ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ

`

[Οι απέξω βρίσκονταν στο πιο ακραίο, στο πιο σκοτεινό, στο πιο οδυνηρό σημείο της ήττας. Ίσως ήμουν ο μόνος που το ήξερα μέσα στη φυλακή, καθώς δεν συνάντησα κανέναν που να το αισθάνθηκε ξεκάθαρα. Ήταν αλήθεια ωστόσο, και αυτός ο οποίος, μόνος, αποκτά συνείδηση μιας τέτοιος αλήθειας, αποκτά συνείδηση και για τις άλλες. Το «πρώτο πρόσωπο» που χρησιμοποιώ μου προξενεί απέχθεια ως μάταιη αυτεπιβεβαίωση, καθώς εμπεριέχει ένα μεγάλο μέρος ψευδαίσθησης και ματαιοδοξίας ή αλαζονικής αδικίας. Κάθε φορά που είναι αυτό δυνατόν, δηλαδή που μπορώ να μην αισθάνομαι απομονωμένος, που η εμπειρία μου φωτίζει από κάποια πλευρά την εμπειρία των ανθρώπων με τους οποίους αισθάνομαι συνδεδεμένος, προτιμώ να χρησιμοποιώ το «πρώτο πληθυντικό», που είναι περισσότερο γενικό και πιο αληθινό. Δεν ζει κανείς ποτέ μόνο με τον εαυτό του, δεν ζει κανείς ποτέ μόνο για τον εαυτό του, πρέπει να ξέρει ότι και η πιο οικεία σκέψη, η πιο προσωπική, συνδέεται με χιλιάδες δεσμούς με τη σκέψη του κόσμου. Και αυτός που μιλάει, αυτός που γράφει είναι στην ουσία ο άνθρωπος που μιλάει για όλους αυτούς που δεν έχουν φωνή. Μόνον, που ο καθένας από μας οφείλει να τακτοποιήσει το δικό του πρόβλημα. Έβλεπα αρκετά καθαρά το πρόβλημα της ήττας του αναρχισμού, καθαρά στο βάθος το πρόβλημα των ατομικιστικών εκτροπών, δεν έβλεπα όμως τη διέξοδο.]

 

