ANNE SEXTON

H ξάστερη νύχτα

[The Starry Night]

`

Η πόλη δεν υπάρχει

παρεκτός εκεί που ένα δέντρο μελαχρινό γλιστρά

κατά πάνω, σα γυναίκα που πνίγεται μες στον καυτό ουρανό.

Η πόλη σιωπηλή. Μ’ έντεκα άστρα βράζει η νυχτιά.

Ω, ξάστερη ξάστερη νύχτα! Έτσι δα

θέλω να πεθάνω.

 

Σαλεύει. Είν’ όλα ζωντανά.

Ως κι η σελήνη προβάλλει με τα πορτοκαλιά της τα σίδερα

να διώξει τα παιδιά, σα να ’τανε θεά, απ’ το μάτι της.

Τ’ ανίδωτο το γέρικο φίδι καταπίνει τ’ άστρα.

Ω, ξάστερη ξάστερη νύχτα! Έτσι δα

θέλω να πεθάνω.

 

κατάμεσα στο μανιασμένο της νύχτας κτήνος,

να με καταβροχθίσει κείνος ο μέγας δράκος, να χωριστώ

απ’ τη ζωή μου δίχως σημαία,

δίχως κοιλιά,

δίχως κραυγή.

 

`

*

 

ALFONSO GATTO

Το παγκάκι του Van Gogh

[La panchina di Van Gogh]

`

Ο οδοιπόρος θα’ ρθεί με τα δασιά

τα μαλλιά, τα χαρακτηριστικά του σφιγμένα

γύρω από μάτια γλαρά∙ τα δυο χέρια στρεβλωμένα.

Το ξύλο που χτυπά τα χρώματα με βια

θα μαστιγώνει του στήθους το δέντρο∙

γροθιά προσάναμμα στης φλόγας το κέντρο

που τόνε καίει.

Του παιχνιδιού η χαρά

τον κυκλώνει μ’ ορμή

καθώς κάθε πόνος ανεβαίνει στου κακού την κορφή∙

στους απέραντους χώρους του μυαλού, στων πρώτων

λέξεων τον ήλιο.

Ακούει τώρα, λυτρωμένος απ’ τον κρότο,

άνεμο και δέντρο: σαν καταπράσινη αγκάλη

ο μόχθος του και μια γαλήνη ξανανιωμένη

που τον ξαφνιάζει∙ ως να γείρει το κεφάλι

στο μπράτσο του απάνω, εικόνα αγαπημένη.

Έτσι θα ζωγραφίσει, δοκιμή τη δοκιμή,

ό,τι τον βίο του δικαιολογεί

στ’ άνθος και στο σπόρο, στο θάνατο, στη γη.

`

 

`

****************************************************************

ΕΠΙΜΕΤΡΟ

         Του Βικέντιου τα παιδιά…

`

 

Τον Ιούλιο του 2020 συμπληρώνονται 130 χρόνια από το θάνατο του Vincent van Gogh (1853-1890). Αναμφίβολα, ο Ολλανδός ζωγράφος είναι ένας από τους πιο διάσημους καλλιτέχνες όλων των εποχών. Είναι όμως και μια αστείρευτη πηγή έμπνευσης, κάτι που οφείλεται τόσο στο έργο του όσο και στην προσωπική του ιστορία: τη μαρτυρική του ζωή, στην οποία ο ίδιος έβαλε τέρμα μόλις στα 37 του χρόνια∙ τη συνεχή μάχη του, με μοναδικό όπλο την τέχνη του, απέναντι στις θύελλες που βίωνε ο ταραγμένος ψυχισμός του∙ την έλλειψη αναγνώρισης από τους συγχρόνους του∙ την αγωνιώδη προσπάθεια να αποτυπώσει στην τέχνη του «ό,τι τον βίο του δικαιώνει»…

 

Όλα τα παραπάνω ώθησαν πολλούς σε μια αγαπητική σύνδεση, ως και ταύτιση με τον καλλιτέχνη. Έτσι, άλλοι καλλιτέχνες δημιούργησαν και οι ίδιοι έργα με θέμα τον Ολλανδό ζωγράφο, άλλοτε για να εξάρουν τον ίδιο και το έργο του, άλλοτε πάλι επιστρατεύοντάς τον ως πυξίδα για τη δική τους δικαιολόγηση του βίου – και του έργου, φυσικά.

