{ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΦΕΥΓΟΥΝ

Τούτο το υπόμνημα, δρα ίσως αντισυλληπτικά.

Κατά της μνήμης. Υπέρ των ιδρωμένων ανεμιστήρων.

 

Δεν ξέρω τι θα έπρεπε να πω.

Οι άνθρωποι των γραμμάτων είναι ανύπαρκτοι.

Απλώς γιατί τα γράμματα είναι άνθρωποι.

Το Α για παράδειγμα είναι ένας άνθρωπος έκπληκτος.

Και αρνητικός.

Ζει στην απουσία.

Το Ω μένει πάντα με το στόμα ανοιχτό.

Κάποιος του λέει πως τον κυνήγησαν οι μύγες.

Απ’ την αρχή ως το τέλος,

Μυρίζουν οι άνθρωποι αλφάβητο.

Κάποιες φορές απλώς παριστάνουν σφηνοειδώς,

Πως δεν υπάρχουν.

 

Και απ’ τις τσέπες μας δραπετεύουν οι ωραίοι νεκροί μας,

Κρατώντας ανθοδέσμες τα χώματα τους.

Κάποιον ασημένιο κρίκο που βρήκαν κρυμμένο σε χαρά παιδική,

Τον πήραν και κρεμάστηκαν ανάποδα,

Μια μέρα οξείας φλεβίτιδας.}

 

`

*

 

{ΕΞΩ ΚΑΡΔΙΑ

Είσαι ευτυχής,

Ώσπου μια μέρα,

Εκεί που κάθεσαι στον καναπέ χαζεύοντας,

Την μισάνοιχτη τρύπα στην οροφή,

Φυτρώνουν πάνω απ’ τα μάτια σου,

Φυτά αναρριχητικά.  Ίσως και δηλητηριώδη.

Δεν ξέρεις τι να κάνεις.

Στέκεις εμβρόντητος μέσα στο ψέμα των εντόμων,

Και περιμένεις κάτι να συμβεί.

Ώσπου,

Μέρες μετά και αφού έχουν φτάσει οι ρίζες στην καρδιά,

Λες, «αυτό ήταν. Θα τις ξεριζώσω»

Και όπως πας,

Με μια καινούρια βία,

Να τις τραβήξεις έξω,

Βγάζεις μαζί και την καρδιά.

Πέρασαν μήνες και εσύ απόμεινες ακόμα απορημένος,

Χωρίς καρδιά.

Δεν το περίμενες να χει μια τέτοια μοίρα,

Το ξερίζωμα.

Ούτε περίμενες πως θα βγαινε έτσι εύκολα η καρδιά.

Και που είναι ο πόνος;

Λίγο θα το’ ξερες,

Πως όταν βγάζεις έξω την καρδιά,

Δεν είναι τότε που πονάς,

Μα όταν πας,

Στο στήθος να την ξαναβάλεις.)

`

*

{ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ

 

Μην το σκέφτεσαι.

Είναι η ανάγκη των πτηνών που μας δένει τα χέρια.

 

Να θυμάσαι: να ακουμπάς συμμετρικά τα παπούτσια σου. Το ένα δίπλα στ’ άλλο.

Έτσι γίνεται βέβαιο ότι κι άλλοι περπάτησαν.

Μαζί σου, μπρος ή πίσω δεν έχει σημασία.

Το ζήτημα είναι να περπατήσει κανείς.

 

Είναι αργά, θα έπρεπε να είχαμε φύγει.

Κι να σκεφτείς, με άδεια χέρια ήρθαμε.

Ούτε ένα κουτί σοκολατάκια, ούτε μια ακόμη ώρα,

Ούτε ίσως κάποιο από εκείνα τα ωραία δόντια που ρίξαμε μια φορά στα κεραμίδια.

Τίποτα, θα έπρεπε να μας είχαν διώξει.

 

Νιώθω πως τούτη η καρέκλα θέλει να αυτοκτονήσει.

Δεν ξέρω γιατί.

Τρίζει.

Μα τι μου λες,

Δεν τρίζουν οι άνθρωποι. }

`

*

 

{ΤΥΧΑΙΟΤΗΤΕΣ

Το χάος μου ντύνω με λωρίδες αιτιοκρατίας.

Θέλω να εξηγήσω το πέταγμα των πουλιών,

Θέλω να εξημερώσω την θάλασσα

Και στους κυματιστούς βρυχηθμούς της,

Να σηκώσω θραύστες, κανόνες.

 

Αβλαβής, περιδιαβαίνω το ξέφωτο των ονείρων μου,

Αγκαθερές λόχμες ματώνουν τα πόδια μου.

Εφιάλτες καλπάζουν ,

Το άρμα σέρνουν,

Ενός ήλιου που λιγοψύχησε.

Και αβερνίκωτος δεν συνέχισε να λάμπει.

 

Από την γλώσσα μου,

Απέμεινε ένας εξελληνισμένος γδούπος,

Με λέξεις επιταγμένες.

Υποταγμένος κατοικώ,

Στους μακρινούς ήχους της.

 

Πληγιασμένος,

Με το αίμα μου το μέλλον δωροδοκώ.

Και είμαι κιόλας ένας μεθύστακας πολιούχος

μια πόλης που βυθίστηκε,

Διώρυγες ανοίγοντας,

Στην ανθρωπιά της.

 

Ολοκλήρως και παράδοξα τυχαίος, κόσμε,

Ο άνθρωπος,

Πνιγμένος, ουρανό αναπνέοντας…}

`

*

[ΔΡΟΜΕΑΣ

Τρέχουν οι μέρες, τρέχουν οι άνθρωποι,

Τρέχουν οι εκπτώσεις την πολυεθνική μας θέληση,

Τρέχουν κουτιά απορρυπαντικών, κατεβαίνουν στους δρόμους.

 

Τις Κυριακές αγοράζουν εφημερίδες.

Φωνάζουν στα ανθοπωλεία,

Και θαρραλέα τολμούν για τα δικαιώματα τους,

Διεκδικούν με θέρμη ένθετα περιοδικά,

Και άρθρα που νίκησαν για πάντα το γαλάζιο.

 

Κάποιος θέλει να διώξει τα περιστέρια,

Κάποιος θέλει να φτιάξει πλαστικές χερσοννήσους,

Άλλος κοιτά μακριά, πιάνει ξαπλώστρες, δένεται,

Και πέφτει από αεροπλάνα.

Αυτός ο τελευταίος, είναι ο πιο τολμηρός.

Καρφώνει την ομπρέλα του στο χώμα,

Όλη του η ζωή,

Μια ηλίαση των δύο ευρώ.

 

Κάποιος μένει πάντα στο μπαλκόνι.

Κοιτά από κάτω.

Η όραση του βενζινοκίνητη.

Τον τραβάνε μέσα,

Τον πιάνουν απ’ τον λαιμό.

Ο σκοτεινός υπαινιγμός:

Πως ήτανε σκάλα αλουμινίου.

 

Λάθος κατάλαβαν.

Πνιγμός, μάλλον θα ήθελαν να πουν.

Μόνο πνιγμός.}