Πρόκειται για ποιήματα εμπνευσμένα και αφιερωμένα στους νεκρούς συναγωνιστές του Μανώλη Γλέζου, από την Κατοχή έως σήμερα. Ζωές που η κάθε μία έγινε ένα σκαλοπάτι προς την Ελευθερία. Άνθρωποι που στο σύντομο πέρασμά τους από αυτό τον κόσμο συμπύκνωσαν στην ύπαρξή τους αρετές, αξίες και ιδεώδη, λόγους για τους οποίους αξίζει κανείς να ζει, παίρνουν σάρκα και οστά μέσα από αυτά τα ποιήματα. Ξετυλίγονται προσωπικές ιστορίες, ζωντανεύουν στιγμές οδυνηρές αλλά και σπουδαίες καθώς το προσωπικό ταυτίζεται με το ιστορικό και το συλλογικό, με τρόπο που όλα γίνονται μια αδιαχώριστη πραγματικότητα. Μια ποιητική συλλογή – φόρος τιμής στους αγωνιστές που χάθηκαν και παρακαταθήκη σε αυτούς που έρχονται.
“Αποτελείται από ποιήματα αφιερωμένα σε συγκεκριμένους συναγωνιστές, φίλους και συντρόφους, που τα έγραψα γι’ αυτούς και από γενικά ποιήματα τα οποία αναφέρονται στις έννοιες της θυσίας και του θανάτου, όλων των αγωνιστών που θυσιάστηκαν για την πίστη τους. Το βιβλίο αυτό εμπεριέχει επίσης και ορισμένα έπεα λυρικής μορφής τα οποία έχουν γραφτεί κατά καιρούς, αλλά θεωρώ ότι είναι απαραίτητη η δημοσίευσή τους. Μερικά από τα ποιήματα, είναι ήδη δημοσιευμένα, άλλα, θα δουν για πρώτη φορά το φως της δημοσιότητας.”
Μ. Γλέζος
`
ΠΡΟΙΜΙΟ
`
Ο θάνατος αποτελεί μοναδικό κι ανεπανάληπτο γεγονός για κάθε άνθρωπο.
Διαχωρίζει οριστικά το φυσικό σώμα, που ενταφιάζεται στη γη, απ’ όπου προήλθε, κατ’ άλλους από το έργο του θα-νόντος, εν ζωή κι ό,τι απομείνει ως μνήμη και κατ’ άλλους ως ψυχή, η οποία μεταβαίνει στον άλλον κόσμο.
Η θνητότητα, ο θάνατος όλων των εμβίων όντων και του ανθρώπου, συνειδητοποιήθηκε από τον ίδιο τον άνθρωπο, στην πορεία της ανθρωποποίησής του κι όχι εξ αρχής της ύπαρξής του.
Ακόμα και στην ατομική ζωή του ένας άνθρωπος, συνειδητοποιεί ότι είναι θνητός, ότι θα πεθάνει, όχι μόλις γεννηθεί, αλλά αργότερα και πρώτα για τους άλλους κι ύστερα για τον εαυτό του.
Λέγεται μάλιστα, αλόγιστα, πως τα νειάτα δεν τον υπολογίζουν και τον περιφρονούν. Απλά δεν έχουν συνειδητοποιήσει πως θάρθει κι η δική τους ώρα. Όταν όμως οι νέες και οι νέοι, έχουν αποκτήσει την αυτογνωσία της θνητότητάς τους και τον αψηφούν, τι συμβαίνει;
Η προσφορά της ζωής τους, αποτελεί θυσία του εαυτού τους για το σύνολο. Αι νέκυιαι ωδαί είναι αφιερωμένες σ’ αυτή την αυτογνωσία. Σ’ αυτούς που δεν παρακάλεσαν, ούτε αναζήτησαν το θάνατο, γιατί ήξεραν πως η ζωή είναι γλυκιά. Αλλά τον αντιμετώπισαν.
Δεν τον απέφυγαν. Τον κάλεσαν να παλαίψουν μαζί του στα μαρμαρένια αλώνια….και ο θάνατος έκοψε το νήμα της βιολογικής ζωής τους.
