Βιτζέντζος Κορνάρος, «Ερωτόκριτος» [γράφει η Ευθαλία Μπουκουβάλα- Κλώντζα] / Α΄ ΜΕΡΟΣ

`

Ο βασιλιάς Ηράκλης υποψιασμένος ότι η κόρη του αγαπά τον Ερωτόκριτο, αποφασίζει να την παντρέψει με το βασιλόπουλο του Βυζαντίου, που έχει εν τω μεταξύ στείλει με μαντατοφόρους προξενιό γι’ αυτήν. Η Αρετούσα αρνιέται επίμονα και ο βασιλιάς εξοργισμένος τη φυλακίζει μαζί με την παραμάνα της που προσπάθησε να τη δικαιολογήσει. Οι δύο νέοι σε άσχημες συνθήκες υποφέρουν ο ένας μακριά από τον άλλο. Όμως, κάποτε οι καιροί αλλάζουν και η μοίρα αποφασίζει να τους χαμογελάσει. Ύστερα από τρία χρόνια ένας βόρειος αντίπαλος, οι Βλάχοι (Ρουμάνοι) με τον βασιλιά τους Βλαντίστρατο, εισβάλλουν στη χώρα και πολιορκούν την Αθήνα. Παρουσιάζεται τότε ο Ρωτόκριτος αγνώριστος, γιατί έχει μαυρίσει το πρόσωπό του με ένα μαγικό υγρό και σώζει τον στρατό και την ίδια τη ζωή του βασιλιά Ηράκλη. Εξασφαλίζει μάλιστα και την τελική νίκη στη μονομαχία, από την οποία κρίνεται η έκβαση του πολέμου. Νικητής, αλλά και σοβαρά πληγωμένος ο Ρωτόκριτος μεταφέρεται, αγνώριστος πάντα, στο παλάτι. Αρνούμενος κάθε άλλη ανταμοιβή ζητά να πάρει για γυναίκα του τη φυλακισμένη ακόμη Αρετούσα. Την επισκέπτεται ο ίδιος στη φυλακή και διατυπώνει ο ίδιος την πρότασή του, αλλά η κόρη αρνιέται με επιμονή, πιστή πάντα στην αγάπη της.

 

«ΡΩΤ: Λέγει: Κερά, κατέχεις το, ίντά ’καμα για σένα;

κι όσοι κι αν ήρθα να σε δου, σου τα ’χουσι πωμένα.

Τον κύρη σου, τη χώρα σου και το λαό τον άλλο

εγλύτωκα κ’ εις κίντυνον εβάλθηκα μεγάλο.

Και μη θαρρείς για πλερωμήν επάτησα στον Άδη,

μα’ το για σε, οπού πεθυμώ να σμίξωμεν ομάδι

εις έσμιξη παντοτινή, και ταίρι να σε κάμω

και δε λογιάζω δυσκολιά να βάλης σ’ έτοιο γάμο.»

(Ε, 463- 474)

 

«ΑΡΕ: Σκόλασε, αφέντη, τα μιλείς, πάψε τ’ αναθιβάνεις

γιατί εύκαιρα κουράζεσαι, μόνο τον κόπο χάνεις.»

(Ε, 485-486)

[…]

 

«ΑΡΕ: Πήγαινε, μην πειράζεσαι και πε το του κυρού μου

πως κείνα που του εμίλησα, πάντα ’χω μες στο νου μου.

Κι αν είν’ κ’ εις έτοιο πόλεμον ήθελε να σε βάλη,

ας κάμη πλούσα αντίμεψη και πλερωμή μεγάλη»

(Ε, 491-494)

[…]

 

«ΑΡΕ: Και χίλιοι χρόνοι ανέ διαβούν και χίλιοι ανέν περάσου,

πάντα ’ναι σ’ ένα οι λογισμοί ∙δε στρέφνου μηδ’ αλλάσσου».

(Ε, 505-506)

Ο αγνώριστος μελαχρινός νέος την υποβάλλει τότε σε δοκιμασία- γνωστή τεχνική στη Γραμματεία – με μια πλαστή ιστορία που δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ότι ο Ερωτόκριτος έχει πεθάνει. Της αφήνει μάλιστα το δακτυλίδι της, που τάχα ο Ερωτόκριτος πεθαίνοντας του έδωσε και η Αρετούσα, αναγνωρίζοντάς το, θρηνεί για το χαμό του αγαπημένου της.

 

«ΠΟΙ:Το εμπήκεν ο Ρωτόκριτος εις τη φλακήν, αρχίζει
να της μιλή και σπλαχνικά να την αναντρανίζη.

ΡΩΤ: Λέγει της: «Το μ’ ερώτηξες, να σου το πω και γροίκα
πού το ’βρηκα το χάρισμα οπ’ εδεπά σ’ αφήκα.

Είναι δυο μήνες σήμερο που ’λαχα σ’ κάποια δάση,
εις τη μερά της Έγριπο, κ’ εβγήκαν να με φάσι

άγρια θεριά κ’ εμάλωσα κι εσκότωσα από κείνα
κι από τα χέρια μου νεκρά όλα τα πλια απομείνα.