Η φυλακή με επιβάρυνε με μια τόσο δυσάρεστη και τόσο δυσβάσταχτη εμπειρία, ώστε πολύ καιρό μετά, όταν ξανάρχισα να γράφω το πρώτο μου βιβλίο -ένα μυθιστόρημα-, χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια για να απελευθερωθώ απ’ αυτόν τον εσωτερικό εφιάλτη και να εκπληρώσω ένα καθήκον απέναντι σ’ όλους αυτούς που δεν θα απελευθερωθούν ποτέ (Οι άνθρωποι στη φυλακή). Είναι αρκετά γνωστό στη Γαλλία και στις ισπανόφωνες χώρες. Ήμασταν στη φυλακή, όπου πέρασα το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, τριακόσιοι έως τετρακόσιοι βασανισμένοι, οι περισσότεροι εκτίοντας μεγάλες ποινές, από οκτώ χρόνια έως και ισόβια. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους ανθρώπους συνάντησα, όπως και παντού αλλού, τόσο αδύναμα κα ανήθικα καθάρματα, ανθρωπάκια, όσο και αξιοπρόσεκτους ανθρώπους που έφεραν μέσα τους μια θεϊκή σπίθα. Γενικά (με ελάχιστες εξαιρέσεις), οι δεσμοφύλακες, βαθμοφόροι ή όχι ήταν σε χαμηλότερο επίπεδο, εντελώς εγκληματικοί με τον τρόπο τους, με εξασφαλισμένη ατιμωρησία και σύνταξη στο τέλος μιας ακατονόμαστης ζωής. Υπήρχαν εκεί μέσα σαδιστές, υποκριτικά άτεγκτοι, ηλίθιοι, κομπιναδόροι, κλεφτρόνια και κλέφτες. Υπήρχαν ακόμη κάποιοι που ήταν καλοί και ακόμη και έξυπνοι, πράγμα απίστευτο. Η ίδια η γαλλική φυλακή που λειτουργούσε με παμπάλαιους κανονισμούς, δεν ήταν παρά μια παράλογη μηχανή που συνέθλιβε ανθρώπους. Ζούσαμε μέσα σε ένα είδος μηχανιστικής τρέλας. Όλα φαίνονταν σαν να τα είχε σκεφτεί ένα άθλιο μυαλό με σκοπό να αποβλακώσει, να εξασθενίσει, να δηλητηριάσει με μια ακατονόμαστη μνησικακία τον καταδικασμένο, τον οποίον η μηχανή τον κάνει φανερά ανίκανο να επιστρέφει σε μια φυσιολογική ζωή. Σ’ αυτό προστέθηκε ένα σύστημα που διείσδυσε στις ποινικές παραδόσεις του Παλαιού Καθεστώτος, της θρησκευτικής ιδέας της τιμωρίας (μια ιδέα που αν της αφαιρέσεις τη βάση της πίστης δεν είναι παρά η ψυχολογική δικαιολογία του κοινωνικού σαδισμού) και της σχολαστικότητας των μεγάλων νέων διοικητικών μηχανισμών. Συγχρωτισμός των κακοποιών, μισότρελοι και θύματα όλων των ειδών ελάχιστη τροφή· νόμος της σιωπής που επιβάλλεται στην κοινή ζωή κάθε στιγμή· αυθαιρεσία στις εξουθενωτικές, ταπεινωτικές και βασανιστικές ποινές, απαγόρευση να γνωρίζεις οτιδήποτε σε σχέση με τη ζωή απέξω, ακόμη και αν γίνεται πόλεμος, εισβολή στη χώρα, εθνικός κίνδυνος· όσο γίνεται μεγαλύτερη στέρηση πνευματικής εξάσκησης, απαγόρευση να διαβάζεις οτιδήποτε παρά μόνο ένα βιβλίο την εβδομάδα επιλεγμένο ανάμεσα στα ηλίθια μυθιστορήματα της σωφρονιστικής βιβλιοθήκης (ευτυχώς συ- μπεριλάμβανε και τον Μπαλζάκ). Με τον καιρό αυτή η Μυλόπετρα δημιουργεί ομοφυλόφιλους, διαταραγμένους, διεστραμμένους και άρρωστους, ανίκανους για οποιαδήποτε επαναπροσαρμογή, προορισμένους στο σύνολό τους να γίνουν οι κλοσάρ της Μωμπέρ- και ακόμη υπήρχαν «σκληροί», διεστραμμένοι από τις ταλαιπωρίες. Κυνικοί και υποταγμένοι αυτοί εδώ διαφυλάσσουν την αξιοπρέπειά τους ως «απελευθερωμένοι» χωρίς να διατηρούν ψευδαισθήσεις για την κοινωνία ή για τον εαυτό τους. Ανάμεσα σ’ αυτούς στρατολογούνται οι επαγγελματίες εγκληματίες. Το ότι κανείς για έναν αιώνα δεν σκέφτηκε το πρόβλημα της εγκληματικότητας και των φυλακών, το ότι από τον Βικτόρ Ουγκό και μετά, κανείς πραγματικά δεν το έχει θέσει, αποκαλύπτει τη δύναμη της αδράνειας μιας κοινωνίας. Αυτή η μηχανή που παράγει κακοποιούς και απόβλητους κοστίζει ακριβά χωρίς να αποζημειώνει με την παραμικρή χρήσιμη λειτουργία. Στο είδος της όμως, και ακριβέστερα στη δομή της, είναι σχεδόν τέλεια.

 

[..]

