Το κείμενο του Βάλτερ Μπένγιαμιν «Zur Kritik der Gewalt», Gesammelte Schriften, εκδόσεις Suhrkamp, 1977, μετέφρασε από το γερμανικό πρωτότυπο ο Λεωνίδας Μαρσιανός. Η έκδοση ετοιμάστηκε στο Εργαστήρι της Ελευθεριακής Κουλτούρας, με γενική επιμέλεια του Παναγιώτη Καλαμαρά. Τα σχέδια στο εξώφυλλο και το οπισθόφυλλο είναι του Jacques Tardi. Κυκλοφόρησε στην πόλη της Αθήνας το Καλοκαίρι του 2002 σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων και η χρήση είναι ελεύθερη για τους σκοπούς του κοινωνικού ανταγωνιστικού κινήματος, με τη θερμή παράκληση να αναφέρονται οι πηγές.

`

AΠΟΣΠΑΣΜΑ

 

ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΑΜΕ ΝΑ ΠΕΡΙΓΡΑΨΟΥΜΕ το εγχείρημα μιας κριτικής της βίας ως έκθεση της σχέσης της με το δίκαιο και τη δικαιοσύνη. Διότι βία με την ακριβή έννοια της λέξης προκύπτει από μια ανεξαρτήτου αποτελέσματος αιτία μόνον όταν αυτή αρχίζει να επεμβαίνει στις ηθικές αξίες. Η σφαίρα των αξιών αυτών διέπεται από τις έννοιες του δικαίου και της δικαιοσύνης. Είναι σαφές, όσον αφορά την πρώτη απ’ αυτές, ότι η σχέση μέσου — σκοπού είναι η πλέον θεμελιώδης σχέση σε οποιαδήποτε έννομη τάξη. Επιπλέον, ότι η βία απαντάται μόνο στην επικράτεια των μέσων, όχι των σκοπών. Αυτές οι διαπιστώσεις προσφέρουν περισσότερα εφόδια στην κριτική της βίας, και διαφορετικά μάλιστα, απ’ ό,τι πιθανόν φαίνεται με μια πρώτη ματιά. Διότι αν η βία είναι μέσο, τότε εμφανίζεται δίχως άλλο ένα σταθερό μέτρο για την κριτική της. Μέτρο που επιβάλλει το ερώτημα κατά πόσον οι σκοποί της βίας, σε δεδομένες περιπτώσεις, είναι δίκαιοι ή άδικοι. Έτσι όμως η κριτική της θα προέκυπτε απλώς από μια συστηματοποίηση των δίκαιων σκοπών, πράγμα που δεν συμβαίνει. Μια τέτοια συστηματοποίηση, έστω κι αν δεν επιδεχόταν καμία αμφισβήτηση, δεν θα περιλάμβανε ένα κριτήριο για την ίδια τη βία ως αρχή [Prinzip], αλλά ένα κριτήριο για τις περιπτώσεις άσκησης της. Έτσι, το ερώτημα αν η βία εν γένει, ως αρχή, είναι ηθική ως μέσο για την επίτευξη των δίκαιων σκοπών, παραμένει ανοιχτό. Το ερώτημα αυτό, για να απαντηθεί, απαιτεί ένα αυστηρότερο κριτήριο, μια διάκριση στη σφαίρα των ίδιων των μέσων, χωρίς να εξεταστούν οι σκοποί που αυτά υπηρετούν.

