Δεν έχω σκοπό να προωθήσω κάτι μέσα από την ομιλία μου. Δεν είμαι συνήγορος υπεράσπισης. Σκοπεύω να εξετάσω ένα ζήτημα και να επιχειρήσω μία περιγραφή. Και σκοπεύω να περιγράψω άλλα κολλέγια πέρα από το Amherst. Ή, ας πούμε καλύτερα πως κάθε τι καλό θα αφορά το Amherst· κάθε τι κακό θα αφορά άλλα κολλέγια.Γνωρίζω ολόκληρα κολλέγια που επέβαλαν απαγορευτικό στην ποίηση – ολόκληρα κολλέγια. Γνωρίζω ολόκληρα κολλέγια όπου όλη η σύγχρονη ποίηση έχει απαγορευτεί.
Άκουσα κάποτε για έναν επίσκοπο ο οποίος πέταξε την κόρη του – την ποιήτρια κόρη του – στο δρόμο για να βγάλει το ψωμί της, επειδή έλεγε ότι δε χρειάζεται να γραφτούν άλλα βιβλία· ο Θεός έγραψε ένα βιβλίο κι αυτό ήταν αρκετό. (Ο φίλος μου George Russell, “Æ”, δεν έχει διαβάσει την προ Chaucer λογοτεχνία, ως ένα είδος ξαπλωτής διαμαρτυρίας.)
Όλα αυτά φαίνονται επαρκώς ασφαλή και μπορεί να ειπωθεί κάτι ως συμπέρασμα. Απομακρύνουν το βάρος της ευθύνης από την αναγκαιότητα αξιοποίησης της ποίησης με σκοπό να διδάξουμε στα παιδιά το οτιδήποτε. Είναι αρκετά σκληρό για την ποίηση, σκέφτομαι μερικές φορές, – αυτό που πρέπει να υποστεί κατά τη διάρκεια της εκπαιδευτική διαδικασία.
Από την άλλη γνωρίζω ολόκληρα κολλέγια τα οποία, μολονότι επιτρέπουν την είσοδο στην παλαιότερη ποίηση, καταφέρνουν να αποκλείσουν οτιδήποτε ποιητικό σε αυτήν με το να το αντιμετωπίζουν σαν κάτι άλλο πέρα από ποίηση. Αυτό δεν είναι και τόσο δύσκολο να συμβεί. Πολλές φορές αναζήτησα τον λόγο πίσω από μια τέτοια ενέργεια. Οι συγκεκριμένοι άνθρωποι ενδεχομένως να ωθούνται από κάποιο είδος σεμνότητας. Ποιοι είναι οι καθηγητές ώστε να τολμήσουν να διαχειριστούν κάτι τόσο υψηλό κι εκλεπτυσμένο όσο η ποίηση; Ποιοι είναι αυτοί; Υπάρχει μια συγκεκριμένη αντρίκια σεμνότητα σε αυτό.


Αυτός είναι και ο καλύτερος γενικός τρόπος για να τακτοποιηθεί το πρόβλημα· να αντιμετωπιστεί όλη η ποίηση λες και είναι κάτι διαφορετικό από ποίηση, λες και είναι σύνταξη, γλώσσα, επιστήμη. Τότε ίσως και να πλησιάζεται το αμερικανικό στοιχείο και το σύγχρονο δίχως ιδιαίτερο ρίσκο.
