Όσο πιο μακρόχρονη και εμβριθής είναι η σπουδή, τόσο ωριμότερη και η προσέγγιση στο ποιητικό θησαύρισμα του κορυφαίου ποιητή Τάκη Βαρβιτσιώτη (1916-2011), του πιο διαφανούς ίσως εκπροσώπου του ρομαντικού συμβολισμού στην Ελλάδα. Εύλογο τίθεται το ερώτημα μετά την φυσική απουσία του δημιουργού, κατά πόσον ο Τ. Β. επηρέασε νέες ποιητικές συνειδήσεις και τι γόνο ενέσπειρε υφολογικά, μορφολογικά και τεχνοτροπικά σε άλλους ποιητές.
Η ευθραυστότητα ωστόσο ενός τόσο κομψού και κρυστάλλινου ποιητικού χειροτεχνήματος, απαιτεί εύψυχους κριτικούς και μυημένους ποιητές- μελετητές, με ενσυνείδητη κλίση στην εξόρυξη του ποιητικού θησαυρίσματος.
Οι εικονοποιήσεις του Βαρβιτσιώτη, δυναμωμένες από την αλληγορία των συμβόλων, συνιστούν μια διαρκή άσκηση αισθητικής γραφής, που μαζί με την αφαιρετική λιτότητα αγγίζουν τη μεταρσίωση.


Το επίθετο που χρησιμοποιεί ο Β. ξεχωρίζει τροπαιοφόρο, αναπάντεχα εντυπωσιακό, μυστηριακά γοητευτικό. Δεν έχει καμμία απολύτως κοινή θέση με το αντικείμενο-ουσιαστικό που προσδιορίζει, τουναντίον προσάγει μίαν ολότελα καινή ενέργεια στον πολύτροπο και πολύκλαδο ποιητικό λόγο.
Όπως έχω γράψει και σε παλαιότερο σημείωμά μου (« Ο Τ. Βαρβιτσιώτης και το τρίτο Νομπέλ που ακόμα δεν ήρθε»), « ..χειρίζεται με σεβασμό και ιδιοφυΐα την ελληνική γλώσσα με το γνήσιο ποιητικό του ένστικτο. Η γλωσσοπλαστική του δεινότητα ανεβάζει την ποιητική τέχνη σε λυροπρόφερτη μυστικιστική τελετουργία.» (εφημ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Λαρίσης, 2009).
Το άλογο, ο καθρέφτης, ο ουρανός΄ τα αχώριστα σύμβολά του στον ανέσπερο χρόνο.
Το χρυσαφένιο, το κοκάλινο, το πορφυρό΄ τα χρώματα της ποιητικής του γεωγραφίας.
Τα αστέρια, οι υάκινθοι, οι μυρσίνες και οι υδάτοφόρες πηγές΄τα φλάμπουρα της ιμπρεσσιονιστικής του ευδαιμονίας.
Η ατέρμονη ιχνηλασία της ομορφιάς τίθεται ως πρωτοσκοπός της ποιητικής του σκαπάνης. Γράφοντας λόγο ονειρικό, αναζητά μίαν οικείωση με το θαύμα: « Γράφω για ν΄αντέξω την ιδέα του θανάτου».
Η πνευματική του συγγένεια με τους ποιητές Μαλλαρμέ, Θέμελη, Σαραντάρη, με τους μουσικούς Σοπέν και Χατζιδάκη και με τους ζωγράφους Μονέ και Μιλλέ, προσέφερε στον Βαρβιτσιώτη -πέραν της πολυμορφίας- μία γλωσσική ευρηματικότητα και ακόμη περισσότερο μία διαρκή άσκηση αισθητικής γραφής που, κατά τον Βρεττάκο, άπτεται της αγγελικότητας.
Οι δοκιμιακές του εργασίες περί Λόρκα και Σαραντάρη καταδεικνύουν αυτήν ακριβώς την υπεραφθονία της γλώσσας , όλο αισθητική κομψότητα, ευγένεια και αρετές της ελλειπτικής γραφής, δείγματα ενός ανώτερου ποιητικού ενστίκτου.
