Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Le Gaulois”  στις 05/09/1883, ως νεκρολογία του Guy de Maupassant για τον φίλο του Ivan Turgenev.

 

`

Ο μεγάλος Ρώσος μυθιστοριογράφος, Ιβάν Τουργκένιεφ, που διακήρυττε τη Γαλλία ως πατρίδα του, μόλις απεβίωσε μετά από έναν μήνα τρομακτικής αγωνίας.

 

Ήταν ένας από τους πιο αξιοσημείωτους συγγραφείς του αιώνα μας και ταυτόχρονα ένας άνθρωπος απ’ τους πιοέντιμους, ειλικρινείς, ευθείς και αφοσιωμένους που θα μπορούσαμε ποτέ να γνωρίσουμε. Η μετριοφροσύνη του άγγιζε τα όρια της ταπεινότητας. Δεν ήθελε καθόλου να μιλάνε γι’ αυτόν στις εφημερίδες και δεν ήταν λίγες οι φορές που εγκωμιαστικά άρθρα για το πρόσωπό του τον πλήγωναν τόσο πολύ σα να επρόκειτο για προσβολές. Κι αυτό γιατί δεν αποδεχόταν, πέρα από τη δημοσίευση του λογοτεχνικού έργου του, τηνκυκλοφορία οποιουδήποτε κειμένου σχετικά με την προσωπική του ζωή. Μέχρι και η κριτική των έργων τέχνης τούέμοιαζε ως απόλυτη αμετροέπεια. Όταν πάλι κάποιος δημοσιογράφος τύχαινε σε άρθρο σχετικό με κάποιο απ’ τα βιβλία του νααναφέρει και ορισμένεςπληροφορίες για τον ίδιο ή και τη ζωή του, ο Τουργκένιεφ φανέρωνε όχι μόνο την ενόχλησή του αλλά και την ντροπή που ένιωθε ως συγγραφέας και άνθρωπος στου οποίου το λεξιλόγιο η μετριοφροσύνη ήταν συνώνυμη της σεμνότητας.

 

Σήμερα, με αφορμή το θάνατό του, θα ήθελα να πούμε λίγα περισσότερα λόγια για το ποιος ήταν αυτός ο σημαντικός άνθρωπος.

 

Η πρώτη φορά, λοιπόν,  που αντίκρυσα τον Ιβάν Τουργκένιεφ ήταν στο σπίτι του Γκυστάβ Φλωμπέρ.

 

Η πόρτα άνοιξε. Ένας γίγαντας εμφανίστηκε, ένας ασημοκέφαλος γίγαντας, όπως λέμε στα παραμύθια. Είχε μακριά λευκά μαλλιά, παχιά λευκά φρύδια, τεράστια λευκή γενειάδα και μέσα σ’όλην αυτήν την ασημένιααστραφτερή λευκότητα που ακτινοβολούσε, έβλεπες το πρόσωπό του. Ένα πρόσωπο καλοσυνάτο και ήρεμο με ελαφρώς έντονα χαρακτηριστικά. Ένα πρόσωπο σαν παρακλάδι ενός ποταμού, όπου ξεχειλίζουν τα κύματά του, ή ακόμη καλύτερα, ένα πρόσωπο σαν αυτό του Αιώνιου Πατέρα.

 

Ήταν ένας άντρας πολύ ψηλός, μεγαλόσωμος, γεμάτος αλλά όχι χοντρός. Οι κινήσεις αυτούτου κολοσσού όμως ήταν σαν τις κινήσεις ενός μικρού παιδιού, ντροπαλές και συγκρατημένες. Η φωνή του ήταν γλυκιά, σχεδόνμαλακή, λες και η παχιά του γλώσσα στριφογύριζε μες στο στόμα του με δυσκολία. Ορισμένες φορές δίσταζε στο λόγο του καθώς έψαχνε μια συγκεκριμένη λέξη στα γαλλικά για να εκφράσει αυτό που σκεφτόταν. Τη λέξη την έβρισκε πάντα με εκπληκτική σαφήνεια κι αυτή η ελαφριά διστακτικότητα έδινε στο λόγο του ιδιαίτερη γοητεία.

 

Ήξερε να αφηγείται μ’ έναν τρόπο μαγευτικό, προσδίδοντας στο παραμικρό που έλεγε καλλιτεχνική σπουδαιότητα και διασκεδαστική χροιά. Τον αγαπούσαμε όχι μόνο για το υψηλό του πνεύμα αλλά και για την καλοσυνάτη και πάντα έκπληκτη αφέλειά του. Διότι αυτός ο ιδιοφυής μυθιστοριογράφοςπου είχε ταξιδέψει σε όλον τον κόσμο, είχε γνωρίσει όλους τους σημαντικούς ανθρώπους της εποχής του, είχε διαβάσει ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς και ήξερε να μιλάει όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες πέρα από τα ρωσικά, ήταν απροσδόκητα αφελής. Έμενε έκπληκτος και σαστισμένος μπροστά σε πράγματα που έμοιαζαν απλά για τα σχολιαρόπαιδα του Παρισιού.