Υπάρχει όμως κι ένας ακόμα λόγος που πηγάζει, πρώτα και πάνω απ’ όλα, από το γεγονός ότι οι ίδιοι είναι βαθμολογητές. Έχουν το θέμα της βαθμολογίας να αναλογιστούν. Αυτή τη στιγμή, στέκομαι μπροστά σας ως ένας δάσκαλος με πολυετή εμπειρία και δεν παραπονέθηκα ποτέ για την υποχρέωσή μου να βαθμολογώ. Θα προτιμούσα να βαθμολογήσω τον οποιοδήποτε για το οτιδήποτε – για την εμφάνιση, τη στάση, τις ιδέες, για το κατά πόσο είναι σωστός ή ακριβής, για οτιδήποτε σας ευχαριστεί, – θα προτιμούσα να τον βαθμολογήσω με γράμματα του τύπου Α, Β, Γ, Δ από το να πρέπει να χρησιμοποιήσω επίθετα γι’ αυτόν. Όλοι βαθμολογούμαστε από τους γύρω μας ανά πάσα στιγμή, κατηγοριοποιούμαστε, μπαίνουμε στη θέση μας, βρίσκουμε πού ανήκουμε στην ιεραρχία και δε βλέπω κάποια διέξοδο από αυτό. Δεν είμαι αισθηματίας. Πρέπει να βαθμολογείς και πρέπει να βαθμολογείς, πρώτα απ’ όλα για την ακρίβεια και την ορθότητα. Αλλά αν πρόκειται να βαθμολογήσω, αυτό είναι το πιο εύκολο σημείο της βαθμολογίας μου. Το δύσκολο σημείο βρίσκεται πέρα από αυτό, στο σημείο από το οποίο ξεκινάει η περιπέτεια.
Ένας ακόμα τρόπος έχει ληφθεί υπόψη ώστε να αποδεσμευτεί το πρόγραμμα σπουδών από το ποιητικό ζήτημα. Πιο επιεικής από τους υπόλοιπους, δε θα καταργήσει ούτε θα μεταστοιχειώσει την ποίηση, μόνο θα τη μετατρέψει σε κάτι που διασκεδάζει τον εαυτό του με θεατρικά και παιχνίδια – σε μια ανόητη έλλειψη αξιοπρέπειας, δίχως όμως να ευθύνεται η ίδια γι’ αυτό. Όποιος επιθυμεί να διδάξει ποιητικά θα μπορούσε να παρουσιάσει το θέμα του, είτε αγγλικό, λατινικό, ελληνικό είτε γαλλικό, έξω στη μέση του πουθενά μαζί με την ποίηση. Η μία πλευρά, η κοφτερή, θα μείνει για τους σχολαστικούς και τους δίκαιους· η άλλη θα ανατεθεί στους γλυκανάλατους που θα γνωρίζουν τι είναι αυτό που αναμένεται από τους ίδιους. Βαθμοί οι οποίοι δίνονται, φυσικά, πιο εύκολα σε μαθήματα που επικεντρώνονται στην ορθότητα και την ακρίβεια ως τις μόνες μορφές ειλικρίνειας που αναγνωρίζονται από τους απλούς ανθρώπους· ένα γενικό ασαφές σύμβολο του Χ στα μαθήματα που ξεκαθαρίζει την ευφυΐα σε βάρος της άποψης και γούστου. Ενημερωτικά, δεν έχω βρει κάποιον δάσκαλο πρόθυμο να διαλέξει ανάμεσα στις δύο πλευρές, να πάει είτε με τους σχολαστικούς είτε με τους γλυκανάλατους. Κανείς δε θέλει να παραδεχτεί ότι ο κλάδος του δε στηρίζεται εν μέρει στην ακρίβεια. Κανείς δε θέλει να παραδεχτεί ότι ο κλάδος του δεν περιλαμβάνει εν μέρει το γούστο και τον ενθουσιασμό.