Ο αποκλεισμός αυτού του ακριβέστερου κριτικού προβληματισμού χαρακτηρίζει μια μεγάλη τάση στη φιλοσοφία του δικαίου, αποτελώντας ίσως το κυριώτερο γνώρισμα της: πρόκειται για το φυσικό δίκαιο. Στην εφαρμογή βίαιων μέσων για δίκαιους σκοπούς δεν βλέπει μεγαλύτερο πρόβλημα απ’ όσο θα φαινόταν προβληματικό στον άνθρωπο το «δικαίωμα» του να κινεί το σώμα του προς έναν επιδιωκόμενο προορισμό. Σύμφωνα μ’ αυτή τη θεώρηση (η οποία χρησίμευσε ως ιδεολογική θεμελίωση της Τρομοκρατίας στη Γαλλική Επανάσταση) αν η βία είναι φυσικό προϊόν, όμοιο της πρώτης ύλης, δεν υπάρχει κάποιο πρόβλημα στη χρήση της, εξαιρουμένης της κατάχρησης της για την επίτευξη άδικων σκοπών. Σύμφωνα με τη θεωρία περί κράτους του φυσικού δικαίου, όταν τα πρόσωπα αποποιούνται όλης της εξουσίας [Gewalt] τους για χάρη του κράτους, αυτό συμβαίνει υπό την προϋπόθεση (την οποία λόγου χάρη διατυπώνει ο Σπινόζα στη Θεολογικο-Πολιτική Πραγματεία) ότι κατά βάση καθένα, προ της συνάψεως του έλλογου τούτου συμβολαίου, ασκούσε de jure τη βία που de facto διέθετε. Αυτές οι θεωρήσεις αναβίωσαν πρόσφατα, πιθανόν μέσω της δαρβινικής βιολογίας, η οποία με το δογματικό της τρόπο θεωρεί τη βία ως το μοναδικό μέσο, πλην της φυσικής επιλογής, που είναι αρχέγονο και προσήκον σε όλους τους ζωτικούς σκοπούς της φύσης. Η δαρβινιστική αγοραία φιλοσοφία έχει συχνά δείξει πόσο μικρό είναι το βήμα από το φυσικοϊστορικό δόγμα μέχρι το ακόμα χονδροειδέστερο δικαιοφιλοσοφικό, ότι δηλαδή κάθε βία που προσήκει στους φυσικούς σκοπούς θεωρείται, ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, νόμιμη.

Αυτή η φυσικοδικαιϊκή θέση περί της βίας ως φυσικού δεδομένου, είναι διαμετρικά αντίθετη με τη θετικοδικαιϊκή περί της βίας ως ιστορικού γεγονότος. Αν το φυσικό δίκαιο μπορεί να κρίνει κάθε υπαρκτό δίκαιο ασκώντας κριτική στους σκοπούς του, τότε το θετικό δίκαιο μπορεί να κρίνει κάθε μεταγενέστερο δίκαιο ασκώντας απλώς κριτική στα μέσα του. Αν η δικαιοσύνη είναι το κριτήριο των σκοπών, τότε η νομιμότητα είναι το κριτήριο των μέσων. Κι ενώ η αντίθεση αυτή παραμένει, οι δύο σχολές συναντώνται στο κοινό θεμελιακό τους δόγμα: οι δίκαιοι σκοποί μπορούν να επιτευχθούν μέσω νόμιμων μέσων, τα νόμιμα μέσα χρησιμοποιούνται για δίκαιους σκοπούς. Το φυσικό δίκαιο επιδιώκει μέσω της δίκαιης υπόστασης των σκοπών να «δικαιώσει» τα μέσα, το θετικό δίκαιο μέσω της νομιμότητας των μέσων να «κατοχυρώσει» τη δίκαιη υπόσταση των σκοπών. Η αντινομία αποβαίνει αδιέξοδη, αν η κοινή δογματική προϋπόθεση είναι λανθασμένη, αν αφενός τα νόμιμα μέσα και αφετέρου οι δίκαιοι σκοποί βρίσκονται σε σύγκρουση που δεν επιδέχεται συμβιβασμό.