Σε μερικές περιπτώσεις έγινε η κηδεία τους, η εξόδιος ακολουθία, το ξόδι τους. Σ’ άλλες υπάρχουν συμμαχητές που χάθηκαν κι ούτε ύμνοι, ούτε αποχαιρετιστήριοι και επικήδειοι λόγοι.
Τούτη η ποιητική προσφορά δεν επιχειρεί να υποκαταστήσει αυτό που δεν έγινε. Όχι. Το αντίθετο. Δε θρηνούμε, δεν πενθούμε, δε μοιρολογούμε, δεν κλαίμε. Το κάθε ποίημα, η κάθε ωδή αποσκοπεί να επαναφέρει τον νεκρό μπροστά μας και να συζητήσουμε, τα παρόντα και τα μελλούμενα. Να γιατί και η μορφολογική και η νοηματική τιτλοφόρηση: Νέκυιαι Ωδαί.
* * *
Στ’ Απεράθου της Νάξου, όταν πεθαίνει ένας χωριανός, όλοι οι συγχωριανοί τον αποχαιρετούμε με μοιρολόγια, τα οποία δεν είναι τυποποιημένα.
Φτιάχνονται στην τελετή της θανής του, στο πρωτόγνωρο για όλο τον άλλο κόσμο «σύγκλαμμα» και στις τρεις φάσεις.
Και στο σπίτι και στην εκκλησία και στο νεκροταφείο.
Εκφράζει τον κοινό θρήνο, το θρήνο του συνόλου, για το θάνατο του όποιου μέλους, της απεραθίτικης κοινότητας.
Ο συγκλαμμός, ο καθολικός οδυρμός, όπου όλοι από κοινού κλαίουν, συγκλαίουν για το χαμό της Απεραθίτισσας ή του Απεραθίτη, διατηρήθηκε από την αρχαιότητα.
Την καταγράφει ο Λουκιανός ως ρήμα συγκλαίω (Όνος 22), κλαίω από κοινού, κλαίω μαζί με άλλους.
Η λέξη, όμως, συγκλαμμός, αποτυπώνει λεκτικά την κοινή συνείδηση, η οποία δημιουργείται και συνεγείρει τους Απεραθίτες, όταν αντιμετωπίζουν κοινά προβλήματα, κοινούς κινδύνους. Κι ο θάνατος χρειάζεται συνολική αντιμετώπιση, απαιτεί κοινή ενέργεια, καθολική συμμετοχή. Γι αυτό αναφέρομαι σ’ αυτό το γεγονός. Όμως, όπως τονίσαμε, αυτή η ποιητική συλλογή δεν είναι θρήνοι, μοιρολόγια, κλάμματα, μιμνέρμειαι ελεγείαι.
Νέκυια σημαίνει την ειδική μαγική τελετή-θυσία, με σκοπό την επικοινωνία με τις ψυχές των νεκρών. Η κλήση των ψυχών των νεκρών από τον Άδη πραγματώνεται από τον νεκρομάντη, στο νεκυομαντείο, όπου τους ρωτάει για τα μελλούμενα.
Νέκυια κλήθηκε επίσης η ενδέκατη ραψωδία της Οδύσσειας, διότι σ’ αυτήν περιγράφεται η μαγική τελετή. Η τελετή αυτή σε όλη της την ευρύτητα και το βάθος αναπτύσσεται από τον Όμηρο στις ραψωδίες κ και λ της Οδύσσειας.
Ο Οδυσσέας παρακαλεί την Κίρκη να πραγματοποιήσει την υπόσχεση που του ’δωσε και να τον στείλει οίκαδε με τους συντρόφους του.
Η Κίρκη του είπε ότι δεν τους κρατά πιά στο νησί της, αλλά χρειάζεται προηγούμενα να πάνε στον Άδη και από τον τυφλό μάντη Τειρεσία να πάρουν χρησμό για την τύχη τους. «’Αλλ ἂλλην χρὴ πρῶτον όδὸν τελέσαι καὶ ἱκέσθαι εις Ἀίδαο δόμους καὶ ἐπαινῆς Περσεφονείης ψυχῇ χρησομένους Θηβαίου Τειρεσίαο, μάντηος ἀλαού» (Ομήρου Οδ. κ 490-493).