 

Αναφέραμε ήδη ότι η αισθητή πραγματικότητα τον πλήγωνε. Το πνεύμα του δεν εκλπησσόταν καθόλου απ’ το οποιοδήποτε γραπτό κείμενο αλλά αντίθεταδιεγειρόταν από το παραμικρό που βίωνε ως εμπειρία.

 

Ήταν απλός, καλοσυνάτος και υπέρμετρα ευθύς, πρόθυμος όσο κανείς, αφοσιωμένος όσο ελάχιστοι παραμένουν και πιστός στους ζωντανούς αλλά και νεκρούς φίλους του.

 

Οι λογοτεχνικές του απόψεις ήταν τεράστιας αξίας και το φάσμα που αυτές εκτείνονταν πραγματικά ουσιώδες. Ο ίδιοςδεν έκρινε ποτέ το οτιδήποτε με στενή ή περιορισμένη ματιά εφόσον δεν πίστευε στις γενικότητες. Μ’ αυτό το πνεύμακατάφερε να καθιερώσει ένα είδος συγκριτολογικού στοχασμούμεταξύ των έργων παγκόσμιας λογοτεχνίας, της οποίας ήταν εκ βαθέων γνώστης. Εν ολίγοις, κατόρθωσε να διευρύνει το πεδίο των παρατηρήσεων του δημιουργώντας για παράδειγμα αντιστοιχίες ανάμεσα σε δύο βιβλία που γράφτηκαν σε διαφορετική γλώσσα στις δύο άκρες του πλανήτη.

 

Παρά την προχωρημένη του ηλικία και το επερχόμενο τέλος της συγγραφικής του καριέρας, οι ιδέες του πάνω στα γράμματα ήταν ιδιαίτερα προχωρημένες και μοντέρνες. Απέρριπτε τις παλιές συγγραφικές φόρμες που χρησιμοποιούσαν διάφορα τεχνάσματα ή και επιδέξιους συνδυασμούς με δραματικό τόνοσημειώνοντας πως αξίζει να μιλάμε για τη ζωή μόνο όταν μιλάμε για τη ζωή, για τις βιωμένες δηλαδή εμπειρίες ως έχουν, χωρίς μηχανορραφίες και φανφαρόνικες περιπέτειες.

 

Το μυθιστόρημα, κατά τη γνώμη του, αποτελεί την πιο σύγχρονη λογοτεχνική φόρμα που μόλις τώρα είναι που ξεφορτώνεταιτα τεχνάσματα της παραμυθίας που εξ αρχής είχε υιοθετήσει. Μέχρι και σήμερα το μυθιστόρημα μας αποπλανούσε με συναισθηματικά θέλγητρα και αφελείς φαντασιώσεις. Ωστόσο, στις μέρες μας, που η αισθητική εξευγενίζεται, πρέπει να απορρίψουμε όλ’ αυτά τα κατώτερα μέσα, να απλοποιήσουμε και να ανυψώσουμε αυτήν την τέχνη που είναι η τέχνη της ζωής, που οφείλει να είναι η ιστόρηση της ζωής.

 

Τις φορές που του αναφέραμε τις αυξημένες πωλήσεις βιβλίων που ανήκουν στο λεγόμενοπαραπλανητικό είδος, απαντούσε:

 

« Οι άνθρωποι με κοινό πνεύμα είναι πολλοί περισσότεροι απ’αυτούς που είναι προικισμένοι μ’ έναν εκλεπτυσμένο νου. Όλα εξαρτώνται απ’τη νοητική κλάση του ανθρώπου στον οποίο απευθυνόμαστε. Είναι συχνό φαινόμενο ένα βιβλίο που αρέσει στο πλήθος να μην αρέσει καθόλου σ’ εμάς. Και ακόμη και αν μας αρέσει, να είστε σίγουροι πως θα είναι για τελείως άλλους λόγους, εκ διαμέτρου αντίθετους. »

 

Το ισχυρό χάρισμα της παρατηρητικότητας που διέθετε τον βοήθησε να αντιληφθεί το φυτεμένο σπόρο που θα οδηγούσε στη Ρωσική Επανάστασηπολύ πριν αυτή λάβει ευρεία δημοσιότητα. Στο περίφημο βιβλίο του Πατέρες και παιδιά(1862) αποτύπωσε την αναδυόμενη αυτή ψυχική κατάσταση των Ρώσων. Σαν φυσιοδίφης που βαφτίζει επί τόπου ένα άγνωστο ζώο που μόλις ανακάλυψε, είχε ήδη αποκαλέσει νιχιλιστές τις μισαλλόδοξες θρησκευτικές ομάδες των οποίων την ύπαρξη ξεχώρισε μέσα στο αναστατωμένο λαϊκό πλήθος.