Πώς γίνεται κάποιος να περάσει από το κολλέγιο χωρίς να έχει βαθμολογηθεί για το γούστο και την κρίση του; Ποια θα είναι η εξέλιξή του; Τι κατάληξη θα έχει; Θα πρέπει να παρακολουθήσει συμπληρωματικά μαθήματα για τους απόφοιτους του κολλεγίου. Θα πρέπει να πάει σε νυχτερινό σχολείο. Πλέον έχουν, αν το γνωρίζετε, νυχτερινά σχολεία και για τους απόφοιτους κολλεγίου. Για ποιο λόγο; Διότι δεν εκπαιδεύτηκαν αρκετά ώστε να βρουν τον δρόμο τους μέσα στη σύγχρονη λογοτεχνία. Δε γνωρίζουν τι με ασφάλεια μπορούν να θαυμάσουν σε μια γκαλερί ή σε μια βιβλιοθήκη. Δε γνωρίζουν πώς να κρίνουν μία έκδοση όταν τη βλέπουν. Δε γνωρίζουν πώς να κρίνουν μια πολιτική καμπάνια. Δε γνωρίζουν πότε πιάνονται κορόιδα από μια μεταφορά, μια αναλογία, μια παραβολή. Και η μεταφορά, φυσικά, είναι αυτό για το οποίο μιλάμε. Η εκπαίδευση από την ποίηση είναι εκπαίδευση από τη μεταφορά.
Ας υποθέσουμε ότι σχεδόν παραιτούμαστε από τη φαντασία, την πρωτοβουλία, τον ενθουσιασμό, την έμπνευση και την πρωτοτυπία – τρομερές λέξεις. Ας υποθέσουμε ότι δε βαθμολογούμε καθόλου πάνω σε αυτά τα πράγματα. Υπάρχουν δύο ακόμα μικρές λεπτομέρειες, με τις οποίες οφείλουμε να ασχοληθούμε, το γούστο και την κρίση. Οι Αμερικανοί υποτίθεται ότι έχουν περισσότερη κρίση απ’ ότι γούστο, ωστόσο το γούστο εξακολουθεί να απαιτεί την προσοχή μας. Γι’ αυτό υπάρχει η ποίηση, η μόνη τέχνη στις σχολές καλών τεχνών. Εγώ, από τη μεριά μου, δε θα δίσταζα να ταχθώ με τον ενθουσιασμό. Υπάρχει ο ενθουσιασμός που μοιάζει με εκτυφλωτικό φως, ή ο ενθουσιασμός σαν έναν εκκωφαντικό ήχο, ο πρωτόγονος ενθουσιασμός που δέχεσαι δίχως να έχεις εκπαιδευτεί από την ποίηση, έξω από την ποίηση. Αυτό που ονομάζω «παραλήρημα του ηλιοβασιλέματος» μπορεί να λειτουργήσει ως παράδειγμα. Κοιτάζουμε προς την δύση στην πλευρά που πέφτει ο ήλιος, ή αν σηκωθούμε πολύ νωρίς, προς την ανατολή, εκεί που ο ήλιος ανατέλλει και παραληρούμε. Είναι μόνο τα ααα! και τα ωωω! μαζί μας και τίποτα παραπάνω.
Αλλά ο ενθουσιασμός που εννοώ εγώ φιλτράρεται μέσα από το πρίσμα της διανόησης και χύνεται πάνω στον καμβά με ένα χρώμα, που απλώνεται από το ένα άκρο της υπερβολής – ή της υπερεκτίμησης – ως το άλλο άκρο της υποεκτίμησης. Είναι ένα μακρύ νήμα σκοτεινών γραμμών και ποικίλων χρωμάτων. Ένας τέτοιου είδους ενθουσιασμός γίνεται σκοπός κάθε εκπαίδευσης πάνω στην ποίηση. Άκουσα να διατυπώνονται υπέροχα πράγματα για τον Βιργίλιο χθες και πολλά από αυτά μου φάνηκαν ως πρωτόγονος ενθουσιασμός, μια εκκωφαντική κραυγή τα περισσότερα. Αλλά μία ομιλία διέθετε εύρος, κάτι από την υπερεκτίμηση, κάτι από την εκτίμηση και κάτι από την υποεκτίμηση. Είχε όλες τις αποχρώσεις ενός ενθουσιασμού ενόσω διαπερνά μία ιδέα.
