`

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

Παρόμοια άκριβώς συναισθήματα ένιωσα δταν τελεiωσα τον Καθρέφτη. Μνήμες παιδικής ηλικίας, πού χρόνια ολόκληρα δεν με άφηναν σέ ησυχία, ξαφνικά χάθηκαν, σάν νά είχαν λιώσει, καί έπιτέλους έπαψα νά βλέπω στόν ΰπνο μου τό σπίτι όπου είχα ζήσει παλαιότερα. ‘Αρκετά χρόνια πρίν γυρίσω τήν ταινία, είχα άποφασίσει άπλώς νά γράψω σέ χαρτί τίς άναμνήσεις πού μέ βασάνιζαν σ’ εκείνο τό στάδιο δέν είχα σκεφτεί γιά ταινία. Θά έγραφα μιά νουβέλα γιά τή μετακίνηση πληθυσμών σέ καιρό πολέμου, καί ή πλοκή θά επικεντρωνόταν στόν στρατιωτικό εκπαιδευτή του σχολείου μου. Ύστερα τό θέμα μου φάνηκε ισχνό γιά νουβέλα, καί δέν τήν έγραψα ποτέ. ‘Αλλά τό περιστατικό πού μέ είχε εντυπωσιάσει δταν ήμουν παιδί, εξακολούθησε νά μέ βασανίζει καί νά είναι ζωντανό στή μνήμη μου, ως τή στιγμή πού έγινε έλασσον επεισόδιο στήν ταινία. Όταν τελείωσα τήν πρώτη έκδοχή του σεναρίου γιά τόν Καθρέφτη^ πού άρχικά είχε τίτλο “Μιά άσπρη κάτασπρη μέρα” συνειδητοποίησα δτι άπό κινηματογραφική άποψη ή σύλληψη δέν ήταν διόλου σαφής· ήταν άπλώς μιά άναπόληση, γεμάτη έλεγειακή θλίψη καί νοσταλγία γιά τά παιδικά μου χρόνια -καί δέν είχα αυτό στό νού μου.

Όλοφάνερα κάτι έλειπε άπό τό σενάριο, κι αυτό πού έλειπε ήταν κρίσιμο. Όπότε, άκόμα κι δταν πρωτομελετούσα τό σενάριο, ή ψυχή τής ταινίας δέν είχε έρθει άκόμα νά κατοικήσει τό σώμα της. Συνειδητοποιούσα έντονα τήν άνάγκη νά βρώ μιά ίδέα-κλειδί πού θά υψώσει τήν ταινία πάνω άπό τό επίπεδο τής λυρικής βιογραφίας. Τότε γράφτηκε ή δεύτερη έκδοχή του σεναρίου. Ήθελα νά παρεμβάλω στά επεισόδια τής παιδικής ηλικίας τά άποσπάσματα μιας συνέντευξης μέ τή μητέρα μου, άντιπαραθέτοντας έτσι δύο συγκριτικές άπόψεις γιά τό παρελθόν (τής μητέρας καί του άφηγητή)· οι άπόψεις αυτές θά εμφανίζονταν στό κοινό μέ τή διαπλοκή δύο διαφορετικών προβολών τού παρελθόντος στή μνήμη δυό κοντινών μεταξύ τους άνθρώπων, πού άνήκουν δμως σέ διαφορετική γενιά.

