-

σφιχτό μαντήλι στο λαιμό σου

η οφειλή.

 

 

 

Tα βράδια

που όλοι φορούν τα στηθοσκόπια

στ’ αφτιά κι ακούν τα έγκατα της γης

ν’ ανασαίνουν βαριά

έτοιμοι να βγάλουν πόρισμα βλάβης

εγώ-κρεμάω τα στηθοσκόπια στα δέντρα

χρόνια τώρα κανένας στεναγμός δε γιατρεύεται

με ένα βιβλίο παραμάσχαλα

πρέπει ο χρόνος να σε διαλέξει

με τα πόδια κλειστά

και με χέρια στην ανάταση

για να γλιτώσεις το παιχνίδι της σιγής

να πεις γυναίκα είμαι και γελάω

ή έτσι δείχνω·το αγκάθινο στεφάνι να κερδίσω

-για ένα χειροκρότημα-

άσπρο άγαλμα μην γίνω

προσκυνητάρι μιας βραδιάς

μην μπαγιατέψω.

 

Ένα ηλεκτροφόρο καλώδιο

Αν βρω

να φτάσω από το λαιμό στον ουρανό

και πιο μακριά

στις πόρτες που μένουν κλειστές

να αναμετρηθώ με το μυαλό μου

και στο χαρτί να γράψω

δεν είμαι πια κουτή

 

Αγαπώ τις προεκτάσεις του κορμιού μου.

`

*

ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ

Από νωρίς το πρωί  oι λαθρονειρευτές

ψαρεύουν πετράδια στον βυθό

και μελετούν επισταμένα

την αλμύρα που διάβρωσε τα δόντια του καρχαρία

χωρίς να δίνουν δεκάρα για το πρόστιμο των διοδίων

σε ώρες αιχμής.

 

Aύριο πρωί-πρωί

οι σκεπτόμενοι άνθρωποι

στα βολικά τους ρούχα

θα διαδηλώνουνυπέρτων μεγάλων ψαριών

πουτρώνε τα μικρά

και ό,τι άλλο θίγει την ασφάλειά τους.

`

*
ΣΠΟΥΔΗ: Ο ΕΡΩΣ

 

Aνηφορίζω κόντρα στην δέσμευση του ήλιου

αφήνοντας τα τρόπαια να πέσουν κατακόρυφα

στην υποκρισία ενός τετράγωνου πλαισίου

δεν πρέπει να δουν τους χάρτινους στεναγμούς

τα φωνήεντα που αγαπώ∙ την θλίψη

θα βρεθώ ναυαγός με ιδέες για όσους δε γελούν

και όσους επισκέπτονται την νοσταλγία αργά το απόγευμα

στις μάντρες με την Άνοιξη

 

Πάντα οι μονομάχοι θα παραφυλάνε

να ακονίσουν τις γωνίες της αυριανής λογικής

αιχμηρές να γίνουν σε όσα υπονοούνται

 

Αγάπα με λοιπόν να αρχίσω πάλι να κυλιέμαι σε ψάθες αλμυρές

θυσία ας γίνω να ελευθερωθεί ό,τι μας συνορεύει

και ό,τι μας δόθηκε στο βάθος του Αυγούστου.

 

Μόνη να μην είμαι.

`

*

Η ΑΦΗ ΜΕ ΝΙΚΗΣΕ

 

Ενδοκρινείς αδένες οι ιδέες

γυρίζουν μέσα μας

με λεπτούς χειρισμούς αρνούνται

τις ενοχέςραμμένες όπως είναι στο λαιμό μας

-τάχα κληροδότημα των παππούδων μας-

ό,τι ωφέλησε την θλίψη

στην παιδική μας κάμαρα

είναι οι πεσμένοι πύργοι

σε καταφατικά χέρια

Δεν τελειώνει όμως ο κόσμος

χάσαμε έναν γλάρο

είδαμε την γραμμή

να καταρρέει τα σύνοραν’ αλλάζουν

και τον ορίζοντα

να ακουμπά κάποτε την μοναξιά

κι άλλοτε να σηκώνει κεφάλι στη γλώσσα.

Όλα σφαλίζουν– δεν ωριμάζουν τα ξέπλεκα μαλλιά

απ’ την μυρωδιά του λεμονανθού· σχεδόν ανταύγειες μελαγχολικές

και όμως η αγορά ακόμα τα πουλάει

για χρυσά στάχυα

καθένας τρέχει να πιστέψει αυτό που δεν υπάρχει

Αβάσταχτο είναι να στέκεσαι στο παιχνίδι της πρόθεσης

να μην ξέρεις ποιος είσαι

και ο εαυτός σου να περπατά μέσα σε περιγράμματα

και αδιέξοδα

απέναντι σου

καμιά παιδική ανάμνηση

αν γυρίζει δεν είναι

είναι – πάντα προδίδουν

οι λέξεις

χάσματα παρανοήσεων

 

ενηλικίωση

σκολίωση

πολλές παραμορφώσεις

απέμεινε η ζωή –ερωμένη των αποκλίσεων

η αμεσότητα του σώματος με το άλλο σώμα·διαμελίζεται

η προσπάθεια, η αποτυχία, τα ονόματα

μικρές αξίες που αύριο θα αποδεχθείς–έτσι απλά

πως επιβάλλονται πάνω στο σιγανό θρόισμα των φύλλων

όσο και να γονατίσεις

ο θάνατος δεν εξηγείται

 

Λιγοθυμούν σε κάθε ποίημα

οι λέξεις αμέριμνες

θα μας φάνε μια νύχτα

-να το ξεχνάς-

να μου μιλάς για την ομορφιά.

 

Ισότητα δεν ζήτησα.