Έλεγα ότι πολύ σημαντικά γεγονότα ωρίμαζαν με αργό όμως ρυθμό μέσα στην ανικανότητα και την έλλειψη συνείδησης, και ότι στη Γαλλία, ακριβέστερα, δεν θα έπρεπε κανείς να περιμένει παρά μετά από πολύ χρόνο, κάποια επαναστατική άνθηση. Ο Ζινόβιεφ χαμογελούσε με ένα ύφος καλοπροαίρετης ανωτερότητας. «Βλέπουμε καθαρά ότι δεν είστε μαρξιστής. Η ιστορία δεν μπορεί πια να στέκεται στα μισά του δρόμου». Ο Μαξίμ Γκόρκι με δέχτηκε με ζεστασιά. Τον καιρό της νιότης του, που τον έζησε μέσα στην πείνα, είχε συνδεθεί, στο Νίζνι-Νόβγκοροντ με την οικογένεια της μητέρας μου. Το διαμέρισμά του στην Κρονβέρσκι Προσπέκτ, γεμάτο με βιβλία και κινέζικα αντικείμενα τέχνης, μου φάνηκε ζεστό σαν ένα θερμοκήπιο. Ο ίδιος, κρυουλιάρης μέσα στο χοντρό του πουλόβερ, έβη χε πολύ, και αγωνιζόταν εδώ και καμιά τριανταριά χρόνια ενάντια στη φυματίωση. Ψηλός, αδύνατος, κοκαλιάρης, με φαρδείς ώμους και βαθουλωμένο στέρνο, κύρτωνε λίγο περπατώντας. Το σώμα του, γερό σκαρί, αλλά αναιμικό, φαινόταν να υπήρχε μόνο για να στηρίζει, στην ουσία, το κεφάλι, ένα συνηθισμένο κεφάλι λαϊκού ανθρώπου, κοκαλιάρικο και κουρασμένο, σχεδόν άσχημο σαν σύνολο, με τα εξογκωμένα μήλα του προσώπου και το μεγάλο στόμα με τα λεπτά χείλη, και μια μύτη που οσφραίνεται το θήραμα, μεγάλη και σουβλερή. Το δέρμα πελιδνό, και κάτω από το κοντό σαν βούρτσα μουστάκι του αναμασούσε μια θλίψη και ακόμη περισσότερο μια δυστυχία ανακατεμένη με οργή. Τα πυκνά φρύδια του σούφρωναν με ευκολία, και τα μεγάλα γκρίζα μάτια του είχαν μια εξαιρετικά έντονη εκφραστικότητα. Θα έπρεπε να είχε απίστευτη δίψα να γνωρίσει και να καταλάβει ανθρώπινα, να θέλει να φθάσει μέχρι το βάθος των απάνθρωπων συναισθημάτων και ποτέ να μη στέκεται στα προφανή, να μην ανέχεται διόλου το ψέμα και να μην ψεύδεται ποτέ ο ίδιος. Είδα αμέσως σ’ αυτόν τον κατεξοχήν μάρτυρα, τον σωστό μάρτυρα, τον αναντικατάστατο μάρτυρα της επανάστασης, και εκείνος μου μίλησε σαν μάρτυρας.

Ήταν πολύ σκληρός με τους μπολσεβίκους, «τους μεθυσμένους από την εξουσία», που «επαναλάμβαναν έναν αιματηρό δεσποτισμό», αλλά βρίσκονταν «μόνοι μέσα στο χάος» μαζί με κάποιους αδιάφθορους ανθρώπους πάνω από το κεφάλι τους. Ο λόγος του ξεκινούσε πάντα με αφορμή κάποια γεγονότα, συγκλονιστικά ανέκδοτα πάνω στα οποία στηρίζονταν γενικότεροι, σταθεροί στοχασμοί.