Εξακολουθώ νά πιστεύω ότι αυτή ή μέθοδος θα μας οδηγούσε σε ενδιαφέροντα, άπρόβλεπτα συμπεράσματα. Έν πάση περιπτώσει, σήμερα δέν μετανιώνω πού άναγκάστηκα νά τό εγκαταλείψω κι αυτό τό σχέδιο, τό όποιο ήταν ώστόσο πολύ άμεσο και άπλό, καί νά άντικαταστήσω όλες τις σχεδιασμένες συνεντεύξεις της μητέρας μου μέ παιγμένες σκηνές. Δέν αισθάνθηκα ποτέ ότι σμίγουν δυναμικά τά παιγμένα μέ τά ντοκιμαντερίστικα στοιχεία. Συγκρούονταν, τό ένα άπόδιωχνε τό άλλο, οπότε τό σμίξιμό τους θά ήταν φορμαλιστική, εγκεφαλική άσκηση μοντάζ: μιά πλαστή ενότητα βασισμένη σέ άφηρημένες ιδέες. Ή συμπύκνωση υλικού στά δύο αυτά στοιχεία ήταν εντελώς διαφορετική* επιπλέον, είχαν διαφορετικό χρόνο καί διαφορετικές πιέσεις: άφενός τόν άληθινό, υπαρκτό, άκριβή χρόνο τών συνεντεύξεων καί άφετέρου τό χρόνο τών άναμνήσεων του άφηγητή, αναπλασμένο μέ τό παίξιμο τών ήθοποιών. Τό σύνολο θύμιζε κάπως «Κινηματογράφο-άλήθεια» καί Ζάν Ρούς, καί δέν ήθελα διόλου νά κάνω κάτι τέτοιο. Ή μετάβαση από τόν μυθοπλαστικό, υποκειμενικό χρόνο στόν αυθεντικό χρόνο του ντοκιμαντέρ μου φάνηκε δτι δέν ειχε πειστικότητα -ήταν τεχνητή καί μονότονη όσο μιά παρτίδα πίνγκ-πόνγκ.

`

 