Ο Οδυσσέας πείστηκε από τις συμβουλές της Κίρκης, ακολούθησε τις οδηγίες της και απέπλευσε με τους συντρόφους του, ώσπου έφτασε στην άκρη του Ωκεανού, όπου η χώρα των Κιμμερίων «ἠέρι και νεφέλῃ κεκαλυμμένοι».
Άνοιξε το λάκκο, έσφαξε τα πρόβατα, πρόσφερε σπονδές στους νεκρούς, οι ψυχές των οποίων άρχισαν να προσέρχονται «αἱ δ’ ἀγέροντο ψυχαὶ ὑπέξ Ἐρέβευς νεκύων κατατεθνηώτων (Ομ. Οδ. λ 36-37). Ο Οδυσσέας όμως περίμενε τον τυφλό (ἀλαό) Μάντη Τειρεσία, ο οποίος του προφητεύει τα μελλούμενα και τον συμβουλεύει πώς να συμπεριφερθεί.
Ο Οδυσσέας στη συνέχεια συνομιλεί με την ψυχή της μάνας του και με γνωστές του ψυχές γυναικών και ανδρών. Με την Τυρώ, την Αντιόπη, την Αλκμήνη, την Επικάστη, τη Χλώρη, τη Λήδη, την Ιφιμέδεια, τη Φαίδρα, την Πρόκριδα, την Αριάδνη, τη Μαίρα, την Κλυμένη, την Εριφύλη.
Στη συνέχεια μίλησε με τις ψυχές του Αγαμέμνονα, του Αχιλλέα, του Αίαντα, του Ηρακλή. Είδε ακόμα τον Μίνωα, τον Ωρίωνα, τον Τιτυό, τον Τάνταλο, τον Σίσυφο. Όταν, όμως, μαζεύτηκαν αμέτρητα πλήθη νεκρών (ἒθνε’ ἀγείρετο μυρία νεκρῶν) (Ομ. Οδ. λ 632) φοβήθηκε μήπως η Περσεφόνη του στείλει το κεφάλι της Γοργώς και πήγε μονομιάς στο καράβι και έφυγε με τους συντρόφους, για το νησί της Κίρκης, να θάψει τον Ελπήνορα.
Η λέξη νέκυια προέρχεται από τη λέξη νέκυς, που σημαίνει νεκρός, σώμα νεκρόν, ιδιαίτερα του ανθρώπου. Αναφέρεται στον Όμηρο (Ιλ. Δ 492,3), στον Ηρόδοτο (1 140),στον Σοφοκλή (Αντιγόνη 26), στον Ευρυπίδη (Ορέστης 1585).
Η νέκυια παρουσιάζεται και με τους τύπους νεκυάς, νεκάς.
Όλοι συμφωνούν ότι η θεματική ρίζα νεκ, απ’ όπου η νέκυια, ο νέκυς, ο νεκρός, πιθανώς να συνδέεται και με το ποτό των θεών νέκταρ, όπου κατά τη μυθολογία είναι απαγορευμένη η χρήση του από τους θνητούς.
Σύμφωνα με το Μέγα Λεξικόν (Magnum):
ΝΕΚΡΟΣ: παρὰ τὸ κῆρ (ὅ δηλοῖ τὴν ψυχὴν) μετὰ τοῦ ΝΕ στερητικοῦ γίνεται νέκηρος, ὁ ἐστερημένος τῆς ψυχῆς. καὶ κατὰ συγκοπὴν νεκρός.
ΝΕΚΥΣ: νεκρός, νέκρυς καὶ ἀποβολῂ του ρ, νέκυς.. ἤ παρὰ τὸ Κίκυς (ὅ σημαίνει τὴν δύναμιν καὶ ἰσχὺν) μετά τού ΝΕ στερητικοῦ γί- νεται νέκικυς, ὁ ἐστερημένος τῆς κίκυος.. καὶ κατὰ συγκοπήν, νέκυς . σημαίνει δὲ τὸν νεκρόν.
