Δεν τον έπιανες από πουθενά. Κάθε πρωί τον έβρισκες στρωμένο σε μια γύφτικη καρέκλα, πρώτο τραπέζι πίστα στην πλατεία του χωριού, ν’ αμολάει κατά διαστήματα μια δυνατή πορδή, μόνο μία! Ήταν το τομάρι της περιοχής, το παραδέχονταν όλοι, εκτός απ’ τον ίδιο βέβαια. Μαζί με τις πορδές αμόλησε και τέσσερα παιδιά, δυο κορίτσια που φύγανε μακριά και δεν ξαναγύρισαν, και δυο αγόρια, ντάλε-κουάλε ο πατέρας τους. Οι κλώνοι ενίοτε ξεπερνούν τους κατασκευαστές τους, όχι σπάνια τους σκοτώνουν, αλλά αυτό είναι μια άλλη μεγάλη ιστορία. Η γυφτοκαρέκλα πάντως απόκτησε με τα χρόνια τοτεμική υπόσταση, περνούσε ατέλειωτες ώρες διαλογισμού καβάλα στο τετράποδο σκιάχτρο με την ψάθινη ράχη. Καθείς με τη θρησκεία του, όπως λέει ο πάνσοφος λαός.

Τεμπέλης περιωπής λοιπόν, κουτοπόνηρος και καβατζαδόρος, προσόντα απαραίτητα για μια λαμπρή σταδιοδρομία. Μέχρι και μηνιαίο επίδομα κατάφερε να πάρει απ’ τη μητρόπολη, μια ελάχιστη θεσμική καταξίωση για τα έργα και τις μέρες του.

«Άλλοι παίρνουν σύνταξη απ’ το ΙΚΑ» δήλωνε με θράσος στους συγχωριανούς του, σε όσους δηλαδή του μιλούσαν ακόμη. Τα βγάζεις πέρα με σκατόγερους;

Είχε λύσεις σε όλα τα αινίγματα της ζωής, όπως κάθε συνεπές φασιστόμουτρο, πάνω απ’ όλα γνώριζε σε άπειρο βάθος τη μεγάλη αλήθεια πως όλοι κλέβουν. Μπορεί και να ‘χε δίκιο, γιατί πως είναι δυνατόν κάποιες μεταγραφές ποδοσφαιριστών να στοιχίζουν όσο σύγχρονα εξοπλιστικά προγράμματα. Γι’ αυτό και τσιμπολογούσε ό,τι μπορούσε στο χωριό και στα πέριξ, φρούτα και λαχανικά από ξένα περιβόλια, εργαλεία και πετρέλαιο από αυτοκίνητα και αποθήκες. Η ζωή είναι αμείλικτη, τα αγόρια-κλώνοι μεγάλωναν, έτσι αναγκάστηκε να γίνει καρακάξα, άλλο ζώδιο δε θα του ταίριαζε καλύτερα.

«Απελπισμένη πουτάνα ζωή» παραδεχόταν φωναχτά με οίστρο ποιητικό. Έλεγε κι άλλα, ποτέ όμως δε βρέθηκε κάποιος στο χωριό να τον μαζέψει. Ήξερε ν’ απειλεί με μηνύσεις, έτσι συνέχισε ανενόχλητος την παρασιτική ζωή του, αφού είχε πείσει τους πάντες για τις γνώσεις του στη νομολογία. Ποιος μπλέκει με τέτοιους τύπους;

Ο φουκαράς τέλος καλό δεν είχε. Τον μέσο όρο ζωής τον ξεπέρασε, όμως ο προστάτης τον περίμενε στη γωνία. Κάποια πράγματα δε σε προστατεύουν μια ζωή, είναι μια αλήθεια που άργησε πολύ να μάθει. Βογγούσε κάνα τριήμερο, όλο το χωριό τον άκουγε. Τι γιατροί και νοσοκόμοι… αυτοί κλέβουν. Στο σπίτι του πέθανε παρέα με τους κλώνους και τη μάνα των κλώνων του. Γυναίκα κι αυτή… μεταξύ άλλων, ένα κλασικό δείγμα εγχώριας γυναικείας χειραφέτησης: ο άντρας πλερώνει και τα ρέστα δικά μου, όποια γεννάει έχει το δίκιο με το μέρος της κλπ.

Στα τελευταία του λένε πως κάτι φώναξε, κάτι για δάφνες και φακές. Ποιος ξέρει; Μπορεί να μύρισε κάτι απ’ το υπερπέραν και θέλησε να κάνει μια τελευταία σύσταση.

Λένε ακόμη πως τέτοιους τύπους τους συναντάς παντού, σε πόλεις και χωριά, μάλιστα έχουν φροντίσει να κλωνοποιηθούν, ίσως από μια κάποια έγνοια για την αιωνιότητα. Μετριούνται άραγε σε μοίρες οι γωνίες στο μυαλό του καθενός;