`

Ή άπόφασή μου νά μή μοντάρω μιά ταινία γυρισμένη σέ δύο διαφορετικά επίπεδα χρόνου δέν σημαίνει καθόλου δτι τό παιγμένο υλικό δέν μπορεί εξ ορισμού νά συνδυαστεί μέ τό ντοκιμαντέρ. Πιστεύω ότι στόν Καθρέφτη τά επίκαιρα καί οι παιγμένες σκηνές έσμιξαν τελείως φυσιολογικά, σέ σημείο μάλιστα πού πολλές φορές άκουσα άνθρώπους νά λένε ότι τά επίκαιρα τούς φάνηκαν σκόπιμες άνακατασκευές γιά νά δίνουν εντύπωση έπικαίρων. Τό ντοκιμαντερίστικο στοιχείο είχε γίνει οργανικό μέρος της ταινίας. Τό άποτέλεσμα τό οφείλω στό σημαντικό υλικό πού βρήκα. Είδα χιλιάδες μέτρα φίλμ, ώσότου έπεσα τυχαία  πάνω στη σεκάνς του σοβιετικού στρατού πού διασχίζει τή λίμνη Σίβας -κι έμεινα άναυδος. Πρώτη φορά έβλεπα κάτι τέτοιο. Κατά κανόνα είχαμε νά κάνουμε με ταινίες κακής ποιότητας, ή μικρά κομμάτια πού κατέγραφαν την καθημερινή ζωή στό στρατό, ή προορίζονταν γιά προπαγάνδα, όπότε βοούσαν κραυγαλέο προγραμματισμό καί άδιαφορούσαν γιά τήν άλήθεια. Είχα άρχίσέι νά άπελπίζομαι δτι δέν θά μπορέσω νά δώσω ενιαία αίσθηση χρόνου σ’ αυτή τή σαλάτα, όταν ξαφνικά βρέθηκε μπροστά μου ή καταγραφή μιας άπό τίς πιό δραματικές στιγμές στήν ιστορία της σοβιετικής προέλασης τό 1943 -πράγμα άνήκουστο γιά έπίκαιρα. Ήταν ένα κομμάτι μοναδικό,  άδύνατον νά πιστέψω δτι σπαταλήθηκε άμέτρητο μήκος ταινίας γιά τήν έπίμονη καταγραφή μόνο ενός γεγονότος. Προφανώς τό είχε γυρίσει κάποιος εξαιρετικά προικισμένος όπερατέρ. Όταν έμφανίστηκαν στήν οθόνη, ούρανοκατέβατοι, οι άνθρωποι πού τούς είχε συντρίψει ή απάνθρωπη προσπάθεια εκείνης της τραγικής στιγμής τής ίστορίας, άποφάσισα δτι αύτό τό επεισόδιο πρέπει νά γίνει τό επίκεντρο, ή ούσία, ή καρδιά, τό νεύρο τής ταινίας, πού άφετηρία της ήταν άπλώς οι προσωπικές ποιητικές μνήμες. Στήν οθόνη βγήκε μιά εικόνα συγκλονιστικής δύναμης, κι ήταν δική μου, όλοδική μου, λές κι είχα νιώσει έγώ όλο αύτό τό βάρος καί τόν πόνο. (Μέ τήν εύκαιρία, άκριβώς αύτό τό επεισόδιο ήθελε νά βγάλω άπό τήν ταινία ό προϊστάμενος τής Κρατικής Κινηματογραφίας.) Ή σκηνή μιλούσε γιά τήν όδύνη, πού άποτελεί τό τίμημα τής ιστορικής προόδου, καί γιά τά άμέτρητα θύματα πού έχει άπαιτήσει αύτή ή πρόοδος άπό καταβολής κόσμου. Πρός στιγμήν μού ήταν άδύνατο νά πιστέψω δτι δλος αύτός ό πόνος δέν έχει νόημα. Οι εικόνες μιλούσαν γιά άθανασία, καί τά ποιήματα τού Άρσένι Ταρκόφσκι ήταν ή όλοκλήρωση τού επεισοδίου, επειδή έδιναν έκφραση στό τελικό νόημά του. Τά επίκαιρα είχαν αισθητικές άρετές πού δημιουργούσαν άπίστευτη συγκινησιακή ένταση. Αυτό τό άκριβέστατο χρονικό, μόλις άποτυπώθηκε ή άλήθεια του σέ ταινία, επαψε νά θυμίζει απλώς τή ζωή. Ξαφνικά έγινε εικόνα ήρωικής θυσίας καί τό τίμημα αυτής τής θυσίας· εικόνα μιας ιστορικής καμπής πού έπιτεύχθηκε με άνυπολόγιστο κόστος. Ή ταινία σέ συγκινούσε με τή διαπεραστική, όδυνηρή της ένταση, καθώς στά πλάνα έβλεπες πραγματικούς άνθρώπους πού σέρνονταν χωμένοι ως τό γόνατο στήν υγρή λάσπη, σ’ έναν άπέραντο βάλτο πού απλωνόταν ως πέρα άπ’ τόν ορίζοντα, κάτω από έναν ύπόλευκο, επίπεδο ουρανό. Είναι ζήτημα άν έζησε κανείς. Ή άπεριόριστη προοπτική αυτών τών άποτυπωμένων στιγμών προκαλούσε μιά εντύπωση πού προσέγγιζε τήν κάθαρση. ‘