Οι αριστουργηματικές του μεταφράσεις ποιημάτων των Μαλλαρμέ, Πήρς, Ρεβερντύ, Αλμπέρτι, Λόρκα, Μποσκέ και Νερούντα, εκθειάζουν από τη μία την ικανότητα απόδοσης στη νεοελληνική με την μετρική τους απάρθενη τελειότητα και από την άλλη την λυρική αξιοσύνη και την αγάπη του Βαρβιτσιώτη ιδιαιτέρως σε ό,τι έχει να κάνει με την Γαλλο-Ισπανική και την Λατινοαμερικανική ποίηση. Έργο μιας ολάκερης ζωής υπήρξε η επίμοχθη άσκησή του με το φαινόμενο Στεφάν Μαλλαρμέ. Τριάντα χρόνια ιερουργούσε πάνω στο ποιητικό χειροτέχνημα του Γάλλου «Πρωτεσίλαου» του συμβολισμού, με μια τελειομανία ασκούμενη από πάμπολλες διορθωτικές γραφές. Η πολύχρονη αυτή ασκητική προσπάθεια απέφερε τελικά τα εκλεκτά ποιήματα στην νεοελληνική , με μια ασύλληπτη μυστηριακή ωραιότητα:
« Τροπαιοφόρος διέφυγα μια ωραίαν αυτοκτονία
Δόξας δαυλός, αίμα κι αφρός, χρυσάφι, τρικυμία!.»
Από τις σαράντα ποιητικές του συλλογές, υπογραμμίζω επιλεκτικά πέντε, θεωρώντας τες ως τις λυρικότερες, θεσπέσια δείγματα ελλειπτικής γραφής και μορφικής καθαρότητας:
α. « FRAGMENTA ή Η ΒΛΑΣΤΗΣΗ ΤΩΝ ΟΡΥΚΤΩΝ» (1979) :
« Κίτρινο κοκκάλινο απομεσήμερο
Υακίνθων έκρηξη πάνω στα τζάμια».
β. «ΦΑΕΘΩΝ» (1984):
« Το πεπρωμένο μας εδώ χαραγμένο
Επάνω στις φτερούγες ενός πουλιού αποδημητικού».
γ. « ΑΛΦΑΒΗΤΑΡΙΟ» (1954):
« Όταν χιονίσει είπε το πουλί
Κάθε φτερό μου θα υψωθεί
Ανάλαφρο στα ουράνια».
δ. « Η ΑΤΡΑΠΟΣ» (1976):
« Μέσα στον κήπο συντριβάνια
Και πολύχρωμα πουλιά….
Σε λίγο θα’ χουμε ερωτευθεί
Σε λίγο θα’ ναι καλοκαίρι
Σε λίγο θα’ μαστε νεκροί».
ε. « ΥΔΑΤΟΣΗΜΑ» (2010):
« Η ποίηση σωριάζει τις σκιές
Τη μια πάνω στην άλλη».
Επίσης, σε μια από τις ωριμότερες λυρικές του δημιουργίες «ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ Τ’ΟΥΡΑΝΟΥ» (2001), ο ποιητής γονιμοποιεί την καθαρή ποίηση με μια γραφή εξόχως αφαιρετική και πυκνόφυλλη, όπου εξαίρεται το φεγγοβόλο δέος μπροστά στην μετάσταση των αποδημούντων ποιητών:
« Οι ποιητές μεταναστεύουν σε μιάν άλλη σιωπή
Όπου στραφτοκοπούν χιλιάδες άσπιλες ψυχές..»
Αυτή είναι η ποίηση του Τάκη Βαρβιτσιώτη. Μια φλογισμένη από ρόδα άνοιξη, μια αθωότητα που διαρκεί, ένα όνειρο που ανθίσταται έως το μνήμα του κοιμητηρίου, μια προσδοκία πριν την τελευταία αποδημία.
Βεβαιότατα ο Β. , προερχόμενος από την ωραία μαγιά των Γ. Σαραντάρη και Κ. Εμμανουήλ, έθρεψε νεώτερες ποιητικές συνειδήσεις, ενσταλάζοντας το γονίδιο του ρομαντικού συμβολισμού σε ποιητές ενεργούς στις μέρες μας, λειτουργούς της «καθαρής» ποίησης. Τρία παραδείγματα ενδεικτικώς ίσως είναι ο Ηλίας Κεφάλας, ο Βαγγέλης Κάσσος και ο Γιώργος Βέης. Στο έργο και των τριών κανοναρχεί η συνεχής άσκηση για την εκπλήρωση της ελλειπτικής γραφής και της λυρικής μουσικής σκέψης.