Θα ήμουν πρόθυμος να πετάξω τα πάντα εκτός από αυτό: τον ενθουσιασμό που δαμάστηκε από τη μεταφορά. Επιτρέψτε μου έτσι να ολοκληρώσω με το θέμα αυτό. Ενθουσιασμός εξημερωμένος από τη μεταφορά, χαλιναγωγημένος όσο περισσότερο γίνεται από αυτήν. Δεν πιστεύω πως κάποιος μπορεί να αντιληφθεί την υπαινικτική χρήση της μεταφοράς, της δικής του και των άλλων ανθρώπων, τον διακριτικό χειρισμό της μεταφοράς, αν δεν έχει εκπαιδευτεί κατάλληλα μέσα από την ποίηση.
Η ποίηση ξεκινάει από τις εύκολες μεταφορές, τις χαριτωμένες μεταφορές, τις «κομψές» μεταφορές και συνεχίζει ως τον πιο βαθυστόχαστο τρόπο σκέψης που διαθέτουμε. Η ποίηση παρέχει τον μοναδικό κοινώς αποδεκτό τρόπο να λέμε κάτι και να εννοούμε κάτι άλλο. Οι άνθρωποι λένε, «Γιατί δε λες αυτό που εννοείς;» Αλλά ποτέ δεν το κάνουμε αυτό, έτσι δεν είναι, όντας όλοι μας λίγο πολύ ποιητές. Μας αρέσει να μιλάμε με παραβολές και υπαινιγμούς και πλάγια μέσα – είτε λόγω επιφυλακτικότητας είτε από κάποιο άλλο ένστικτο.
Έχω επιδιώξει τα τελευταία χρόνια να προχωρήσω όλο και περισσότερο στην καθιέρωση της μεταφοράς ως το σύνολο της σκέψης. Κατά καιρούς συναντώ κάποιον να συμφωνεί μαζί μου ότι όλη η σκέψη είναι μεταφορική εκτός από τη μαθηματική ή εκτός από εκείνη των φυσικών επιστημών. Τα μαθηματικά μπορεί να μου είναι λίγο δύσκολο να τα εντάξω, αλλά για τις φυσικές επιστήμες είναι αρκετά εύκολο.
Υπήρχε μια εποχή όπου όλοι οι Έλληνες ήταν απασχολημένοι με το να συζητούν για να ορίσουν το Όλον – ή με το τι έμοιαζε. Το Όλον ήταν τρία στοιχεία, αέρας, γη και νερό (κάποτε πιστεύαμε ότι ήταν ενενήντα στοιχεία· τώρα πιστεύουμε ότι είναι μόνο ένα). Το Όλον είναι ύλη, είπε κάποιος άλλος. Το Όλον είναι αλλαγή, είπε κάποιος τρίτος. Αλλά η καλύτερη και πιο γόνιμη ιδέα ήταν εκείνη του Πυθαγόρα που συνέκρινε το σύμπαν με αριθμούς. Αριθμούς όμως για ποιο πράγμα; αριθμούς για πόδια, λίβρες και δευτερόλεπτα ήταν η απάντηση και αποκτήσαμε την επιστήμη και ό,τι ακολούθησε μαζί με την επιστήμη. Η μεταφορά άντεξε και κράτησε, ώσπου τελικά να καταρρεύσει μόνο ενώπιον του πνευματικού και ψυχολογικού ή των πεδίων πέραν του φυσικού.
Την προηγούμενη μέρα είχαμε εδώ έναν επισκέπτη, έναν διακεκριμένο επιστήμονα, η τελευταία διαπίστωση του οποίου για τον κόσμο ήταν πως όσο πιο μεγάλη είναι η ακρίβεια με την οποία γνωρίζουμε τη θέση ενός αντικειμένου, τόσο μικρότερη είναι η ακρίβεια με την οποία μπορούμε να δηλώσουμε το πόσο γρήγορα κινείται. Μπορείτε να καταλάβετε το γιατί ισχύει αυτό, δίχως να ανατρέξουμε στη θεωρία του Ζήνωνα για την πορεία του βέλους. Από τη στιγμή που εισάγονται οι αριθμοί στη σφαίρα του χώρου και ταυτόχρονα στη σφαίρα του χρόνου, στην ουσία αναμειγνύονται οι μεταφορές και μπαίνουμε σε μπελάδες. Δεν αναμειγνύονται. Αυτά τα δύο δεν πάνε μαζί.