Αργότερα έμαθα πώς ό όπερατέρ, πού έκανε τήν ταινία μέ τόσο άπίστευτη διεισδυτικότητα στά συμβάντα γύρω του, σκοτώθηκε τήν ίδια έκείνη μέρα. Είχαμε μόνο τετρακόσια μέτρα φίλμ, δηλαδή περίπου δεκατρία λεπτά σέ χρόνο προβολής* ή ταινία δέν υπήρχε ακόμα. Τά όνειρα τής παιδικής ήλικίας του άφηγητή τά είχαμε γυρίσει, άλλά κι αυτά δέν έδιναν ενιαία δομή στήν ταινία. Ή ταινία στήν υπάρχουσα μορφή της γεννήθηκε μόνο όταν μπήκε στή διάρθρωση τής αφήγησης ή σύζυγος του άφηγητή, πού δέν υπήρχε σέ κανένα προηγούμενο σενάριο. Μας άρεσε πολύ ή Μαργαρίτα Τερέχοβα ώς μητέρα, άλλά είχαμε συνεχώς τήν αίσθηση δτι ό ρόλος της στό άρχικό σενάριο δέν τής επέτρεπε νά βγάλει, ή νά χρησιμοποιήσει, τίς τρομερές της δυνατότητες. Τότε άποφασίσαμε νά γράψουμε ορισμένα πρόσθετα επεισόδια καί τής δώσαμε τό ρόλο τής συζύγου. Έπειτα είχαμε τήν ιδέα νά διασταυρώσουμε στό μοντάζ τά επεισόδια άπό τό παρόν καί άπό τό παρελθόν του άφηγητή. Στήν άρχή ό λαμπρός μου συνεργάτης καί συγγραφέας ‘Αλεξάντερ Μισάριν κι έγώ σκοπεύαμε νά παρουσιάσουμε στούς διαλόγους τίς άπόψεις μας γιά τήν αισθητική και ηθική βάση του καλλιτεχνικού έργου* ευτυχώς, τό σκεφτήκαμε καλύτερα. Πιστεύω δτι ορισμένες άπ’ αυτές τις άπόψεις διαπερνούν ολόκληρη τήν ταινία, δίχως νά φαίνονται. Ή περιγραφή αυτή δείχνει ότι τό σενάριο αποτελεί, γιά μένα μιά εύθραυστη, ζωντανή, μεταβλητή δομή, κι δτι μιά ταινία γίνεται μόνο τή στιγμή πού τελειώνει όριστικά κάθε εργασία πάνω του. Τό γραπτό κείμενο άποτελει τήν άφετηρία καί μόνο* προσωπικά, δσον καιρό γυρίζω μιά ταινία, εχω τή μόνιμη άνησυχία δτι ισως δέν βγει τίποτα.

Ό Καθρέφτης αποτελεί σαφές παράδειγμα τού τρόπου μέ τόν όποιο βρήκαν τή λογική τους κατάληξη ορισμένες αρχές μου ως πρός τό σενάριο. Τελικά, πολλά πράγματα λύθηκαν, διατυπώθηκαν, διευκρινίστηκαν μόνο κατά τό γύρισμα. Τά σενάρια τών προηγούμενων ταινιών μου είχαν πιό καθαρή δομή. Όταν ξεκινήσαμε τόν Καθρέφτη, θέσαμε σκόπιμα τήν αρχή νά μήν έπεξεργαστούμε καί νά μην άρθρώσουμε την ταινία άπό πριν, χωρίς νά εχει γυριστεί τό υλικό. Είχε σημασία νά δούμε πώς, κάτω άπό ποιές συνθήκες θά σχηματιζόταν ή ταινία, σαν νά γινόταν μόνη της* στήριγμά μας, τά πλάνα, ή έπαφή με τους ηθοποιούς, ή κατασκευή των σκηνικών καί ό τρόπος με τόν όποιο θά προσαρμοζόταν ή ταινία στά μέρη πού είχαμε έπιλέξει γιά εξωτερικό γύρισμα. Δεν υπήρχαν πλήρη, κατευθυντήρια σχεδιαγράμματα γιά σκηνές ή έπεισόδια* μας άπασχολούσε ή σαφής αίσθηση άτμόσφαιρας καί ή πειστικότητα τών προσώπων, πού άπαιτούσαν, εκεί στό πλατό, συγκεκριμένη πλαστική ενσάρκωση. “Αν «βλέπω» κάτι πρίν άπό τό γύρισμα, αν οραματίζομαι κάτι, είναι ή εσωτερική κατάσταση, ή ιδιαίτερη εσωτερική ένταση τών σκηνών πού θά γυριστούν, καί ή ψυχολογία τών προσώπων. Δέν ξέρω ομως άκόμα σέ τί καλούπι θά χυθούν δηλαδή αυτά. Πηγαίνω στό πλατό γιά νά καταλάβω μέ ποιά μέσα μπορεί νά εκφραστεί αυτή ή κατάσταση στήν ταινία.

