Για το ανθρώπινο γένος θα έρθει  μια μέρα

Που σαν δεντρί ματαιότητας  θα το κυριεύσει η ξέρα.

 

Κι ο   γέρο ήλιος  στην απλωσιά  τ’ ουρανού

Κάρβουνο άχρηστο θα γίνει σβησμένου πυρσού.

 

Θα ‘ρθει μια μέρα που του κόσμου η παγωνιά

Σιγή  του πένθους θα γίνει   πολύ βαθιά :

 

Ίσκιος  βαρύτατος   στον πλανήτη θα πέσει

Κι  η Άνοιξη ποτέ πια δεν θα επιστρέψει ∙

 

Σαν μάτι  τυφλό η γη πεθαμένη,

Θα συνεχίσει να γυρνά συνεχώς ταραγμένη,

 

Αλλά μέσα  στο έρεβος, στα τυφλά, μοναχή της

Δίχως «αχ» και τραγούδια, δίχως την προσευχή της.

 

Μόνη με όλα τα όντα της τ’ αγαπημένα

Κουρασμένα  στον κόρφο της και κοιμισμένα.

 

(Μάνα  που  κινείται  ακόμη και με τα πικρά τα  φαρμάκια της

Που   αφήνουν στο  στήθος της  τα πεθαμένα παιδάκια της)

 

Τίποτα όρθιο… Πολιτείες ερείπια,  διαλυμένες

Θ’ ανέχεται πάνω στις πλάτες της τις τσακισμένες

 

Απ’ τα μεγάλα τα ύψη,  κατάμαυρη, το βουνό

Θα την  θωρεί  με το βλέμμα του το φθονερό

 

Ίσως κι η θάλασσα άλλο δεν θα ‘ναι από ‘να σκληρό

Κομμάτι πάγου, μέσα  και  έξω   εντελώς σκοτεινό.

 

Και μες την αγωνία της και την μοναξιά της

Θα ονειρευτεί τα δάση της και τα κύματα της

 

Θα ‘ναι τα χρόνια όπως περνούν, μια   προσμονή

Ενός  πλοίου, να οργώσει  το στέρνο της σαν το υνί

 

Κι εκεί που η άμμος σωρουδάκια  θ’   αφήνει ,

Με τ’ ακροθαλάσσι θα ονειρευτεί και τη σελήνη

 

 

Θα της μένει μόνο ο  πόθος  και τίποτα άλλο

Γιατί το φεγγάρι της θα ‘ναι σαν  κοιμητήρι μεγάλο

 

 

Ματαίως θα θέλει ο πάγος  στα δύο ν’ ανοίξει

Ανθρώπους και βράχους να τους ρουφήξει

 

 

Ν’  ακούσει πάνω τους  την τρομερή την κραυγή

Του ναυαγού που σ’ όλο τ’  άπειρο δυνατά αντηχεί:

 

 

Δεν θ’ απομείνει τίποτα ∙  από πόλο σε πόλο

Αγέρας μονήρης θα σβήσει τον κόσμο  όλο

 

 

Τις φιλήδονες οικίες των  Λατίνων

Και τα μίζερα καταφύγια των Βεδουίνων

 

 

Των Εσκιμώων   τους άφεγγους οικίσκους τους θολωτούς

Και τους εξαίσιους  και μεγαλόπρεπους  καθεδρικούς

 

 

Κι οι  μαύροι,  οι κίτρινοι  και οι ερυθροί,

Οι  μιγάδες, οι  μελαψοί  και οι  λευκοί

 

 

Θα κοιταχτούνε τότε όπως θα ‘ναι κάτω απ’ τη γη

Ζητώντας συγχώρεση για του  πολέμου τη τόση σφαγή

 

Από τα χέρια πιασμένοι,  την  ολοστρόγγυλη γη

Στον μεγάλο τους κύκλο  θα την κάνουν να μπει.

 

Βαριά θα στενάξουν με μία  φωνή:

_Ω, τι μάταιος πόνος που δεν ωφελεί!

 

_Ήταν  κήπος ο κόσμος ,  μεγάλος ροδώνας

Οι μεγαλόπρεπες πόλεις του ήταν κανόνας

 

Άλλες απλωμένες στo μήκος των ποταμών

Κι άλλες σε λίμνες και στην καρδιά των δασών

 

 

_Τις διασχίζανε  λεπτές τρένων γραμμές

Που με τον τρόπο τους  ήταν ελπίδες πιστές

 

Τα χωράφια άνθιζαν   και  παντού απλωνόταν

Ολόδροσος κάμπος που απ’ το γέλιο σειόταν

 

 

_Κι αντί όλ’ αυτό να γίνει δικό μας: ανά χείρας μαχαίρι

Αδερφός φονεμένος  απ’ τ’ αδερφού του το χέρι

 

 

_ Τις προσβολές της έριχνε η μια γυναίκα στην άλλη

Τον  κόσμο κυρίευε των  εμπόρων  η παραζάλη:

