[…]

Οι καλλιεργημένοι άνθρωποι το γνωρίζουν, ενώ οι ακαλλιέργητοι, για κακή τους τύχη, το αγνοούν, η κουλτούρα είναι πάνω απ’ όλα ζήτημα προσανατολισμού. Καλλιεργημένος δεν είναι αυτός που έχει διαβάσει το ένα ή το άλλο βιβλίο αλλά εκείνος που μπορεί να βρει τον δρόμο του μέσα στο σύνολό τους και, άρα, γνωρίζει ότι συνθέτουν ένα σύνολο και είναι σε θέση να τοποθετήσει το κάθε στοιχείο σε συνάρτηση με τα υπόλοιπα. Το εσωτερικό του βιβλίου προσλαμβάνει εδώ μικρότερη σημασία από το εξωτερικό του ή, για να το πούμε διαφορετικά, το εσωτερικό του γίνεται το εξωτερικό του, καθώς αυτό που μετράει σε κάθε βιβλίο είναι τα βιβλία που βρίσκονται δίπλα του. Ως εκ τούτου, το να μην έχει διαβάσει κανείς κά- ποια βιβλία δεν είναι τόσο σημαντικό για τον καλλιεργημένο άνθρωπο, διότι μπορεί να μη γνωρίζει με ακρίβεια το περιεχόμενό τους, αλλά συνήθως είναι σε θέση να γνωρίζει την περίστασή τους, δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο τα συγκεκριμένα βιβλία τοποθετούνται σε σχέση με τα υπόλοιπα. Η συγκεκριμένη διάκριση ανάμεσα στο περιεχόμενο ενός βιβλίου και στην περίσταση μέσα στην οποία εντάσσεται είναι θεμελιώδης, καθώς αυτή είναι που επιτρέπει σ’ εκείνους που ο πολιτισμός δεν τους τρομάζει να μιλούν για οποιοδήποτε θέμα χωρίς δυσκολία.

Δεν «διάβασα», λοιπόν, ποτέ τον Οδυσσέα του Τζόυς και, απ’ όσο όλα δείχνουν, δεν πρόκειται να τον διαβάσω ποτέ και άρα το «περιεχόμενο» του βιβλίου μού είναι κατά πολύ άγνωστο. Το περιεχόμενο ναι, αλλά η περίσταση όχι. Μήπως, όμως, το περιεχόμενο ενός βιβλίου δεν είναι κατά πολύ η περίστασή του; Μ’ αυτό θέλω να πω ότι σε μια συζήτηση δεν αισθάνομαι σε καμία περίπτωση ότι δεν διαθέτω τα εφόδια να μιλήσω για τον Οδυσσέα, καθώς είμαι σε θέση να τοποθετήσω το βιβλίο με αρκετή ακρίβεια σε σχέση με τα υπόλοιπα. Ξέρω, λοιπόν, ότι πρόκειται για μια σύγχρονη εκδοχή του ομηρικού έπους,8 ότι ανήκει στο λογοτεχνικό ρεύμα της ροής της συνείδησης, ότι εκτυλίσσεται στο Δουβλίνο, μέσα σε μία ημέρα, κτλ. Γι’ αυτό άλλωστε συχνά στα μαθήματά μου αναφέρομαι στον Τζόυς χωρίς να τα χάνω καθόλου. Και μάλιστα μπορώ να επικαλεστώ χωρίς ντροπή τη δική μου μη ανάγνωση του Τζόυς διότι, όπως θα δούμε στη συνέχεια αναλυτικά, οι αναφορές των βιβλίων που έχουμε διαβάσει στηρίζονται πάνω σ’ έναν συσχετισμό δυνάμεων. Πράγματι, η βιβλιοθήκη μου, όπως η βιβλιοθήκη κάθε πνευματικού ανθρώπου, είναι φτιαγμένη από κενά και τρύπες, γεγονός που στην πραγματικότητα δεν έχει μεγάλη σημασία, διότι είναι αρκετά πλούσια ώστε τα συγκεκριμένα κενά να μη γίνονται αντιληπτά τις λίγες μόνο στιγμές που χρειάζεται η συζήτηση για να γλιστρήσει από το ένα βιβλίο στο άλλο.