Δηλαδή: Στην πρώτη εκδοχή = νε (στερητικό)+ κῆρ (ψυχή) → νέκυρος→ νεκρός→νέκυς→νέκυια.
Στη δεύτερη εκδοχή =νε+κῖκυς (=δύναμη, νεκύω=ισχύω)→νέ-
κυς→νεκρός.
Υπάρχει,επίσης και η λέξη νεκάδες=αἱ τάξεις τῶν νεκρῶν. Από το νέκυς→νεκυάδες→νεκάδες( Ομ. Ιλ. Ε 886)
Όπως και η λέξη νέκες=νεκροί, κατά τον Ησύχιο.
Καθώς και η λέξη νέκω κατά το Λεξικό Σκαρλάτου Βυζαντίου, από όπου προέρχονται οι λέξεις νέκυς, νεκρός, νεῖκος (= ἒρις, φιλονεικία, λογομαχία, πόλεμος, μάχη),νεικέω(=ἐρίζω, φιλονεικῶ)
* * *
`
Το σκασιαρχείο, προσφιλής μέθοδος απαλλαγής, για τους μαθητές των Σχολείων, από το άγχος των μαθημάτων και παράλληλης
διασκέδασης, με ενασχόληση είτε στον κινηματογράφο, είτε σε σκοπευτήρια, είτε σε περίπατο, κυριαρχούσε στα Γυμνάσια της Αθήνας.
Στο Γυμνάσιο της Χώρας Νάξου, όπου μαθήτευσα στις δύο πρώτες τάξεις του Γυμνασίου (1933-1935), δε θυμάμαι να υπήρχε παρόμοιο έθιμο.
Το σκασιαρχείο το πρωτογνώρισα, όταν ήρθαμε οικογενειακώς στην Αθήνα το 1935, από τ’ Απεράθου της Νάξου, και φοίτησα στο 4ο Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών, (Μέτωνος 4 – Μεταξουργείο).
Δε συμφώνησα καθόλου μ’ αυτή την αντίληψη και δεν έγινα ποτέ σκασιάρχης. Αναμφισβήτητα η μέθοδος της αποστήθισης δεν έχει καμιά σχέση με την επιστήμη της παιδαγωγικής και επί πλέον κουράζει τους μαθητές, αλλά το σκασιαρχείο δεν αποτέλεσε λύση ούτε συντελεί στην εξάλειψή της.
Ήθελα όμως να μάθω, να γνωρίσω, να νοιώσω, να αισθανθώ το σκασιαρχείο.
Γι’ αυτό το λόγο, μαζί με το συμμαθητή μου Πλάτωνα Σαλγκάμη, αποφασίσαμε, μία και μοναδική φορά, να το σκάσουμε τις τελευταίες ώρες μιας μέρας από τα μαθήματα. Αυτό έγινε τη σχολική χρονιά 1936-1937. Δε θυμάμαι ακριβώς το μήνα, αλλά υπολογίζω πως θα ήταν προς το τέλος του 1937.
Το σκάσαμε, λοιπόν, αλλά δεν πήγαμε ούτε κινηματογράφο, ούτε στα σκοπευτήρια. Πήγαμε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Γιατί; Δε μπόρεσα ποτέ να θυμηθώ το κίνητρο. Το αποτέλεσμα πάντως είναι το πρώτο ποίημα (Ο τάφος του φτωχού), αυτής της συλλογής. Για την κοινωνιολογική μου τοποθέτηση μιλάει από μακριά. Για τη στιχουργική απόδοση της έμπνευσης; Πρόκειται για πρωτόλειο, γι’ αυτό και οι αδυναμίες του. Αλλά το αγαπώ πολύ και είναι το μοναδικό μου ποίημα, που θυμάμαι από στήθους, κανένα άλλο.
