I.

Μεμιάς να δοκιμάσεις των τεράτων
μπορείς με την υπομονή του όνου
σα θραύσμα απ’ τα φράγματα του Μόρνου
θρηνείς χροιές αλλοτινών σταράτων.

Στο πράσινο δωμάτιο της ελπίδας
μαραίνονται οι στιβάδες του χιονιά
ό,τι το χιόνι στρώνει η αναβροχιά
λασκάρει η υποδοχή της βίδας.

Ελεύθερη περιστροφή της σκέψης
γύρω απ’ το χρυσό που φτύνει ο Μίδας
παραγκωνιστής ολέθριας έξης.

Και να σου διάφανοι οι άνθρωποί μας
στο στόμα ένα καρότο παρωπίδας
στις γειτονιές χαθήκαν οι εχθροί μας.

II.

Σαν της σελήνης ανάψουν τα κεριά
κόπωση θα χτυπήσει τους πλανήτες
άλλοι θα ’ναι τότε οι λαιμοδύτες
νονοί μιας κολυμπήθρας γερά σκαριά.

Μετήλιαγμα με τύφλα θ’ ανταμείψει
την όραση που χαίρεται η νυχτιά
στην ποίηση θα γυρίσουν τα παιδιά
κι αυτή που επικράτησε θα εκλείψει.

Την έκλειψη θ’ ακούσουν οι μαστόροι
τα έργα τους η ανάγνωση θα στίψει
όλα θα τα διαβάζουν οι τενόροι.

Μπουκάλες θ’ αγοράσουν φελλοκτόνων
κι όσοι σουρώθηκαν από τη λήψη
δισκίου απ’ τους χλευαστές των πόνων.

III.

Λένε πως η μανούλα του φευγάτου
δεν έκλαψε ποτέ της ούτε σταλιά
καμάρωνέ τον μονάχα με φιλιά
του μάθαινε τις τεχνικές του γάτου.

«Μια μέρα», της μηνύσαν τα ζαρκάδια
«οι λέοντες εμπόδια θα στήσουν
τα χνάρια τους στο χώμα θα σκαλίσουν
ποτάμια να διασχίζουν τα λαγκάδια».

Μα εκείνη δεν επίστεψε στα λόγια
σάμπως να της φανήκαν τούτα άδεια
θυμήθηκάν τα όμως τα ρολόγια

σαν λιποτάκτης πίσω της πεισμώνει
δε θέλει να πηδά με τα κοπάδια
κι αν τύχει κι είναι γιος της;-βαλαντώνει.

ΜΑΡΑ

Γέρνεις τρυφερά πάνω στο στήθος μου
πλάσμα της νύχτας φαίνεται πως μοιάζεις
με τη θλίψη μου και με αγκαλιάζεις
με τον τρόπο που ξεσπά το ήθος μου.

Το στήθος σου αργά αποκαλύπτεις
με το γάλα σου ραίνεις τις πληγές μου
πλάσμα της νύχτας τ’ όνομά σου πες μου
στο σκότος ταξιδεύουμε μιας κρύπτης.

Το χορό μας δε θέλεις να τελειώσεις
συγκινημένη μέσα μου κουρνιάζεις
αυτό που με βουρκώνει θες να λιώσεις.

Τη ζέστα που θεριεύει στα μαλλιά σου
στην ψυχή μου ακίνητη σταλάζεις
το ποίημά μου παίρνει τ’ όνομά σου.