Οι πόρνες τού έστειλαν μια αντιπροσωπεία: ζητούσαν να ιδρύσουν ένα συνδικάτο. Ολόκληρο το έργο ενός σοφού που είχε θυσιάσει τη ζωή του στη μελέτη θρησκευτικών σεκτών, βλακωδώς αρπάχτηκε από την Τσεκά, βλακωδώς μεταφέρθηκε από τη μια άκρη της πόλης στην άλλη, μέσα στα χιόνια (ένα ολόκληρο αμάξι με ντοκουμέντα και χειρόγραφα), και χάθηκε σε μια έρημη αποβάθρα γιατί το πεινασμένο άλογο ψόφησε στον δρόμο. Φοιτητές ξανάδωσαν, κατά τύχη, στον Αλεξέι Μαξίμοβις δέσμες από τα πολύτιμα χειρόγραφα. Αυτό που συνέβαινε με τους ομήρους στις φυλακές ήταν τερατώδες- η πείνα αποδεκάτιζε τις μάζες, η πείνα πλήγωνε την εγκεφαλική λειτουργία στη ζωή ολόκληρης της χώρας. Αυτή η σοσιαλιστική επανάσταση είχε φέρει στην επιφάνεια τη βαρβαρότητα της πιο παλιάς Ρωσίας. Η ύπαιθρος λεηλατούσε συστηματικά την πόλη, απαιτώντας ένα αντικείμενο -ακόμα και άχρηστο- για κάθε φούχτα αλεύρι που ερχόταν παράνομα στην πόλη από τους μουζίκους. «Κουβαλούσαν μέχρι και στο τελευταίο χωριό επίχρυσες καρέκλες, καντηλέρια, ακόμη και πιάνα. Τους είχα δει να κουβαλούν μέχρι και φανοστάτες…» Θα έπρεπε τώρα να αντέξουμε το επαναστατικό καθεστώς, καθώς φοβόμασταν μιαν αγροτική αντεπανάσταση που θα ήταν ένα ξέσπασμα αγριότητας. Ο Μαξίμ Γκόρκι, τον οποίο στη προσωπική επαφή αποκαλούσαμε Αλεξέι Μαξίμοβιτς, μου αφηγήθηκε παράξενα επανεφευρημένα βασανιστήρια για τους «κομισάριους» στην απομακρυσμένη ύπαιθρο, όπως αυτό όπου μέσα από μια τομή που έκαναν στην κοιλιά του βασανιζόμενου έβγαζαν το λεπτό έντερο με το οποίο τον έδεναν αργά αργά γύρω από ένα δέντρο. Σκεπτόμουν ότι η παράδοση των μαρτυριών διατηρούνταν μέσα από την ανάγνωση του La Legende doree.