 

Χτυπούσαμε   ενάντια σε  ό,τι ήταν καλό

Λάσπη του ρίχναμε και φαρμάκι πικρό

 

Και τώρα κόκκαλα άσπρα, τη στρόγγυλη γη

Κυκλωμένη την έχουμε σ’  αγκαλιά αδερφική

 

_Κι απ’ την ανθρώπινη μας φευγαλέα πυρά

δεν έμεινε τίποτα  όρθιο στη γη πουθενά

 

Μα,  όμως ποιος ξέρει αν μοναχό και βουβό

Γυμνό κάποιο  άγαλμα  δεν έχει απομείνει ορθό

 

Κι έτσι να γίνει, ενώ  απ’ τους ίσκιους  δρόμους θ’ ανοίγει,

Άσυλο  έσχατο όπου κάποια  ιδέα θα καταφύγει

 

 

Καταφύγιο έσχατο για εκείνη την φόρμα

Που να ορίσει θέλησε τον Θείο κανόνα

 

 

Και  απ’ την ίδια  τη χάρη του έχοντας πάθει ζημιά ,

Χωρίς να τη νιώθει,   θα συναντήσει   την ομορφιά

 

 

Και κάποιο αστέρι τρυφερό και γλυκό

Μπορεί να ρωτήσει ποιο ειν’ το κορίτσι  αυτό;

 

 

Ποια είναι αυτή η γυναίκα που έτσι τολμά

Μόνη μες σ’ ένα κόσμο νεκρό να περπατά;

 

 

Από  ουράνιο ένστικτο θα την αγαπήσει

Μέχρι να πέσει  το βάθρο  του να το  γκρεμίσει

 

 

Και από μια απροσδιόριστη λύπηση   ίσως μια μέρα

για τ’ ανθρώπινο ον και τη φτωχή, γήινη σφαίρα

 

 

Ένας  ήλιος, περαστικός ταξιδιώτης,  το φως του ν’ ανάψει

να της δώσει και πάλι  φωτιά στην πρώτη του λάμψη

 

 

 

Και να της πει : _ Ω, γη κουρασμένη, εξαντλημένη

Ονειρέψου για λίγο  την  Άνοιξη την μυρωμένη!

 

 

Πάρε με μέσα σου για στιγμή: είμαι η ψυχή

Του Σύμπαντος που ησυχία δεν βρίσκει, δεν έχει  φωνή…

 

 

Πως το χώμα  συθέμελα θα δονηθεί

Απ’ τους νεκρούς της που είναι μέσα εκεί!

 

Πως  μέσα απ’   το Θείο το Φως με αγώνα μεγάλο

του υπέρλαμπρου άστρου θα θέλουν να φτάσουν την άλω!

 

Εις μάτην ! Εις μάτην!  πυκνές πολύ και όλο πιο πάνω

οι στρώσεις της γης, αχ!  στους σκελετούς τους   επάνω

 

Όλοι ένας σωρός και  ηττημένοι για τα καλά

Δεν θα μπορέσουν ν’ αφήσουν την παλιά τους φωλιά

 

Και στο άστρο  που θα προσπερνά και θα τους καλεί

Κανείς άνθρωπος δεν θα μπορεί να φωνάξει: «σε θέλω πολύ!»

 

(Από τη  Συλλογή “Languidez”,1920)

 

 