[…]

 

Βέβαια, τίποτε δεν μοιάζει περισσότερο στην απουσία ανάγνωσης από τη μη ανάγνωση, τουλάχιστον για ένα μάτι που δεν είναι εξασκημένο, και τίποτε δεν φαίνεται περισσότερο συναφές με έναν άνθρωπο που δεν διαβάζει από έναν άνθρωπο που δεν διαβάζει. Ωστόσο, η προσεκτική παρατήρηση των δύο ατόμων μπροστά σ’ ένα βιβλίο δεν αφήνει καμία αμφιβολία ότι στηρίζονται σε διαφορετική συμπεριφορά και διαφορετικά κίνητρα. Στην περίπτωση της απουσίας ανάγνωσης, αυτός που δεν διαβάζει δεν ενδιαφέρεται για το βιβλίο· εδώ ως «βιβλίο» νοείται τόσο το περιεχόμενο όσο και η περίσταση. Έτσι, οι σχέσεις του βιβλίου με τα υπόλοιπα είναι γι’ αυτόν εξίσου αδιάφορες με το περιεχόμενό του, ενώ δεν φοβάται καθόλου μήπως, δείχνοντας ενδιαφέρον μόνο σε ένα βιβλίο, φανεί ότι περιφρονεί τα υπόλοιπα. Στην περίπτωση της μη ανάγνωσης, το άτομο που δεν διαβάζει απέχει προκειμένου να κατακτήσει, όπως ο βιβλιοθηκάριος του Μούζιλ, την ουσία του βιβλίου που είναι η σχέση του με τα υπόλοιπα. Κάνοντας αυτή την επιλογή, δεν αδιαφορεί για το βιβλίο, αλλά ακριβώς το αντίθετο. Επειδή αντιλαμβάνεται τη στενή σχέση μεταξύ περιεχομένου και περίστασης, αποφασίζει να ενεργήσει μ’ αυτό τον τρόπο και με μεγαλύτερη νηφαλιότητα από τους περισσότερους αναγνώστες* και αν το καλοσκεφτούμε, με μεγαλύτερο ίσως σεβασμό προς το βιβλίο.

[…]

Το να διατρέχει κανείς ένα βιβλίο, χωρίς να το διαβάσει πραγματικά, δεν τον εμποδίζει σε τίποτε να το σχολιάσει. Είναι μάλιστα πιθανό ότι αποτελεί και την πιο αποτελεσματική μέθοδο για να το κάνει κτήμα του, σεβόμενος τη βαθύτερη ουσία και τον πλούτο του και αποφεύγοντας να χαθεί μέσα στις λεπτομέρειες. Αυτή είναι τουλάχιστον η άποψη -και η αποδεδειγμένη πρακτική- του Πολ Βαλερύ, αδιαμφισβήτητου δασκάλου της μη ανάγνωσης.

[…]

Συνηθίζουμε να λέμε ότι οι συναισθηματικές μας σχέσεις σημαδεύονται βαθιά από τα βιβλία, ήδη από την παιδική μας ηλικία. Αυτό γίνεται κατ’ αρχάς με την επιρροή που ασκούν οι ήρωες των μυθιστορημάτων στις ερωτικές μας επιλογές, διαμορφώνο ντας άπιαστα πρότυπα, τα οποία πασχίζουμε, τις περισσότερες φορές χωρίς αποτέλεσμα, να επιβάλουμε στους άλλους. Όμως τα αγαπημένα βιβλία σκιαγραφούν με τρόπο σχεδόν ανεπαίσθητο ένα ολόκληρο σύμπαν μέσα στο οποίο κατοικούμε μυστικά και όπου επιθυμούμε ο άλλος να μπει και να παίξει τον ρόλο του. Το να έχει κανείς, αν όχι τα ίδια, τουλάχιστον κοινά αναγνώσματα με τον άλλον -δηλαδή στην πραγματικότητα τα ίδια μη αναγνώσματα- αποτελεί λοιπόν βασική προϋπόθεση για μια αρμονική ερωτική σχέση. Εξ ου και η ανάγκη, ήδη από το ξεκίνημα της σχέσης, να σταθούμε στο ύψος των προσδοκιών του αγαπημένου μας προσώπου, κάνο- ντάς το να νιώσει την εγγύτητα των εσωτερικών μας βιβλιοθηκών