Μόλις τό καταλάβω, άρχίζω τό γύρισμα.  Ό Καθρέφτης είναι μεταξύ άλλων ή ιστορία του σπιτιού όπου πέρασε τά παιδικά του χρόνια ό άφηγητής, ή ιστορία τού άγροκτήματος δπου γεννήθηκε, έκει πού έζησαν οί γονείς του. Τό χτίσμα αυτό, πού είχε γίνει ερείπιο μέ τά χρόνια, άνακατασκευάστηκε, «άναστήθηκε» άπό φωτογραφίες κι έγινε άκριβώς δπως ήταν, πάνω στά θεμέλια πού είχαν σωθεί. Καί στεκόταν έκει μπροστά μας, άκριβώς όπως σαράντα χρόνια πρίν. ‘Αργότερα, όταν έφερα εκεί τή μητέρα μου, στό μέρος όπου είχε περάσει τά νιάτα της, στό ίδιο σπίτι, ή άντίδρασή της μόλις τό είδε ξεπέρασε τίς πιό τολμηρές προσδοκίες μου. Γι’ αυτήν ήταν σάν έπιστροφή στό παρελθόν. Καί τότε ήξερα δτι βαδίζουμε στή σωστή κατεύθυνση. Τό σπίτι ξύπνησε μέσα της αισθήματα πού ήθελα νά τά εκφράσει ή ταινία… Μπροστά στό σπίτι ήταν ένα χωράφι* θυμάμαι δτι άνάμεσα στό σπίτι καί στό δρόμο γιά τό άλλο χωριό φύτρώνε φαγόπυρο, όπού όταν άνθίζει, είναι πανέμορφο. Τά άσπρα λουλούδια, πού δίνουν την εντύπωση χιονισμένου χωραφιού, εμειναν στη μνήμη μου σάν μιά άπό τις πιό χαρακτηριστικές καί ουσιαστικές λεπτομέρειες της παιδικής μου ήλικίας. Όταν δμως άποφασίσαμε πού θά γίνει τό γύρισμα, δεν υπήρχε πουθενά φαγόπυρο -χρόνια ολόκληρα τό κολχόζ έσπερνε τό χωράφι μέ τριφύλλι καί βρώμη. Όταν τούς ζητήσαμε νά μας τό σπείρουν φαγόπυρο, μας διαβεβαίωναν πώς δέν θά φυτρώσει, γιατί δέν ήταν κατάλληλο τό έδαφος. Ωστόσο έμεϊς νοικιάσαμε τό χωράφι καί τό σπείραμε φαγόπυρο υπ’ ευθύνη μας. Οι άνθρωποι του κολχόζ δέν μπορούσαν νά κρύψουν τήν κατάπληξή τους όταν τό είδαν νά μεγαλώνει.

Γιά μας ήταν καλός οιωνός* θαρρείς καί μας μιλούσε γιά τήν ξεχωριστή ιδιότητα τής μνήμης μας, γιά τήν ίκανότητά της νά διαπερνά τά πέπλα τού χρόνου -κι άκριβώς γύρω άπ’ αυτή τήν ικανότητα τής μνήμης στρεφόταν ή ταινία, αυτή ήταν ή σπερματική ιδέα της. Δέν ξέρω τί θά γινόταν ή ταινία άν δέν φύτρωνε τό φαγόπυρο… Ποτέ δέν θά ξεχάσω τή στιγμή πού άρχισε νά άνθίζει.

