Προσευχή

Πάτερ ημών
πάνω στους κοκκαλιάρικους ώμους μας,
στο δίπλωμά τους, εκεί που φωλιάζει
το τελευταίο χνώτο του νεκρού αδελφού.
Στα πόδια μας
που μελανιάζουν απ’το κρύο
ίδια με τα γλυπτά σου ηλιοβασιλέματα.
Στα βλέφαρά μας
-βαραίνουν ασυντόνιστα τις μέρες
και τις νύχτες της ανέχειας.
Τότε περισσότερο θέλουν να φύγουν από πάνω μας
έτσι κι αλλιώς προορισμό δεν έχουν.
Τα χέρια μας, Στο λέω
είναι που δεν έχουν δύναμη
ν’αγγίξουν το ένα τ’άλλο
Μένουν αμήχανα αντίκρυ
με σημάδια που δεν θυμόμαστε.
Είμαστε πολλοί
χωρίς να χρειάζεται να μετρηθούμε.
Μας πόνεσαν οι αριθμοί
όπου και να μας συνάντησαν
κι εμείς δεν ξέραμε τις πράξεις.
Πάτερ ημών
είμαστε όλοι κουρνιασμένοι
στην ποδιά σου.
Είναι όμορφη η ζέστη σου
-πώς μπόρεσες και την έσωσες
κι έχεις τώρα να μας φιλέψεις.
Σε θαυμάζουμε
ένας ένας , με το κουρασμένο φύλο μας
για τις διαφορές που μας χρέωσες
-ακόμη και τα ξημερώματα-
που πεθαίναμε όλοι με τον ίδιο τρόπο.
Μείνε εδώ πατέρα μας
κι εμείς θ’αρχίσουμε ν’αναπνέουμε λιγότερο
μήπως καταφέρουμε
να συγκεντρωθούμε στην ύπαρξή μας.

***

Επίγνωση

Την Πέμπτη.
Η οργή μου χώρεσε
σε ένα κουταλάκι τσαγιού.
Την κατάπια όλη.

***

Σέβομαι το βάρος του δείκτη
στο ρολόι
-στενοχωριέται συχνά γιατί είναι ανεπαίσθητο
Εγώ πάλι όχι.
Μου αρέσει έτσι που πέφτει
και χωρίζει στα δύο-στην καλύτερη περίπτωση-
τον κόσμο.
Πάντα εγώ από τη μια μεριά
Εσείς από την άλλη
Και το ξημέρωμα που θα ’ρθει
γελώντας κατάμουτρα στην καταμέτρηση.

***

Δυνάμεις

Εκείνη γύρεψε να ξεκουραστεί.
Εκείνος τέντωσε τα χέρια του
στήριξε κάπου τα πόδια του
Έγινε η αιώρα της.

Αιωρούνται συχνά έτσι.

Από μακριά
μοιάζουν κομμάτι όποιας φύσης.
Εντάσσονται στ’αδύναμα μάτια
των μόνων.
Λικνίζουν πάνω τους όλες τις απελπισίες.

Δεν είναι που κουράζεται εκείνος
όταν σταματούν.
Να περιμένουν, θέλουν
Το επόμενο αγκάλιασμα.

***

Μακάρι

Τρείς γερές συλλαβές
στη μοίρα του σήμερα
άγριο κα
το ρι που τρέχει σ’όλες τις προσδοκίες
κι εκείνο το Μα που αμφιβάλλει
πρώτο και κυρίαρχο.
Τρείς συλλαβές
Στην ευχή του κόσμου.

***

Αλλαγή εποχής

Η βρύση ακούστηκε μονότονη και πάλι
στα πρωτοβρόχια της.
Δε σήκωσα τα μάτια μου να δω
τα φύλλα
στο φετινό φθινόπωρο.
Θέλησα να το προσπεράσω μπρος στ’ανοιχτό παράθυρο.
Τη γαλήνη Του.
Αυτή δεν ‘άντεξα περισσότερο απ’όλα.
Και το καλοκαιρινό Σου βλέμμα.

Όταν πέφτεις μπροστά σε μια μεγάλη αλήθεια
μια ζεστή σιγανή βροχή σε μουσκεύει.
Περνά σ’όλη τη ραχοκοκαλιά
σε όλες τις αμφιβολίες.
Κι αν είναι άνθρωπος αυτός που την έφερε
οι θρησκείες του γουργουρίζουν ήρεμες
για πρώτη φορά.
Αν είναι η φύση
πρέπει
να νιώσεις ευγνώμων που μετέχεις.
Αν τύχει κι είναι ο εαυτός σου
μπορεί
να απολείπειν ο Θεός Αντώνιον.