 ******************************************************

ΕΠΙΜΕΤΡΟ

Η Αλφονσίνα Στόρνι (Αργεντινή 1892-1938) είναι μία από τις πιο σημαντικές φωνές της Ποίησης του 20ου αιώνα. Γεννήθηκε στην Ελβετία και ήταν παιδί Ελβετοιταλών γονιών που μετανάστευσαν στην Αργεντική  για οικονομικούς λόγους. Από νωρίς στη ζωή της χρειάστηκε να αντιμετωπίσει πολύ μεγάλες δυσκολίες: οικονομικά προβλήματα, τον πρόωρο θάνατο του πατέρα της, εργασία από τα παιδικά της χρόνια για λόγους επιβίωσης, σπουδές  χωρίς καμιά οικονομική υποστήριξη από πουθενά, ένα παιδί εκτός γάμου στα είκοσι χρόνια της, ερωτικές απογοητεύσεις, έντονες ψυχικές διαταραχές  και στο τέλος ένας καρκίνος που την ωθεί στη αυτοκτονία. Άρχισε να γράφει από πολύ νωρίς και το 1916 δημοσιεύει την πρώτη της ποιητική συλλογή που της εξασφαλίζει συνεργασίες με  λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες της εποχής και σημαντικές γνωριμίες με ανθρώπους των γραμμάτων. Κάπως έτσι  θα δημοσιεύσει  και μια σειρά άρθρων μέσα από τα οποία δίνει τον δικό της αγώνα  προκειμένου να δει την γυναίκα εκείνης της εποχής να βγαίνει από το περιθώριο και να βρίσκει τη φωνής της ( «Θα έρθει μια μέρα που οι γυναίκες θα τολμήσουν να αποκαλύψουν τον εσωτερικό τους κόσμο ∙ την ημέρα αυτή η ηθική θα υποστεί μια μεγάλη ανατροπή…») αλλά και να διεκδικεί με σθένος  τα πολιτικά της δικαιώματα όπως το δικαίωμα της ψήφου. Εξαιτίας των θέσεων αυτών θα δημιουργήσει αρκετούς εχθρούς ακόμη και μέσα στον γυναικείο  πληθυσμό αφού θα τη  θεωρήσουν άτομο με επικίνδυνες ιδέες. Τα πρώτα της ποιήματα εντάσσονται στο ρεύμα  του Ρομαντισμού και του Μοντερνισμού με φανερές επιρροές από τον την ποίηση του Ρουμπέν Νταρίο και στο τέλος της λογοτεχνικής της διαδρομής, η οποία έχει να παρουσιάσει ένα μεγάλο σε όγκο έργο, υπηρέτησε τα ρεύματα της πρωτοπορίας (vanguardia). Η  Στόρνι θα πειραματιστεί  πολλές φορές, θα ανοίξει νέους δρόμους στην Ποίηση της εποχής, ο τολμηρός λόγος της θα γίνει, και θα παραμείνει ως σήμερα, το σύμβολο της γυναικείας  θέλησης που διεκδικεί τη θέση της στην κοινωνία επί ίσοις όροις, και το ποίημα της «Tú me quieres blanca» («Εσύ λευκή με θέλεις») θα αποτελέσει το φεμινιστικό λάβαρο μιας ολόκληρης εποχής. Παράλληλα έγραψε και θέατρο χωρίς ωστόσο να γνωρίσει την ίδια επιτυχία. Στα συχνά της ταξίδια στην Ουρουγουάη γνωρίζει και συναναστρέφεται με εξέχουσες προσωπικότητες των γραμμάτων, μεταξύ των οποίων ο Οράσιο Κιρόγα, με τον οποίο διατηρεί μια ιδιαίτερα στενή σχέση,  και η ποιήτρια  Χουάνα ντε Ιμπαρμπούρου.  Σε ένα από τα ταξίδια της στην Ευρώπη   γνωρίζει έναν ποιητή που για εκείνη αποτελεί σημείο αναφοράς: τον Φεδερικό Γκαρθία Λόρκα.   Ωστόσο η  αυτοκτονία  του Οράσιο Κιρόγα, το 1937,  την να κάνει να απομονωθεί  εντελώς, η ψυχική της υγεία επιδεινώνεται και αρχίζει να επικαλείται στα ποιήματα της, με μεγάλη συχνότητα,  τη θάλασσα.  Στις 25 Οκτωβρίου του  1938 εξουθενωμένη από τον μεγάλο και διαρκή αγώνα που είναι η ζωή της,  τις σοβαρές ψυχικές διαταραχές, που φτάνουν ως την παράνοια,  και από έναν οδυνηρό καρκίνο  τον οποίο με τον οποίο παλεύει επί τρία χρόνια,  θα αυτοκτονήσει πέφτοντας στα νερά του Μαρ ντε Πλάτα. Την ίδια στιγμή, στην εφημερίδα «La Nación» , δημοσιεύεται το τελευταίο της ποίημα με τίτλο “Voy a dormir” (“Θα κοιμηθώ”),  που η ίδια είχε γράψει και είχε στείλει λίγες μέρες πριν,  αναγγέλλοντας με τον τρόπο αυτό τον θάνατο της ακριβώς τη στιγμή που λαμβάνει  χώρα :

ΘΑ ΚΟΙΜΗΘΩ

 

Λουλουδένια δόντια, φιλέ από πάχνη,

χορταρένια χέρια, λεπτοκαμωμένη παραμάνα εσύ

της γης τα σεντόνια έχε  μου έτοιμα

και των ξεριζωμένων βρύων το πάπλωμα.

 

Θ’  αφεθώ στον ύπνο, παραμάνα μου, να πλαγιάσω βάλε με,

ένα φως στο  προσκεφάλι μου  άναψε,

μια σύναξη άστρων, όποια σ’ αρέσει

είναι όλες καλές, κατέβασε τες λιγάκι πιο κάτω.

 

Μονάχη άσε με: ακούς τα μπουμπούκια να ξεπετιούνται

ένα ουράνιο πόδι από ψηλά σε λικνίζει

ένα πουλί σου δίνει τις ρυθμικές μελωδίες του

 

…για να ξεχάσεις. Ευχαριστώ! Α, κι ένα θέλημα:

εάν εκείνος τηλεφωνήσει ξανά

πες του  να μην επιμείνει, πως έχω πια φύγει…

 

(Μτφρση: Στέργιος Ντέρτσας)