Παρελθοντολογώντας

Σαν σκάψεις βαθιά στο χαντάκι της συνειδήσεως
Θα βρεις στα έγκατα της σμπαραλιασμένης σου μνήμης
Τις λησμονημένες ρίζες του άγνωρου μέλλοντος
Κάποτε ήσουν ένας αρχαίος σπόρος που ήλπιζε να βλαστήσει
Δίπλα σε ξεβαμμένα πετρώματα ξεροσταλιασμένων αιώνων
Τώρα ένας καμπουριασμένος φοίνικας ˙ που ανεξηγήτως γιατί
Βαστά με απαράμιλλο πείσμα το κούφιο σκαρί του μη πέσει.

Το γεράκι

Αν μ’ αγαπούσα όσο με πίστεψα
θ’ αποδεχόμουν τον εαυτό μου και ως δεύτερο
γεράκι θα ‘νιωθα περήφανο κι ελεύθερο
που δυναμώνει στη σκιά του αετού.
Όταν θα ‘ρχόταν η στιγμή να πολεμήσω
δε θα μ’ ενδιέφερε ποια μάτια θα κεντρίσω
τι θα κερδίσω, μα τι ενδέχεται να χάσω
θα ‘ξερα τι ‘χα και θα μου ‘ταν αρκετά.
Άμα μου χάριζα όσα μου στέρησα
θα ‘χα έναν ήλιο να φωτίζει το ταβάνι μου
τα κρύα βράδια να φυλάει το τομάρι μου
μιας και ουδέποτε με πρόσεξα εγώ.
Θα κράταγα άπνοια πριν φτάσω στον πυθμένα
κι άμα κατάφερνα μονάχος μου να βγω
θα μάθαινα να συνυπάρχω και να ζω
με τα παράξενα και τ’ άδικα του κόσμου.

Κουράστηκα

Φέρω μια ένοχη αθωότητα σαν ξένη ευθύνη
στα ξέγνοιαστά μου πρωινά μια σκοτοδίνη
επιχειρώντας να εξηγήσω τ’ ανεξήγητα
να μοιραστώ τ’ ανομολόγητά μου κάπου.
Τρέφω ένα φόβο για το ίδιο μου το είναι
πόσοι από ανάγκη μου’ παν: «μείνε»
και πόσοι φύγανε χρωστώντας μου ένα αντίο
αρπάζοντας το εναπομείναντό μου μπρίο.
Νιώθω ένα βάρος μέσα μου ασήκωτο
κι ούτε που ψάχνω πια γι’ αντίδοτο
καθώς ανίατη ασθένεια φαντάζει
τούτης της άψυχης ψυχής μου το μαράζι.
Φιλοδοξώντας να γευτώ τη ματαιότητα
έγινα ένα με όσα χλεύαζα καιρό.
Κουράστηκα πια. Δε θέλω. Δεν μπορώ.
Γιατί να μάθω στα πολλά κι όχι στα λίγα;
Πάντοτε ο νους μου ήταν κέντρο διασκεδάσεως
που να σχολάσει προγραμμάτιζε αργά
με το ξημέρωμα κι ακόμη λίγο.
Πόσα ταξίδια με τα πόδια πήγα;
Και πόσα ανέβαλα για ψύλλου πήδημα.
Πόση ντροπή χωρά ένα σκίρτημα
και πόση άρνηση το δάκρυ να κυλήσει.

Όταν βρέχει

Όταν βρέχει
Ταμπουρώνεται όλη η πλάση
Σπίτια, πολυκατοικίες, καλυβάκια
Και φωλίτσες από χνότα ασφυκτιούν
Κρίμα που όλοι δεν χωρούν και περισσεύουν
Μουσκεμένοι στα σκαλιά μιας πλατειούλας
Κάποιοι πάλι μαρτυρούν κι άλλοι απόψε ξεψυχούν
Σε μι’ ακρούλα ενός δρόμου “σαν στο σπίτι τους”
Μόνοι φεύγουν
Απ’ το μέρος που δε διάλεξαν να ‘ρθουν
Πριν προλάβουν στη ζωή να συστηθούν.

Απόψε

Απόψε ˙
τη στιγμή που τ’ άστρα θ’ ανάψουν από ‘να κεράκι για μας
κι η σελήνη τη δάδα της
να κοιτάξεις ψηλά ˙ θα σε βλέπω
με μια νοσταλγία που θα μου φέρνουν τα μυροβόλα σου μαλλιά.
Απόψε ˙
τη στιγμή που οι πολεμιστές θα σωριάζονται χάμω
εξαντλημένοι κι απεγνωσμένοι από τις αδιάκοπες μάχες
να προσευχηθείς στο όνομα της ειρήνης
γονυπετής στο μαρμαρωμένο σου παρόν.