Από τη Μάνα μου δεν έκρυβα ποτέ τίποτα. Της τά’λεγα όλα. Της είπα, λοιπόν, και για το σκασιαρχείο, της έδειξα και το ποίημα. Της άρεσε.
Το έδειξα και στον Πατριό μου, με τον οποίο συζητούσα πολλά θέματα. Ο Πατριός, ο Νικόλας Δημητροκάλλης, δάσκαλος κι αυτός, όπως η Μάνα μου, φοιτούσε τότε στο Πανεπιστήμιο ως μετεκπαιδευόμενος και είχα εμπιστοσύνη στην κρίση του.
Μόλις διάβασε το ποίημα, έγινε έξαλλος. Αλλά όχι για την αξία του ποιήματος, παρά εναντίον των ποιητών. Τους έψαλλε τα εξ αμάξης. Τους θεωρούσε ανεπρόκοπους και χωρίς επαγγελματική σταδιοδρομία, χωρίς μέλλον. Τελικά, μου έδωσε την εντολή να μην ξαναγράψω ποιήματα, εκτός κι αν θέλω να καταντήσω….ποιητής. Δηλαδή ένας…..τιποτένιος.
Τον εισάκουσα και για 12 χρόνια δεν έγραψα κανένα ποίημα. Διάβαζα όμως την ποίηση, που περιήχε η ύλη των μαθημάτων. Στην κατοχή, επίσης, διάβασα Βάρναλη και μ’ άρεσε πολύ.
Ήρθε, όμως, η ώρα και έσπασα τους φραγμούς των εντολών. Ήταν τότε που αντίκρυσα κατάματα το θάνατο. Τις δέκα μέρες στο Γολγοθά του Θανάτου. Το Μάρτη του 1949. Εκεί στα υπόγεια των Φυλακών Αβέρωφ, όπου τα Πειθαρχεία. Μας έκλεισαν αμέσως – χωρίς να περιμένουν το τριήμερο – τους δικασμένους από το Στρατοδικείο Αθηνών: τον Μανώλη Τσερέπα, τον Στέλιο Δαμιανίδη, τον Λεωνίδα Κύρκο κι εμένα. Χωριστά τον κάθε έναν από τον άλλον. Εκεί, στα κελιά του Γολγοθά, σχημάτισα στο νου μου το ποίημα «Εσύ, κι εσύ, κι εσύ, κι εσύ» κι αργότερα το ποίημα «Στο Χωριό μου».
Όταν, ύστερα από δέκα μέρες συναντήσαμε τον ήλιο και τους συγκρατούμενούς μας, γιατί, χάρη στην κινητοποίηση του Ελληνικού Λαού και της Διεθνούς Κοινής Γνώμης α ν ε σ τ ά λ η η εκτέλεσή μας, έγραψα στο χαρτί τα δυό αυτά ποιήματα. Κι από τότε δε σταμάτησα να γράφω ποίηση.
Μ’ ενεθάρρυναν οι συγκρατούμενοί μου: ο Φώτης Αγγουλές, ο Λεωνίδας Κύρκος, ο Γιάννης Πουρνάρας, ο Νίκος Καρράς κι ο Κώστας Προβελέγγιος. Όταν αποφυλακίστηκα το 1954, έδειξα τα ποιήματα στον Κώστα Βάρναλη, στον Μάρκο Αυγέρη, στον Γιάννη Ρίτσο, στον Νίκο Παππά και στη Ρίτα Μπούμη-Παππά. Με βοήθησαν και μου είπαν να συνεχίσω.
Η Ρίτα μάλιστα μετέφρασε και ένα-δυό στα ιταλικά, τα οποία και δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά.
Το ποίημα «Στο Χωριό μου» δημοσιεύτηκε στο περιοδικό
«Τ’ Απεράθου» και το περιοδικό «Αιολικά Γράμματα», δημοσίευσε 20 ποιήματά μου «Της Φυλακής και της Εξορίας», (τεύχος 191,σελ. 343-348). Μερικά απ’ αυτά περιέχονται σ’ αυτή τη συλλογή.