Όταν ξεκίνησα τόν Καθρέφτη άνακάλυψα δτι σκεφτόμουν συνέχεια πώς, άν κάνεις σοβαρά τή δουλειά σου, τότε μιά ταινία δέν είναι απλώς τό έπόμενο βήμα στή σταδιοδρομία σου, παρά μιά πράξη πού θά επηρεάσει δλη σου τή ζωή. Είχα άποφασίσει νά χρησιμοποιήσω πρώτη φορά τά μέσα τού κιvηματoγράφου γιά νά άναφερθώ σέ δλα όσα ήταν πολύτιμα γιά μένα, καί μάλιστα άπευθείας, χωρίς τερτίπια. Δυσκολεύτηκα άφάνταστα νά εξηγήσω σέ πολλούς άνθρώπους δτι δέν υπάρχει κρυμμένο, κρυπτογραφημένο νόημα στήν ταινία, δτι δέν υπάρχει τίποτα πέρα άπό τήν επιθυμία μου νά πώ τήν άλήθεια. Συχνά οι διαβεβαιώσεις μου προκαλούσαν δυσπιστία, άκόμα καί άπογοήτευση. Προφανώς ορισμένοι ήθελαν περισσότερα, χρειάζονταν μυστικά σύμβολα καί κρυφά νοήματα. Δέν ήταν συνηθισμένοι στην ποιητική της κινηματογραφικής εικόνας. Όποτε απογοητεύτηκα κι έγώ. Αυτή ήταν ή άντίδραση της «άντιπολιτευόμενης» μερίδας του κοινού* δσο γιά τούς συναδέλφους μου, μού επιτέθηκαν δριμύτατα, κατηγορώντας με γιά έλλειψη σεμνότητας, επειδή θέλησα νά κάνω μιά ταινία γύρω άπό τόν έαυτό μου. Ένα μόνο μας εσωσε τελικά: ή πίστη, ή πεποίθηση οτι, εφόσον τό έργο μας ήταν τόσο σημαντικό γιά μας, ήταν άναμφίβολα σημαντικό καί γιά τό κοινό.

Σκοπός της ταινίας ήταν νά άναπλάσει τή ζωή των πιό αγαπητών μου καί οικείων προσώπων. Ήθελα νά διηγηθώ τήν ιστορία του πόνου πού βασανίζει έναν άνθρωπο δταν νιώθει πώς δέν μπορεί νά ξεπληρώσει τούς δικούς του γιά δσα του έχουν δώσει. Νιώθει δτι δέν τούς άγάπησε άρκετά, κι αυτή ή έντύπωση τόν βασανίζει καί δέν τόν άφήνει σέ ήσυχία. Μόλις μιλήσεις γιά πράγματα πολύτιμα, άρχίζεις άμέσως νά άνησυχείς πώς θά άντιδράσουν οι άλλοι σ’ αυτά πού είπες, καί θέλεις νά τά προστατέψεις, νά τά υπερασπιστείς, γιά νά μήν τά παρανοήσουν. ‘Ανησυχούσαμε πώς θά υποδεχτούν τήν ταινία οι μελλοντικοί θεατές, ταυτόχρονα όμως εξακολουθούσαμε νά πιστεύουμε, μέ παράφορο πείσμα, ότι θά μας άκούσουν. Τήν πίστη μας τή δικαίωσαν οι κατοπινές εξελίξεις· οι επιστολές στήν άρχή του βιβλίου εξηγούν κάπως τί συνέβη. Μεγαλύτερο βαθμό κατανόησης δέν μπορούσα νά περιμένω, καί ή άντίδραση αυτή του κοινού είχε τεράστια σημασία γιά μένα καί τή μελλοντική δουλειά μου. Ό Καθρέφτης δέν ήταν άπόπειρα νά μιλήσω γιά τόν έαυτό μου* κάθε άλλο. ‘Αφορούσε τά αίσθήματά μου άπέναντι σέ άγαπητά μου πρόσωπα, τή σχέση μου μαζί τους, τόν μόνιμο οίκτο μου γι’ αυτά, καί τή δική μου άνεπάρκεια, τό αίσθημα οτι δέν εκπλήρωσα τό καθήκον μου. […]