Όμως αν δεν εγκαταλειφθεί ο κυκλικός συλλογισμός και διατυπωθούν κριτήρια, ανεξάρτητα μεταξύ τους, τόσο για τους δίκαιους σκοπούς όσο και για τα νόμιμα μέσα, είναι αδύνατο να σχηματιστεί μια σαφής εικόνα. Η επικράτεια των σκοπών και παράλληλα η αναζήτηση ενός κριτηρίου δικαιοσύνης αποκλείεται εξαρχής απ’ αυτή τη μελέτη. Αντίθετα, η μελέτη επικεντρώνεται στο ζήτημα της νομιμότητας των συγκεκριμένων μέσων που συνιστούν βία. Οι φυσικοδικαιϊκές αρχές δεν μπορούν να απαντήσουν αναφορικά με το ερώτημα αυτό’ οδηγούν απλώς σε μια αβάσιμη καζουϊστική θεώρηση. Γιατί αν το θετικό δίκαιο παραβλέπει την απόλυτη φύση των σκοπών, έτσι και το φυσικό δίκαιο παραβλέπει την εξαρτημένη φύση των μέσων. Απ’ την άλλη πλευρά, η θετική θεωρία του δικαίου είναι επαρκής ως υποθετική βάση κατά την αφετηρία της μελέτης, διότι δέχεται μια θεμελιώδη διάκριση όσον αφορά τα είδη της βίας, ανεξάρτητα από τις περιπτώσεις άσκησης της. Η διάκριση γίνεται ανάμεσα στην ιστορικά αναγνωρισμένη βία, τη λεγόμενη επικυρωμένη, και τη μη επικυρωμένη βία. Το γεγονός ότι οι ακόλουθες σκέψεις απορρέουν από την εν λόγω διάκριση, δεν σημαίνει φυσικά ότι οι όποιες περιπτώσεις βίας ταξινομούνται σύμφωνα με αυτή, ως προς το αν είναι ή δεν είναι επικυρωμένες. Διότι το μέτρο μιας κριτικής της βίας στο θετικό δίκαιο δεν έχει να κάνει με τις χρήσεις της, αλλά μόνο με την αποτίμηση τους. Αυτό που μας απασχολεί είναι τι προκύπτει σε σχέση με την ουσία της βίας εφόσον ένα τέτοιο μέτρο ή μια διάκριση είναι κάτι το εφικτό ή, με άλλα λόγια, τι σημασία έχει αυτή η διάκριση. Το αν έχει νόημα η εν λόγω θετικοδικαιϊκή διάκριση, αν είναι απολύτως βάσιμη και αναντικατάστατη, θα φανεί αρκετά σύντομα, ενώ ταυτοχρόνως θα φωτιστεί η συγκεκριμένη σφαίρα, στην οποία μπορεί να υπάρξει αποκλειστικά αυτή η διάκριση. Κοντολογίς: αν το μέτρο που θεσπίζει το θετικό δίκαιο για τη νομιμότητα της βίας μπορεί να αναλυθεί μόνο βάσει του νοήματος του, τότε η σφαίρα εφαρμογής του πρέπει να κριθεί μόνο βάσει της αξίας του. Η αφετηρία αυτής της κριτικής πρέπει λοιπόν να αναζητηθεί εκτός της θετικής φιλοσοφίας του δικαίου, αλλά και εκτός του φυσικού δικαίου. Θα φανεί κατά πόσο μια προσέγγιση του δικαίου αποκλειστικώς από ιστορικοφιλοσοφική σκοπιά μπορεί να προσφέρει αυτή την αφετηρία.

Η σημασία της διάκρισης της βίας σε νόμιμη και μη νόμιμη δεν καθίσταται άμεσα προφανής. Η φυσικοδικαιϊκή παρανόηση, ότι η διάκριση συνίσταται μεταξύ βίας με δίκαιους ή βίας με άδικους σκοπούς, πρέπει σαφώς να αντικρουστεί. Έχει μάλλον ήδη αναφερθεί ότι το θετικό δίκαιο απαιτεί από κάθε είδος βίας ένα τεκμήριο ιστορικής καταγωγής, από το οποίο, υπό συγκεκριμένες συνθήκες, προκύπτει η νομιμότητα της, η επικύρωση της.

Επειδή η αναγνώριση της έννομης βίας καθίσταται εξόφθαλμη με την εθελούσια υποταγή στους σκοπούς της, η ύπαρξη ή η έλλειψη γενικότερης ιστορικής αναγνώρισης αυτών των σκοπών πρέπει να θεμελιώνει την υποθετική διάκριση μεταξύ των ειδών της. Οι σκοποί που στερούνται αυτής της αναγνώρισης, μπορούν να ονομαστούν φυσικοί σκοποί οι άλλοι μπορούν να ονομαστούν έννομοι σκοποί. Μάλιστα, η διαφορετική λειτουργία της βίας, ανάλογα με το αν υπηρετεί φυσικούς ή έννομους σκοπούς, μπορεί να διαπιστωθεί με τον πιο παραστατικό τρόπο, όταν υπάρχει το υπόβαθρο συγκεκριμένων έννομων σχέσεων. Χάριν απλότητας, η περαιτέρω συζήτηση θα αφορά τις σημερινές ευρωπαϊκές συνθήκες. […]

 

 

ΠΗΓΗ ΕΔΩ