 

Στο ποίημα της Anne Sexton (1928-1974) που μεταφράζεται εδώ, είναι φανερή η ταύτιση, η οποία -αν μελετήσει κανείς τα βιογραφικά στοιχεία των δυο αυτών τραγικών μορφών- αποκτά μια παράξενη, ζοφερή διάσταση. Η Σέξτον, η οποία έπασχε και αυτή από βαριά ψυχική νόσο, έθεσε -13 έτη μετά τη δημοσίευση αυτού του ποιήματος- τέρμα στη ζωή της. Η Σέξτον δεν δίσταζε να αποτυπώνει, με συγκλονιστική ένταση και ειλικρίνεια, την προσωπική της περιπέτεια στο ποιητικό της έργο. Θεωρείται για τούτο, και δικαίως, ως μια από τις πιο σημαντικές εκπροσώπους της εξομολογητικής ποίησης (confessional poetry). Το συγκεκριμένο ποίημα δεν αποτελεί εξαίρεση: αλλιώς, τι θα μπορούσε να είναι το «μελαχρινό δέντρο… γυναίκα που πνίγεται στον καυτό ουρανό»; Τόσο ο ζωγράφος όσο και  η ξάστερη νύχτα του φαίνεται να αποτελούν οδηγό – στη δική της νύκτια πορεία…

 

Ο ποιητής Alfonso Gatto (1909-1976), ποιητής που ξεκίνησε μέσα από τους κόλπους του ερμητισμού, είναι μια σημαντική μορφή των ιταλικών γραμμάτων του 20ού αιώνα. Ο Γκάτο δίνει στα ποιήματά του πρωταρχική έμφαση στη μορφή, και είναι χαρακτηριστικό ότι επιμένει στην τελειότητα της ρίμας -και μάλιστα με την παραδοσιακή μορφή του τετράστιχου – και ιδίως στη συλλογή του με τον εύγλωττο τίτλο Rime di viaggio per la terra dipinta (Ταξιδιωτικές ρίμες για τη ζωγραφισμένη γη), η οποία εκδόθηκε όταν ο Γκάτο ήταν ήδη 60 ετών. Από αυτήν προέρχεται και το ποίημα που μεταφράζεται εδώ, το οποίο πάντως είναι γραμμένο σε ακανόνιστη ρίμα, αποτυπώνοντας  ίσως τον πιο ελεύθερο και προσωπικό τρόπο που χρησιμοποίησε ο Ολλανδός ζωγράφος για να αποτυπώσει τις μορφές – και τη δική του.

 

Πράγματι, μολονότι ο τίτλος του ποιήματος αναφέρεται στους πίνακες που απεικονίζουν τα άδεια παγκάκια του άσυλου του Σεν Ρεμύ, όπου ο Van Gogh ήταν τότε κλεισμένος, το σώμα του ποιήματος αναφέρεται σαφώς στις αυτοπροσωπογραφίες του ζωγράφου, και μάλιστα στη διαδικασία της γένεσής τους. Εντέλει, πρόκειται παράλληλα για ένα αυτοαναφορικό ποίημα, που με τις έντονες, απότομα εναλλασσόμενες, εικόνες του παρακολουθεί πιθανότατα τη σχεδιαστική και χρωματική χειρονομία του μεγάλου ζωγράφου.

 

Ο Γκάτο είχε συνδεθεί από νωρίς με το έργο του Van Gogh: ήδη το 1952 είχε παρακολουθήσει έκθεση με έργα του στο Μιλάνο και είχε γράψει και κριτική, αναφέροντας ότι σκοπός της τέχνης του Βικέντιου ήταν «να κάνει καλό στους ανθρώπους» (ο ίδιος ο Γκάτο ήταν σημαντικός τεχνοκριτικός, αλλά και ζωγράφος που είχε παρουσιάσει και έκθεση με δικές του ακουαρέλες). Πολλά ποιήματά του, εξάλλου, αναφέρονται στη ζωγραφική, ενώ κάποια από αυτά έχουν χαρακτηριστεί από την κριτική ως «νεκρές φύσεις»∙ θα ταίριαζε, πιστεύουμε, και εδώ ο όρος έκφραση: αποτύπωση της εικόνας μέσω του λόγου – όσο κι αν η «εικόνα» είναι ζωγραφισμένη μονάχα στο νου του ποιητή/εικαστικού.

 

Για να επιστρέψουμε στο ποίημα, ο Γκάτο βλέπει στον περιπλανώμενο Βικέντιο, ως «ταξιδιώτης» κι ο ίδιος, το πρότυπο του καλλιτέχνη που μετουσιώνει σε τέχνη τις αντιξοότητες της ζωής: ξεκινώντας από το άδειο, θλιβερό παγκάκι του τίτλου, σταδιακά βιώνει τη δική του «χαρά του παιχνιδιού», όσο κι αν η δημιουργία μπορεί η ίδια να είναι αυτοκαταστροφική – η πορεία τελείωσης της καλλιτεχνικής μορφής να είναι πορεία διάλυσης της φυσικής μορφής… Στο τέλος, ο καλλιτέχνης ολοκληρώνει τη δική του μορφή και ταυτόχρονα διαχέεται και αφήνει το στίγμα του, ως ύστατη παρακαταθήκη, σε κάθε στοιχείο του κόσμου γύρω του. Έτσι δεν προσδοκά κι ο ποιητής ν’ αφήσει το δικό του στίγμα, μέσα από τα κάθε είδους δυσκολίες, φτάνοντας «στων πρώτων λέξεων τον ήλιο»;