Ας εξετάσουμε ακόμα δύο-τρεις μεταφορές που χρησιμοποιούμε σήμερα για να πορευόμαστε. Μόλις μίλησα για μία από τις πιο πρόσφατες, ένα γοητευτικό μείγμα μεταφορών στην καρδιά της σφαίρας των μαθηματικών και των ανώτατων φυσικών επιστημών: όσο μεγαλύτερη είναι η ακρίβεια με την οποία δηλώνεται η θέση ενός αντικειμένου, τόσο λιγότερο είμαστε σε θέση να ορίσουμε την ταχύτητα με την οποία κινείται. Και, φυσικά, τα πάντα βρίσκονται σε κίνηση. Όλα είναι ένα γεγονός σήμερα. Άλλη μία μεταφορά. Ένα πράγμα, λένε, είναι όλο ένα γεγονός. Το πιστεύετε αυτό; Όχι απόλυτα. Πιστεύω ότι είναι σχεδόν όλο ένα γεγονός. Αλλά μου αρέσει η σύγκριση ενός πράγματος με το καλλιτεχνικό γεγονός.
Ξεχώρισα ακόμα μία από το ίδιο πεδίο. «Στη γειτονιά της ύλης, ο χώρος είναι κάτι σαν καμπύλη». Δεν είναι αυτό πετυχημένο; Κατά τη γνώμη μου είναι απλά και ολοκληρωτικά υπέροχο – το να πω ότι ο χώρος είναι κάτι σαν καμπύλη στη γειτονιά της ύλης. «Κάτι σαν.»
Ακόμα μία διασκεδαστική προέρχεται – πώς το έλεγαν το βιβλίο; – δεν μπορώ να το θυμηθώ τώρα· αλλά ορίστε η μεταφορά. Στόχος της είναι να αποκαταστήσει μέσα σας την ιδέα που έχετε για την ελεύθερη βούληση. Θέλει να σας δώσει πίσω την ελευθερία στη βούληση. Εντάξει λοιπόν, σας τη δίνω στο πιάτο. Ξέρετε πως δεν μπορείτε να προβλέψετε σε μια συγκεκριμένη τάξη το ποιος θα πεθάνει δέκα χρόνια μετά από την αποφοίτηση, αλλά μπορείτε να πείτε με ακρίβεια πόσοι από αυτούς θα είναι νεκροί. Με τον ίδιο τρόπο αυτός ο επιστήμονας μιλάει για τα σωματίδια της ύλης που πετούν προς μια οθόνη, χτυπώντας στην οθόνη· δεν μπορείτε να προβλέψετε ποια ακριβώς σωματίδια θα συγκρουστούν, αλλά μπορείτε να πείτε ότι γενικά ένας συγκεκριμένος αριθμός σωματιδίων θα συγκρουστεί μέσα σε ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Μας δείχνει, βλέπετε, πως το κάθε ένα ξεχωριστό σωματίδιο μπορεί να κυκλοφορεί ελεύθερα. Ρώτησα τον Bohr για το συγκεκριμένο θέμα και μου είπε, «Ναι, έτσι είναι. Μπορεί να κινείται όταν θέλει και όπως θέλει· και οι ενέργειες του κάθε σωματιδίου είναι απρόβλεπτες. Αυτό όμως δεν ισχύει για τον τρόπο που ενεργεί το σύνολο. Εκεί μπορούμε να προβλέψουμε. Έτσι δίνεται στο κάθε άτομο η ελευθερία του, αλλά στη μάζα η αναγκαιότητα», είπε.