 

Γύρω απ’ αυτό το μυθιστόρημα ξέσπασε μεγάλος θόρυβος. Ορισμένοι αστειολογούσαν ενώ άλλους τους εξόργισε. Κανείς πάντως δεν ήθελε να πιστέψει ό,τι προμήνυε ο συγγραφέας. Η λέξη νιχιλιστήςπαρέμεινε, ωστόσο, ως όρος που χαρακτήριζε την εκκολαπτόμενη σέκτα των φανατισμένων, της οποίας την ύπαρξη ουδείς μπορούσε να αρνηθείλίγο καιρό αργότερα.

 

Από τότε ο Τουργκένιεφ άρχισε να εμβαθύνει ακόμη περισσότερο, μ’ αυτό το ανιδιοτελές πάθος που χαρακτηρίζει πολλούς καλλιτέχνες, στην έρευνα της εξέλιξης του επαναστατικού δόγματος που είχε καιρό τώρα προαισθανθεί, αναγνωρίσει και αποκαλύψει.

 

Ο ίδιος δεν ανήκε σε κανένα πολιτικό κόμμα και συχνά έπεφτε θύμα επιθέσεων τόσο απ’ τους μεν όσο κι απ’ τους δε. Παρ’ όλα αυτά, αρκέστηκε στο να παρατηρεί και να γράφει ώσπου δημοσίευσε διαδοχικά τα μυθιστορήματα Καπνός (1867) και Χερσότοπος (1877), έργα που μαρτυρούν με τον πιο αποκαλυπτικό τρόπο τα στάδια εξέλιξης των νιχιλιστών, τις δυνάμεις και τις αδυναμίες αυτών των ταραγμένων νοητικά ανθρώπων, τις αιτίες των αποτυχιών τους καθώς και αυτές της ανάπτυξής τους.

 

Η φιλελεύθερη νεολαία τον λάτρευε και κάθε φορά που επέστρεφε στη Ρωσία τον υποδέχονταν σε κλίμα θερμών επευφημιών. Έχαιρε θαυμασμού απ’ όλους ενώ η εξουσία τον φοβόταν και καχύποπτα τον αντιμετώπιζαν τα διάφορα εξτρεμιστικά κόμματα. Ωστόσο, ο Τουργκένιεφ δεν επέστρεφε μετά χαράς στη χώρα του, παρόλο που την αγαπούσε σφοδρά, εξαιτίας των αναμνήσεων που είχε απ’ τις μέρες που πέρασε στη φυλακή μετά τη δημοσίευση της συλλογής διηγημάτων Αφηγήσεις ενός κυνηγού (1852).

 

Είναι αδύνατον να κάνουμε εδώ και τώρα ανάλυση του έργου αυτού του μεγάλου λογοτέχνη, ο οποίος θα παραμείνει ως μία εκ των θαυμαστότερων ιδιοφυϊών της ρωσικής λογοτεχνίας. Θα είναι πάντα – στο πλάι του φίλου του και ποιητή Πούσκιν, τον οποίο εκτιμούσε βαθιά, του ποιητή Λέρμοντοφ και του μυθιστοριογράφου και θεατρικού συγγραφέα Γκόγκολ – ένας απ’ αυτούς στους οποίους η Ρωσία οφείλει τη μεγάλη και αιώνια αναγνώρισή της. Ο Τουργκένιεφ έδωσε σ’ αυτόν το λαό κάτι το αθάνατο και ανεκτίμητο: μια καθαυτή τέχνη, έργα αξέχαστα, μία αίγλη τόσο πολύτιμη και άφθαρτη όσο καμία άλλη εφήμερη δόξα! Οι άνθρωποι σαν αυτόν κάνουν πολύ περισσότερα για την πατρίδα τους απ’ ότι άλλοι, όπως για παράδειγμα ο πρίγκιπας του Μπίσμαρκ: αγαπιούνται από τα υψηλά πνεύματα όλου του κόσμου, όλων των χωρών της γης.

 

Στη Γαλλία ήταν φίλος του ΓκυστάβΦλωμπέρ, του Εντμόν ντε Γκονκούρ, του ΒικτώρΟυγκώ, του Εμίλ Ζολά, του Αλφόνς Ντοντέ και όλων των λοιπών αναγνωρισμένων καλλιτεχνών.

 

Αγαπούσε πολύ τη μουσική και τη ζωγραφική. Στη διάρκεια όλης του της ζωής βρισκόταν σε συνεχή αναζήτηση ντελικάτων και εξεζητημένων απολαύσεων και ζούσε πάντα στους κόλπους της τέχνης, στον δονούμενο πυρήνα των λεπτεπίλεπτων εντυπώσεων και των ακαθόριστων αισθημάτων που αυτή προσφέρει.

 

Καμία ψυχή δεν υπήρξε τόσο ανοιχτή, τόσο εκλεπτυσμένη και διεισδυτική, κανένα ταλέντο πιο μαγευτικό, καμία καρδιά πιο πιστή και πιο γενναιόδωρη.