Με κίντυνον εγλύτωσα κι όση ώραν επολέμου
να λυτρωθώ απο λόγου τως δεν τ’ όλπιζα ποτέ μου.

Μα εβούηθησε το ριζικό, τ’ Άστρη μ’ ελυπηθήκα
κ’ σκότωσα κ’ εζύγωξα κι αλάβωτο μ’ αφήκα

Δίψα μεγάλη εγροίκησα στον πόλεμον εκείνο‧
γυρεύοντας να βρω δροσάν ήσωσα σ’ ένα πρίνο

και παραμπρός μου εφάνιστη μου κουτσουναράκι εκτύπα,
σιμώνω, βρίσκω το νερό στου χαρακιού την τρύπα.

Ήπια το κ’ εδροσίστηκα κ’ε πέρασέ μου η δίψα,
μα πούρι κι άλλα βάσανα ετότες δε μου λείψα.

Ήκατσα να ξεκουραστώ σιμά στο κουτσουνάρι,
όντε γροικώ αναστεναγμό και μύσμα του αρρωστάρη.

Και βιαστικά σηκώνομαι, το ζάλο μου σπουδάζει
να δω ποιος είναι που πονεί και βαριαναστενάζει

και μπαίνω μέσα στα δεντρά που ’σαν κοντά στη βρύση,
ογια να βρω κι ογια να δω εκείνον όπου μύσσει.

Βρίσκω ένα νιον ωριόπλουμο που ’λαμπε σαν τον ήλιο
κι εκείτετο ολομάτωτος ομπρός εις ένα σπήλιο.

Σγουρά, ξαθά ’χε τα μαλλιά κ’ ειςτα σοθέματά του
μ’ όλον οπού’το σα νεκρός, ήδειχνε η ομορφιά του‧

και δυο θεριά στο πλάγι του ήσανε σκοτωμένα
και το σπαθί και τ’ άρματα, περίσσα ματωμένα.

Σιμώνω, χαιρετώ τονε, λέγω του: «Αδέλφι, γεια σου.
Ίντά ’χεις κι απονέκρωσες; Πού ’ναι η λαβωματιά σου;»

Τα μάτια του είχε σφαλιστά, τότες τ’ αναντρανίζει
κ’ εθώρειε δίχως να μιλή και στο λαιμό του ’γγίζει.

με το δακτύλι δυο φορές κ’ ήδειχνε να γνωρίσω
πως είναι εκεί η λαβωματιά, να δω να του βουηθήσω.

Το στήθος του εξαρμάτωσα και μια πληγή του βρίσκω
δαμάκιν αποκατωθιό από τον ουρανίσκο.

Ολίγο κι ουδέ τίβοτσι τον είχε δαγκαμένο
μα’ θελεν έχει το θεριό δόντι φαρμακεμένο

κ’ επήρε του τη δύναμη και την πνοήν εχάσε
και το φαρμάκι επέρασε και μέσα τον επιάσε‧

κι αγάλια αγάλια εχάνετο σαν το κερί όντε σβήνη
ήκλαψα κ’ ελυπήθηκα πολλά την ώρα κείνη.

Σαν αδελφό μου καρδιακό τον ήκλαιγα κ’ επόνου,
μα πόνοι, δάκρυα, κλάηματα άθρωπο δε γλυτώνου.

Εψυχομάχειε κ’ ήδειχνε να στέκω, μη μισέψω
κ’ εθάρρειε πως έτοια πληγήν εμπόρου να γιατρέψω.»

(Ε, 881- 928)

[…]

«Δείχνει μου το δακτύλι του, που ’χε το δακτυλίδι
κ’ εγνώρισα πως χάρισμα σα φίλος μου το δίδει‧»

(Ε, 935-936)

[…]

«Τότες μια σιγανή φωνή μόνο τ’ αφτιά μου ακούσα
κ’ είπασινε τα χείλη του: «Εχάσα σε, Αρετούσα.»

(Ε, 951-952)

[…]

«Ετούτον είπε μοναχάς κ’ ετέλειωσε η ζωή του
και με πρικύ αναστεναγμόν εβγήκεν η ψυχή του.

Τούτα τα χέρια οπού θωρείς λάκκο ζημιό του εσκάψα
τούτα τον εσήκωσασι και τούτα τον εθάψαν

ΠΟΙ: Ως τ’ άκουσεν η Αρετή, ώρα λιγάκι εστάθη
αμίλητη και ο πόνος της την ήκαμε κ’ εχάθη»

 

(Ε, 955-960)

 

Σε απόγνωση πια η Αρετούσα ξεσπά σε γόο για τον βέβαιο – κατά τα λεγόμενα του «ξένου» –  χαμό του αγαπημένου της:

 

«ΑΡΕ: Ρωτόκριτε, ίντα θέλω πλιο τη ζήση να μακραίνω;

Ποια ολπίδα πλιο μου ’ πόμεινε και θε να σ’ ανιμένω;

Δίχως σου πώς είν’ μπορετό στον κόσμο πλιο να ζήσω;

Ανάθεμα το ριζικό στα φύλαγεν οπίσω!»