Οι διανοούμενοι αντιμπολσεβίκοι που ήταν και οι περισσότεροι μου έδιναν σχεδόν την ίδια εικόνα του συνόλου. Θεωρούσαν τον μπολσεβικισμό τελειωμένο, εξαντλημένο από την πείνα και την τρομοκρατία, έχοντας όλον τον αγροτικό πληθυσμό, όλη τη διανόηση και το μεγαλύτερο μέρος της εργατικής τάξης εναντίον του. Οι άνθρωποι που μιλούσαν μ’ αυτόν τον τρόπο ήταν οι άνθρωποι που είχαν οργανώσει με ζήλο την επανάσταση του Μαρτίου του 1917. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και οι Εβραίοι που ζού- σαν με το άγχος ενός προσεχούς πογκρόμ. Όλα βρίσκονταν σε αναμονή μέσα σε ένα χάος γεμάτο από σφαγές. «Οι δογματικές τρέλες του Λένιν και του Τρότσκι θα πληρώνονταν ακριβά. Ο μπολσεβικισμός», μου έλεγε ένας μηχανικός που είχε σπουδάσει στη Λιέγη, «δεν είναι πια παρά ένα πτώμα. Το πρόβλημα είναι να μάθουμε ποιοι θα είναι οι νεκροθάφτες του». Η διάλυση της Συντακτικής Συνέλευσης και ορισμένα εγκλήματα στο ξεκίνημα της επανάστασης, όπως η εκτέλεση-δολοφονία των αδελφών Ιγκλεϊτζέ και η δολοφονία, μέσα σε ένα νοσοκομείο, των φιλελεύθερων βουλευτών Τσινγκάρεφ και Κοκόσκιν, άφησαν έντονες μνησικακίες. Οι αγριότητες οχλοκρατών όπως εκείνες των ναυτών της Κροστάνδης, πλήγωναν το ανθρώπινο αίσθημα των ατόμων καλών προθέσεων στον βαθμό να τα κάνουν να χάνουν κάθε κριτική ικανότητα. Σε πόσες κρεμάλες, πόσες ταπεινώσεις, πόσες ανελέητες καταπιέσεις, και απειλές οδήγησαν αυτές οι υπερβολές; Εάν τις έκανε ο αντιμπολσεβικισμός, θα είχαν άραγε ηπιότερο χαρακτήρα; Τι έκαναν λοιπόν οι Λευκοί (μοναρχικοί), όταν κέρδιζαν νίκες; Αντιμετώπιζα ανθρώπους που θρηνούσαν για το όνειρο μιας φωτισμένης δημοκρατίας, που θα κυβερνούσε με ένα σοφό κοινοβούλιο, θα αντλούσε έμπνευση από έναν ιδεαλιστικό Τύπο (τον δικό τους)… Τους έβλεπα παροπλισμένους, εγκλωβισμένους ανάμεσα σε δύο πυρά, δηλαδή ανάμεσα σε δύο συνωμοσίες, στο τέλος του καλοκαιριού του 1917, και μου φαινόταν ολοφάνερο ότι αν αυτή τη στιγμή η επανάσταση των μπολσεβίκων δεν είχε πάρει την εξουσία, θα την είχε πάρει σίγουρα η συνωμοσία των παλιών στρατηγών με τη στήριξη της οργάνωσης των αξιωματικών.

 

~~~~~~~~

Κατά μία έννοια, οι Αναμνήσεις του Σερζ μας δίνουν δύο εκδοχές της επαναφύπνισής του ως συγγραφέα. Σύμφωνα με την πρώτη εκδοχή, η απόφασή του να γράψει μπορεί να θεωρηθεί ως ένα είδος pis aller ή υποκατάστατου της πολιτικής δράσης (σιωπηρά την εξισώνει με τη «συμμετοχή στο έργο της εκβιομηχάνισης»). Η δεύτερη εκδοχή έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας κλασικής προσηλυτιστικής εμπειρίας: θάνατος, αναγέννηση και εσωτερική παρόρμηση να προσφέρει μαρτυρία. Πολλές γενιές κριτικών των βιβλίων του, που προσέγγισαν επιπόλαια τη βιογραφία του Σερζ, δέχθηκαν την πρώτη εκδοχή και κατά συνέπεια μεταχειρίστηκαν τα μυθιστορήματά του, εκείνα που γράφτηκαν μεταξύ 1929 και 1947, σαν κάτι περισσότερο από μυθιστορηματικές αναμνήσεις ή ιστορίες που γράφτηκαν από έναν ταλαντούχο πολιτικό δημοσιογράφο (. . .). Σήμερα μπορούμε να δούμε πιο καθαρά ότι, παρά τις όποιες συνθήκες προκάλεσαν την επιθυμία του να γράψει, η καλλιτεχνική τάση του Σερζ είχε ως βάση την υψηλή έννοια της αποστολής του συγγραφέα. (. . .) Διότι ο Σερζ δεν ήταν μόνον ο συγκεκριμένος σοσιαλιστής καλλιτέχνης που ήταν προορισμένος να είναι ο μάρτυρας του μεγαλείου και της τραγωδίας της Ρωσικής επανάστασης (όπως ο Valles ήταν για την Παρισινή Κομμούνα του 1871), ήταν ακόμη ο μόνος εκπρόσωπος του σοβιετικού λογοτεχνικού κινήματος της δεκαετίας του 1920 που κατάφερε να επιβιώσει και να γράψει με ειλικρίνεια στη διάρκεια της σταλινικής εποχής.

(ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)