Γελαστό κι ανήμερο σταχυό
ξωθιά με το γαλάζιο πέπλο γεμάτο
μπουμπούκια θαλάσσιας ευδαιμονίας
στα ερειπωμένα κάστρα των ατλάντων
έλιαζε τα περίσσια της θήλαστρα
στο καυτό αλάτι δυο
και μια η ερημιά φυκιών τις οάσεις
που χορεύουν γυμνές στου βυθού τα πλατώματα

κόκκινες χαρές τρικυμίζοντας, συγχρόνως
ρουμάνια τα κύματα χαδιών οι παπαρούνες
ξεπλένουν τη γαλάζια της γάζα δέρμα
σαν αίμα που αστράφτει
σαν μέταλλο φορές κι άλλοτε σαν μπριλάντι
δεξιώματος στο κατάστρωμα της γης
σαν άλλος ήλιος που πηγάζει από μέσα
σαν ατμός που ξεφυσά να βγει

μαζί με τα φορτωμένα σπόρια
απ’ το κεφάλι του σταχυού που όσο βαραίνουν
σπέρνουν τον ουρανό κίτρινες φλόγες αθέριστες
κάτω από τα ζωηρά μουστάκια τ’ αγορίστικα
φιλιών γεμάτα σπέρμα
στον άνεμο που εξαγνίζει το πυρ από το στόμα
αυτή έγερνε ανάρια απαλή
φορώντας δροσερά φιλιά σφρίγη πελάγους
που στροβιλίζεται σαν δαίμονας στη λάβρα

`

*

Γαλήνεψαν τα μάτια του
ώρα πολλή που βόλεψε
το όμορφο κεφάλι του
στην αμμουδιά των μηρών μου
όπως χαρτογραφώ την πλάτη του με χάδι
άγριο ωκεανό, νησιωτικές συστάδες
πόλους και τροπικούς μετρώ
με το ζαχαρωτό διαβήτη των δαχτύλων μου
περιύφερη αγάπη
βυθισμένες ήπειροι αναδύονται απ’ εντός του
υπέροχοι πολιτισμοί
αψεγάδιαστοι κήποι
κόσμος ειρήνης
αρώματα πνέουν από το στόμα του
γλιστρούν στον ομφαλό μου
λυχνάρια είμαστε γεμάτα βαλσαμόλαδο
γλυκύτερο τοπίο δεν θα ψάξω
και στο μυαλό μου δεν θα βρω

ποτάμια τρέχουν ήσυχα, ανάμεσα στην άμμο

`

*

Μάτια τετράματα
σε πρόσωπο αγίου
μέσα του δέκα !

το ρόδινο της αγάπης μου
κύμα ευσπλάχνιο
στο πάλαι ποτέ ανιαρό βατό
ψυχή καύτρα
λύπη που λείπει
δρυμός στην έρημο Συ,ουά
με ίουλους μελάνιους
και λάλες καρδερίνες

να είσαι πάντα

να υψώνομαι
πέρα και πάνω
απ’ τον καρνάβαλο κόσμο
μακάριό σου θήλυ
με έτοιμα τα χείλη
αλάτι στο νερό

`

*

Σε πιάνω
ολόγυμνε πρώτου νερού
ανθημελή νεόμυρε
χυλωμένε γλώττιε
έρωτά μου πεντάψωλε
υπέρτερε χρωμάτων
μάτι ορύγμιο δράσκελο
πόθε αντάξιε στο σε μαώμην
με μάησες κυκλωτικά
επί κρανίου χυμάμενος
δίχτυ πετάλων καθεθείης
χνουδύπερε
πώς με λεβάρησες σαν ανεμίδα
από το ένθεν κι ένθεν
στο πλατύ σου αλίσκομαι
σεντονόπανο λυγμών
ποθοπλάνταχτων
όπως αρμόζει κυπρίδος,
με κατακράτησες
και που δεν έχω μάτια πια
ούτε που δύναμαι τους φλογανθούς
γι’ άλλον γλυκά να πλέξω