Ψυχοστιξία

Τα χρόνια πέρασαν απ’ το δέρμα μου σα βελόνες.
Το μελάνι έγραφε θάνατος
κι οι μαθητές μου διαμαρτύρονταν
γιατί δεν μπορούσε ο θάνατος να τους παρηγορήσει.
Σαν ταξιδιώτες καρφωμένοι στο παράθυρο
μυξόκλαιγαν που δεν είδαν ελάφι ή σκίουρο
ή που μπορεί ποτέ να μη δουν.
Το νόημά μου παρέμενε ακατάληπτο.
Τι σημασία έχουν οι λεπτομέρειες, τους έλεγα
ποιον άνθρωπο δεν ένιψε στο πρόσωπο ο ήλιος
ποιος άνθρωπος δεν ξεδίψασε με τρεχούμενο νερό.
Κάπου εκεί σταματούσα να μιλώ γιατί
μόνον οι αγέννητοι μπορούσαν να με καταλάβουν
καθώς τα πνευμόνια μου γέμιζα λαίμαργα μ’ αέρα και
με το καθετί βουλιμικά μεθούσα.

Τοπία της βροχής

Έχεις σταθμεύσει κάτω από ένα δένδρο.
Μες στη βροχή παρατηρείς
τα κίτρινα φύλλα στο γυαλί και
τη λαμαρίνα.
Με το κατάκοπο χέρι πιάνεις να αφαιρείς.
Στην αρχή είναι φύλλα, όμως
μετά από λίγο
συνειδητοποιείς ότι δεν ξεφλουδίζεις
φύλλα πια.
Πώς έγινε έτσι η ζωή σου.
Ανοίγεις το στόμα για να πιεις
κι αντί να ξεδιψάσεις, πνίγεσαι
και βήχεις.

ΑΦΑΣΙΑ

Αγαπώ την ποίηση
όπως αγαπά κανείς το σκύλο του.
Αυτή τα δίνει όλα
εγώ δε δίνω τίποτα
κι όπως με κοιτάζει στα μάτια
γεμάτη παράπονο
δεν μπορώ να της πω
πόσο μ’ αγαπάει.