Ποιήματά μου, επίσης, δημοσιεύτηκαν στο βιβλίο «Η Συνείδηση της Πετραίας Γης», (εκδόσεις Τυπωθήτω, Γ. Δαρδανού.) Μερικά απ’ αυτά εμπεριέχονται σε τούτη τη συλλογή.
Ποιήματά μου, επίσης, έχουν δημοσιεύσει: «Τα Κυκλαδικά Νέα», η «Αυγή». οι «Πολίτες», ο «Χορτιάτης».
Στα χρόνια της Χούντας, στο στρατόπεδο «Παρθένι της Λέρου» με βοήθησαν ο Γιάννης Ρίτσος, όπου με δίδαξε πώς πρέπει να χτίζεται ο ποιητικός λόγος, ο Γιάννης Νεγρεπόντης, ο Κώστας Κουλουφάκος, ο Τάσος Σπυρόπουλος και ο Μανώλης Φουρτούνης.
* * *
Οι άνθρωποι, που γνωρίσαμε, αλλά έφυγαν βιολογικά από κοντά μας, ζουν στο νου μας μέσα και η σκέψη ως λειτουργία του, τους φέρνει στη μνήμη μας. Συνεπώς η επαναφορά στο νου μας αποτελεί το αντίδοτο της λήθης που προκαλεί ο θάνατος.
Ο θάνατος, μοιάζει κατ’ αρχή με τον γλυκόν ύπνον «καὶ τῶ νήδυμος ύπνος ἐπὶ βλεφάροισιν ἒπιπτεν, νήγρετος ἤδιστος θανάτω ἂγχιστα ἐοικῶς» (Ομ.Οδ. ν 79-80) «και ένας ήσυχος ύπνος τα βλέφαρα βάρυνε βαθύς, γλυκός, θανάτου ολόϊδιος να μοιάζει».
Το θάνατο, όμως, κανένας δεν μπορεί να ξεφύγει «…………Κῆρες ἐφεστάσιν θανάτοιο μυρίαι,ας οὐκ ἒστι φυγεῖν βροτόν…..(Ομ. Ιλ. Μ 325-6). «Κήρες εξορμούν, σκορπούν το θάνατο, που κανένας θνητός δεν μπορεί ν’ αποφύγει».
Το ταξίδι όμως στον Άδη, είναι αναπόφευκτο, όπως ο Χορός στην Αντιγόνη υμνεί:
«Ἂιδα μόνον φεῦξιν οὐκ ἐπάξεται» (Σοφοκλέους Αντιγόνη, 360-361) «Τον Άδη μονάχα να ξεφύγει δε μπορεί».
`
*****************************
“Στήσανε πανηγύρι”
(στον Αντρέα Λυκουρίνο. Εκτελέστηκε στην Καισαριανή στις 5 του Σεπτέμβρη το 1944)
Στης ιστορίας τον αυλόγυρο
στήσανε πανηγύρι με λαούτα και βιολιά
οι θυατέρες των ονείρων και των οραμάτων,
όλοι οι σμιλευτές της ουτοπίας.
Κάλεσαν όλους τους χορευτές
να χορέψουν τον άγιο χορό της θυσίας
και να καλέσουν να τον σύρει
το δεκατετράχρονο παλληκαρόπουλο.
Όπως ακριβώς φάνταξε μέσα στο σκότος,
`
όταν σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών του
για να μην αστοχήσει ο θάνατος
και χάσουν το δρόμο της ιχνηλασίας
προς το δίκηο όλα τα νειάτα που τον αναζητούν
μ’ ολάνοιχτα τα πανιά των αισθήσεών τους.