(Ε, 985-988)

Ο Ερωτόκριτος, μετανιωμένος που δοκίμασε τόσο ακραία την αγάπη της Αρετούσας, δεν αναβάλλει πλέον την αναγνώριση, αλλά αμέσως με το μαγικό υγρό παίρνει πάλι την αληθινή του μορφή, αιφνιδιάζοντας και προκαλώντας νέο κύμα συγκινήσεων στην αγαπημένη του.

 

«ΡΩΤ: Λέγει: Αρετή, τα μου’ τασσες εξελησμονηθήκα;

Γιατί ’ρθα από την ξενιτιάν επήρες τόση πρίκα;

Αλίμονο όποιος γελαστή να ’χη εις γυναίκα ολπίδα!

Και πού ’ναι τα όσα μου ’ταξες στη σιδερή θυρίδα;…»

(Ε, 1077-1080)

 

«ΑΡΕ: Σαν επαρασυνήφερε: «Εσύ ’σαι πούρι, λέγει,

απαρθινά ’ν’ πως σε θωρώ, γή όνειρο με παιδεύγει,

γή κομπωμένος λογισμός σήμερο με πειράζει,

γη φαντασά πατάσσει με και δείχνει πώς του μοιάζει;»

(Ε, 1099-1102)

 

Τα νέφη της σύγχυσης τα διαδέχεται η ξαστεριά της αναγνώρισης και η πλημμυρίδα των συναισθημάτων. Κατασυγκινημένοι κλαίνε κι οι δυο για τα βάσανα που πέρασαν, για τα χρόνια που έζησαν ο ένας μακριά απ’ τον άλλο. Ο Ερωτόκριτος αποκαλύπτει σε όλους την ταυτότητά του, συμφιλιώνεται με τον βασιλιά και ανεβαίνει στον θρόνο της Αθήνας. Το πολυβασανισμένο ζευγάρι στεφανώνεται μέσα σε γενική χαρά κι έτσι μια ιστορία μεγάλης αγάπης επισφραγίζεται μ’ ένα ωραίο τέλος.

 

«ΠΟΙ: Ήρθεν η μέρα η λαμπυρή, γλυκύς καιρός αρχίζει

κ’ εκάθισε ο Ρωτόκριτος εις το θρονί κι ορίζει.

Με φρόνεψη πορεύγεται, με γνώσην ορδινιάζει,

πριχού ’ρθουσι τα πράματα, προβλέπει και λογιάζει.

Όλοι τον αγαπήσασι κ’ εις τ’ όνομά του ομνέγα

κι από τους πρώτους βασιλιούς πρώτο τον εδιαλέγα

(Ε, 1503-1508)

 

Ένα καλό τέλος, μήνυμα διαχρονικό, παρήγορο κι αισιόδοξο, για κάθε ερωτευμένο που είναι μοιραίο να χαθεί στους επικίνδυνους δρόμους του έρωτα, αν δεν προσανατολίζεται σταθερά από την πυξίδα της ελπίδας…

 

«ΠΟΙ: Ετούτ’ η αγάπη η μπιστική με τη χαρά ετελειώθη

και πλερωμή στα βάσανα μεγάλη μας εδόθη.

Και κάθα εις που ήκουσε εδά κι ας το κατέχη:

μη χάνεται στα κίντυνα, μα πάντα ολπίδα ας έχη.»

(Ε, 1521-1524)

 

«ΠΟΙ: Για τούτο οπού’ ναι φρόνιμος, μηδέ χαθή στα πάθη

το ρόδο κι όμορφος αθός γεννάται μες στ’ αγκάθι.»

(Ε, 1519-1520)

 

 

************************************************************************

Βιβλιογραφικές Αναφορές

`

 

Αλεξίου, Σ (1995). Πρόλογος- Εισαγωγή, Στο: Ερωτόκριτος. Αθήνα: Βιβλιοπωλείο της «Εστίας» – Ι.Δ. Κολλάρου και Σίας Α.Ε.

Βάρναλης, Κ. (1958). Αισθητικά- Κριτικά Β΄. Αθήνα

Δημαράς, Θ.Κ. (1985). Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Αθήνα

Κορνάρος, Β. (1995). Ερωτόκριτος. Αθήνα: Βιβλιοπωλείο της «Εστίας» – Ι.Δ. Κολλάρου και Σίας Α.Ε.

Μπουκουβάλα- Κλώντζα, Ε. (2019). Η πρόσληψη του Ερωτόκριτου υπό το πρίσμα της Κοινωνικής Ψυχολογίας: κοινωνική σύγκρουση, επιρροή, ζητήματα ταυτότητας και ετερότητας. Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο για τον Ερωτόκριτο (Ρέθυμνο, 21-23 Ιουνίου 2019). (Τα Πρακτικά υπό έκδοση).

Πολίτης, Λ. (1980). Ιστορία της  νεοελληνικής λογοτεχνίας. Αθήνα

Τριανταφυλλίδης, Μ. (1938). Νεοελληνική γραμματική. Ιστορική εισαγωγή. Αθήνα