Μία μεταφορά που επίσης απασχόλησε την εποχή μας και ανέλαβε όλη τη σκέψη για λογαριασμό μας, είναι η μεταφορά της εξέλιξης. Δε χρειάζεται να μπλεχτούμε με τον λατινικό όρο. Η μεταφορά είναι απλώς η μεταφορά του φυτού ή του πράγματος που αναπτύσσεται. Και κάποιος, πριν από αρκετό καιρό, ευφυέστατα είπε ότι ολόκληρο το σύμπαν, το σύνολο των πάντων, είναι κατ’ εικόνα του πράγματος που αναπτύσσεται. Αυτό είναι όλο. Αντιλαμβάνομαι πως η μεταφορά θα καταρρεύσει σε κάποιο σημείο, αλλά δεν έχει αποτύχει σε όλα τα επίπεδα. Είναι μια μεγαλοφυής μεταφορά, το αναγνωρίζω, αν και προσωπικά βαριέμαι το είδος των εργασιών που ασχολούνται με την εξέλιξη των ζαχαρωτών, ας πούμε, ή την εξέλιξη των ανελκυστήρων – την εξέλιξη του τάδε και του δείνα. Τα πάντα είναι εξέλιξη. Αποδεσμεύω τον εαυτό μου λέγοντας απλά ότι δε σηκώνω τη μεταφορά και συνεπώς δε με ενδιαφέρει ιδιαίτερα.
Αυτό που προσπαθώ να τονίσω είναι ότι αν δεν είστε εξοικειωμένοι με τη μεταφορά, αν δεν έχετε την κατάλληλη ποιητική εκπαίδευση στη μεταφορά, πουθενά δεν μπορείτε να νιώθετε ασφαλείς. Διότι δεν έχετε αποκτήσει άνεση με το μεταφορικό σύστημα αξιών: δε γνωρίζετε τη μεταφορά στη δύναμη και στην αδυναμία της. Δεν έχετε ιδέα μέχρι που μπορεί να σας φτάσει και πότε μπορεί να σας παρασύρει στον πάτο. Δεν είστε ασφαλείς με την επιστήμη· δεν είστε ασφαλής στην ιστορία. Στην ιστορία, για παράδειγμα – Άκουσα κάποιον χθες να λέει ότι ο Αινείας μπορεί να αντιπαραβοληθεί (ακριβώς αυτή τη λέξη, «αντιπαραβοληθεί»!) με τον George Washington. Ήταν ο τύπος του εθνικού ήρωα, του μεσο-αστού, που δεν απέβλεπε στο να γίνει ήρωας, ταγμένος στην οικοδόμηση του μέλλοντος, ταγμένος στα παιδιά του, τους απογόνους του. Καλή μεταφορά, ως ένα σημείο και πρέπει να ξέρετε ποιο είναι αυτό το σημείο. Κι έπειτα συμπλήρωσε ότι ο Οδυσσέας πρέπει να αντιπαραβοληθεί με τον Theodore Roosevelt. Αυτή δε μου φαίνεται και τόσο καλή. Κάποιος που επισκέφτηκε τον Gibbon στα τελευταία του, είπε πως ήταν ο ίδιος Gibbon όπως παλιά, στην ίδια πορεία.