(Φυλακές Αβέρωφ Μάης 1949)
`
********************************
Περιεχόμενα
Αφιέρωση
0. Προοίμιο
1. Ο τάφος του φτωχού
-Προστιάδα
2. Ήρωες και Μάρτυρες
3. Νέκυια Ωδή (εισαγωγική)
4. Πέθανα σήμερα
5. Το βόλι του θανάτου
-Φυλακές Αβέρωφ 1949
6. Κι εσύ, κι εσύ, κι εσύ, κι εσύ
7. Ως το Χωριό μου
8. Η πρώτη εκτέλεση στις φυλακές
9. Ορθός διαβαίνει τις πύλες
10. Η υποθήκη
11. Στήσανε πανηγύρι
12. Το μόνο
13. Δέξου με αδελφέ
14. Ως αντίποινα
15. Στης ιστορίας το διάβα
-Φυλακές Ακροναυπλίας και Ιτς Καλέ 1949
16. Απόψε κάναμε σύναξη
17. Το τραγούδι των νεκρών
18. Vae Victis
19. Όμως εμείς, εδώ…
20. Ο Πυλώνας της Ελευθερίας
-Φυλακές Κέρκυρας 1949-1951
21. Απόψε πήραν και πάλι
22. Θυσία
23. Ένα βλαστάρι κλαίει
24. Ο ήλιος μας ξέχασε
-Φυλακές Αβέρωφ 1951
25. Όχι άλλο αίμα
-Μεσοδιάστημα εκτός φυλακής 1954-1958
26. Νηπενθής
27. Δεν ορροδώ την αλήθεια να πω
-Φυλακές Αίγινας 1962-1963
28. Αρνείται να κάμει μνήμη
-Στρατόπεδο Παρθένι Λέρου 1967-1971
29. Πώς να το πω;
30. Εκείνο το πρωί
31. Γυναίκες του Νεφερχοτέπ
32. Ανέγγιχτα πεθαίνουν
33. Δική μας
34. Δεν αφήνουν οι Θεοί
35. Μπορεί
36. Κινούσαμε ολοένα
37. Τι μένει;
38. Μοιάζουμε
39. Ποτές
40. Το μίσος φοβήθηκα
41. Τα σπίτια των ανθρώπων
42. Να μην αφήσω
-Μετά την αποφυλάκισή μου
43. Θέλω επιτέλους να…
44. Η ευγένειά σου
45. Το σπίτι που γεννήθηκα
46. Ες πέτρας τε και λίθους
47. Απροσκύνητος
48. Μόνο ένα τάμα
49. Στ’ ακρόχειλα
50. Όλες τις φορές
51. Ήταν μπορετό;
52. Ως την ευδία
53. Άχρι θανάτου
54. Με τα Ωμοφόρια του χρέους
55. Χρέος η μνήμη
56. Γράμμα στον Ναζίμ Χικμέτ
57. Το γράμμα του
58. Σε θωρώ
59. Στα μετερίζια
60. Να με ιδεί ο ήλιος
61. Ήρθες και πάλι
62. Το ‘χουμε φυλαγμένο
63. Των ανταρτών η φωνή
64. Στον τοίχο του Λαζαρέτο μπροστά
65. Αποστρακίστηκεν η σφαίρα
66. Της γενιάς σου άνθρωποι
67. Αδελφέ μου Νίκο
68. Όταν η Ιστορία σε καλεί
69. Χτίζαμε με πόνο
70. Πάντοτε παρών
71. Το γέλιο σου
72. Βήμα το βήμα
73. Μιαν ανεμώνα μόνο
74. Το καταφύι
75. Θανάτω θάνατον πατήσας
76. Ασαβάνωτη
77. Να ολοκληρωθεί το 1921
78. Το καλό στοιχειό
79. Γιατί ήρθαν;
80. Τα τυφλοπάνια
81. Απών παρών
82. Τα οράματα μεταμορφώθηκαν σε τάματα
83. Στην Κυκλαδίτικη θάλασσα
84. Στις μελιχρές τις ώρες
85. Ωραίος πέλεται
86. Είναι τόσο ακατόρθωτο;
87. Τα οράματά μας τι έγιναν;
88. Μόνον εσείς
89. Νέκυια Ωδή (περιληπτική)
90. Το στοίχημα του θανάτου
Γλωσσάρι
Ονόματα αγωνιστών
Βιβλιογραφία
Ακροτελεύτιο