Ωδή στην επανάσταση (1918)

 

Σε σένα,
κατασφυριγμένη,
χλευασμένη από πυροβολαρχίες,
σε σένα,
καταφαρμακωμένη με κακολογίες των λογχών,
θαυμασμένος υψώνω
πάνω απ’τις απλωμένες υβρεολογίες
της ωδής το μεγαλειώδες
«Ω»!
Ω, άγρια!
Ω, παιδική!
Ω, καπικένια!
Ω, απρόσιτη!
Με ποιο άλλο όνομα σ’αποκαλούσαν;
Ποια άλλη όψη θα μου δείξεις, διπρόσωπη;
Όρθια κατασκευή
ή ερείπιο;
Στον μηχανοδηγό,
με καρβουνόσκονη σκεπασμένο,
στον ανθρακωρύχο,
που τα βάθη της γαίας τρυπά,
λιβανίζεις,
λιβανίζεις αφοσιωμένη,
δοξάζεις την ανθρώπινη δουλειά.
Και αύριο
ο Όσιος
του ναού τα ψαλίδια
μάταια απλώνει και για έλεος διψά –

το κάθε κανόνι σου, χοίρος-πλατυμύτης,
της χιλιετιές του Κρεμλίνου χτυπά.
«Δόξα».
Ρογχά στο ταξίδι το θανατερό.
Κραυγή των σειρήνων, πνιγμένα λεπτή.
Εσύ στέλνεις ναύτες
εκεί που βουλιάζει το θωρηκτό,
εκεί,
για το μικρό ξεχασμένο γατί.
Και ύστερα!
Σαν μέθη πλήθος φωνάζεις.
Ξένοιαστο το μουστάκι στην πυρά.
Με υποκοπάνους διώχνεις ασπρόμαλλους ναυάρχους
με τα κεφάλια κάτω
στο Έλσινγκφορς απ’ τη γέφυρα.
Όλο γλείφει πληγές των ημερών που περάσαν
και πάλι βλέπω φλέβα κομμένη.
Σε σένα το μικροαστικό
«Ω, τρισανάθεμά σε!»
και το δικό μου,
ποιητικό
«Ω, τετράκις δόξα σοι, ευλογημένη!»

 

`

*

 

Λίγα λόγια για τη γυναίκα μου (1913)

 

Στων πελάγων των αγνώστων τη μακρινή παραλία

βαίνει η σελήνη

η γυναίκα μου.

Η κοκκινομάλλα μου ερωμένη.

Πίσω από την αμαξοστοιχία

τείνεται μια φωναχτή ορδή από αστερισμούς ριγέ χρωματισμένη.

Στεφανώνεται με των αυτοκινήτων το γκαράζ

φιλιέται με των εφημερίδων τα περίπτερα,

ενώ του λοφίου ο Γαλαξίας σαν παραπαίδι που γνέφει

στολίστηκε με πούλια αστραφτερά.

Κι εγώ;

Μα μου έφερε, τον καιόμενο, των φρυδιών το ζυγάρι

από τα μάτια πηγάδια παγωμένους κουβάδες.

Σε λιμναία μετάξια τον εαυτό σου έχεις κρεμάσει,

υμνούσαν άραγε οι μηροί με βιολί κεχριμπάρι;

Σε μέρη όπου είναι των σκεπών η κακία

δεν μπορείς να πετάξεις πουλιά δασικά.

Στις λεωφόρους βουλιάζω, τυλιγμένος στων άμμων τη μελαγχολία:

μα αυτή είναι η κόρη σου-

το τραγούδι μου

με κάλτσα νταντελωτή

έξω απ’ τα καφενεία!