Κοιτάξτε τον τρόπο που έχουμε οδηγηθεί στην τωρινή ηθική μας θέση, για το σύνολο του κόσμου. Ακολουθεί ένα είδος μεταφορικής κατηφόρας. Υπάρχει ένας τρόπος σκέψης – για να μιλήσουμε μεταφορικά – υπάρχει ένα τρόπος σκέψης που θα μπορούσαμε να πούμε ότι ενδημεί σε οίκο ανοχής. Βρίσκεται πάντα εκεί. Και μία στο τόσο, μυστηριωδώς εξαπλώνεται επιδημικά στον κόσμο. Και πώς τα καταφέρνει; Με το να σφετερίζεται όλες τις καλές λέξεις που εφηύρε η ηθική για να διαφυλάξει την ηθική. Χρησιμοποιεί, για αρχή, την τιμιότητα – την ευθύτητα, την ειλικρίνεια – τέτοιες λέξεις· τις συλλέγει, τις χρησιμοποιεί. «Στο όνομα της τιμιότητας, λαχταρούμε να δούμε τι είμαστε.» Καταλαβαίνετε. Και τότε χρησιμοποιεί τη λέξη χαρά. «Αφήστε μας στο όνομα της χαράς, που είναι ο εχθρός των προγόνων μας, των Πουριτανών… Αφήστε μας στο όνομα της χαράς, που είναι ο εχθρός των φονιάδων της των Πουριτανών…» Βλέπετε. «Αφήστε μας» και ούτω καθεξής. Κι έπειτα, «Στο όνομα της Υγείας…» Η υγεία είναι ακόμα μία καλή λέξη. Και αυτή είναι η μεταφορά που εμπορεύεται ο Φροϋδισμός, την ψυχική υγεία. Και πριν καλά το καταλάβουμε, μας έχει όλους μαζεμένους σε έναν σφιχτό κόμπο. Υποθέτω πως θα μπορούσαμε να αποδώσουμε ένα μεγάλο μερίδιο ευθύνης στους καλλιτέχνες, γιατί είναι κορυφαίοι στο να καθιερώνονται μέσα από τη μεταφορά. Η σκηνή επίσης – η σκηνή είναι πάντα ένας καλός διαμεσολαβητής μεταξύ των δύο κόσμων, του άνω και του κάτω, – αν θα μπορούσα να διατυπώσω δίχως προσωπική προκατάληψη απέναντι στη σκηνή.
Μέσα από όλα αυτά προσπαθώ να αποδείξω ότι ο διάβολος δύναται να παραθέτει αποσπάσματα από τις Γραφές, πράγμα που σημαίνει πως όλες τις καλές λέξεις που παρατήσατε σε μία γωνιά, μπορεί να τις χρησιμοποιήσει προς όφελός του ο διάβολος, όπως και οποιοσδήποτε άλλος. Αγνοήστε την ηθική μου. Δεν είμαι εδώ για να σας περάσω κάτι. Δε με ενδιαφέρει αν ο κόσμος είναι καλός ή κακός – οποιαδήποτε μέρα.
Πριν λίγο καιρό κάποιος μου είπε, «Μου είναι αρκετά εύκολο να σκεφτώ το σύμπαν ως μια μηχανή, ως ένα μηχανισμό.»
«Εννοείς ότι το σύμπαν είναι σαν μια μηχανή;», του είπα.
Αυτός είπε, «Όχι. Πιστεύω ότι είναι μία… Θέλω να πω, είναι σαν…»
«Πιστεύω πως εννοείς ότι το σύμπαν είναι σαν μια μηχανή.»
«Εντάξει λοιπόν. Ας το δεχτούμε έτσι.»
Τον ρώτησα, «Είδες ποτέ σου μηχανή χωρίς πηδάλιο για το πόδι ή λεβιέ για το χέρι, ή κουμπί για το δάχτυλο;»
Αυτός είπε, «Όχι – όχι.»
«Εντάξει» είπα εγώ. «Είναι το σύμπαν σαν κι αυτό;»
Κι εκείνος είπε, «Όχι. Εννοώ ότι είναι σαν μια μηχανή, μόνο που…»
«… διαφέρει από μια μηχανή», είπα.
Ήθελε να φτάσει μέχρι ενός σημείου με τη μεταφορά και όχι παραπέρα. Και αυτό κάνουμε όλοι μας. Όλες οι μεταφορές σε κάποια φάση καταρρέουν. Εκεί κρύβεται και η γοητεία τους. Είναι κορώνα ή γράμματα στην περίπτωση της μεταφοράς και μέχρι να ζήσεις μαζί της αρκετό καιρό, δεν ξέρεις το πότε θα υποχωρήσει. Δεν ξέρεις πόσα μπορείς να κερδίσεις από αυτήν και πότε τελικά θα υποκύψει. Είναι ένα πολύ ζωντανό πράγμα. Είναι μια ζωή από μόνη της.