Σε μια από τις πάμπολλες συζητήσεις μας, ενθυμούμαι, τον Τάκη Βαρβιτσιώτη να μου εκμυστηρεύεται με αυθόρμητη ειλικρίνεια την προτίμησή του σε δύο σημερινούς πνευματικούς δημιουργούς, τους οποίους μάλιστα τους ξεχώριζε μέσα από μία πλειάδα πολύ καλών ποιητών και κριτικών, τον Δημήτρη Νικορέτσο και τον Ορέστη Αλεξάκη.
Έτσι περνά στην χορεία των μεγαλοδιάστατων ποιητών της Νεοελλάδας ο Τ. Β. , θεάμενος από μια μυημένη και σοβαρή κριτική προσέγγιση, ως ένας εκ των συνεπεστέρων λειτουργών της ποιητικής Τέχνης, μέσω των κατόπτρων της αισθητικής και ενός ανωτέρου ποιητικού ενστίκτου.
Στην ποιητική όπερα του Βαρβιτσιώτη, η απαράμιλλη λεκτική περιουσία του , γεμάτη από παρηχήσεις και μελωδικότητα , διαμοιράζεται απλόχερα ως φώς ιλαρό και μεταρσίωση. Ο ποιητής υπηρετώντας ακαταπαύστως την ελληνική γλώσσα, γίνεται ο συναισθηματικός λυτρωτής της , μέσα από το σφυρηλάτημα της λέξης. Στο ωραιότατο έργο της όψιμης ωριμότητος « ΑΤΡΙΟΝ» (έκδοση 2000), ο μεστός πόθος για ζωή μετασχηματίζεται σε αίσθημα φωτοχυσίας, το ελπιδοφόρο πνεύμα «όπου θέλει πνεί», μια εκλεπτυσμένη γοητεία σαν πρωϊνή θαλασσινή αύρα ορίζει αμετάκλητα το ποίημα:
« Άσωτες κηλίδες του φωτός
Ξετυλιχτείτε, ξετυλιχτείτε
Να γίνετε λάμψη
Και τραγούδι
Και χορός.»
Σε μια αντικειμενικότερη Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του μέλλοντος, το όνομα του Βαρβιτσιώτη θα γραφεί χρυσογράμματο, μαζί με αυτό των άλλων δώδεκα γιγάντων ποιητών, οι οποίοι αποτελούν σταθμό και ορόσημο στην επίπονη πορεία της λυρικής μας ποίησης: Ρίτσου, Σικελιανού, Σολωμού, Κάλβου, Παλαμά, Βρεττάκου, Ελύτη, Σινόπουλου, Καρυωτάκη, Σαραντάρη , Σεφέρη και Βάρναλη.
Ο λυρισμός, τουτέστιν η μουσική υποβλητική ατμόσφαιρα του στίχου, η εύρωστη λέξη και η απλωμένη φαντασία, γεννούν την συγκίνηση, που είναι το ζητούμενο. Χωρίς την συν-κίνηση αυτή δεν πληρείται το πρωταρχικό κριτήριο του εύφωνου συναισθήματος και της μουσικής.
Εντυπωσιάζει πάντοτε η αφαιρετική γραφή, ως η κορυφαία αρετή, η έλλειψη πλατειασμών και ο μετρημένος προσεκτικός βηματισμός- καθόλου βερμπαλισμός- ο ρυθμός και η μουσικότητα στο λεπτεπίλεπτο σώμα του ποιήματος. Μετά από απανωτές διορθωτικές και βελτιωτικές γραφές , ο Βαρβιτσιώτης, αναδεικνύει το ποίημα ως ένα κρυσταλλογράφημα πολύτιμο- προϊόν επίπονης άσκησης- το οποίο διαθλάται και φιλτράρεται από το ρίζωμά του έως την κορυφή, μέσα από τους καθρέπτες της αισθητικής.
Έτσι παραδίδεται στην αθανασία η πεμπτουσία του ακριβού και του αβεβήλωτου.-