Το ακούω αυτό από τότε που μπορώ να θυμηθώ και από τότε που ξεκίνησα να διδάσκω: ο δάσκαλος πρέπει να διδάξει στον μαθητή του να σκέφτεται. Είδα μια φορά έναν δάσκαλο να περιφέρεται σε ένα γυμνάσιο και να χτυπάει τα κούτελα των μαθητών με τον δείχτη και τον αντίχειρα και να λέει, «Σκεφτείτε». Αυτό λάμβανε χώρα την εποχή που η σκέψη γινόταν της μόδας. Η μόδα αυτή δεν έχει ακόμα εντελώς ξεφτίσει.
Εξακολουθούμε να ζητούμε από τους φοιτητές στα κολλέγια να σκεφτούν, όπως στη δεκαετία του 90’, αλλά σπάνια τους εξηγούμε το τι σημαίνει σκέψη· σπάνια τους λέμε ότι πρέπει απλώς να βάλουν το ένα και το άλλο μαζί· είναι απλώς το να λες ένα πράγμα με τους όρους κάποιου άλλου. Το να τους εξηγήσουμε είναι σαν να βάζουμε τα πόδια τους πάνω στο πρώτο σκαλί μιας σκάλας που η κορυφή της τρυπάει τα σύννεφα.
Η μεγαλύτερη από όλες τις απόπειρες στο να μιλήσουμε για ένα πράγμα με τους όρους κάποιου άλλου είναι η φιλοσοφική απόπειρα να μιλήσουμε για την ύλη με τους όρους του πνεύματος, ή για το πνεύμα με τους όρους της ύλης, ώστε να πετύχουμε την τελική ενότητα. Αυτή είναι η σπουδαιότερη απόπειρα που απέτυχε ποτέ. Εμείς σταματούμε ορθά κοφτά εκεί. Αλλά είναι το ύψος της ποίησης, το ύψος της καθολικής σκέψης, το ύψος της καθολικής ποιητικής σκέψης, που επιχειρεί να μιλήσει για την ύλη με τους όρους του πνεύματος και για το πνεύμα με τους όρους της ύλης. Αυτό είναι λάθος για οποιονδήποτε υλιστή, απλώς επειδή επιχειρεί να πει πνεύμα με όρους ύλης, λες και αυτό είναι αμαρτία. Ο υλισμός δεν είναι η απόπειρα να μιλήσουμε για τα πάντα με τους όρους της ύλης. Ο υλιστής – είτε αυτός είναι ποιητής, δάσκαλος, επιστήμονας, πολιτικός, είτε είναι άνθρωπος του κράτους –χάνεται μέσα στο υλικό δίχως μια συνεκτική μεταφορά για να του δώσει μορφή και τάξη. Είναι μια χαμένη ψυχή.
Ζητάμε από τους ανθρώπους να σκεφτούν και δεν τους δείχνουμε τι είναι η σκέψη. Κάποιοι λένε πως δε χρειάζεται να τους δείξουμε πώς να σκεφτούν· με τον έναν ή τον άλλον τρόπο θα σκεφτούν. Θα τους δώσουμε τη βασική φόρμα των προτάσεων κι αυτοί, αν έχουν κάποια ιδέα, θα γνωρίζουν πώς να τις γράψουν. Αλλά αυτό είναι εξωφρενικό. Ό,τι υπάρχει μέσα στο γράψιμο είναι να έχεις ιδέες. Το να μάθεις να γράφεις είναι το να μάθεις να έχεις ιδέες.
Η πρώτη μικρή μεταφορά… Πάρτε μερικές από τις εύκολες. Θα προτιμούσα να έχω τις δικές μου εύκολες μεταφορές για να ζήσω παρά τις μεγάλες άλλων ανθρώπων.
Θυμάμαι ένα αγόρι να λέει, «Είναι ο τύπος του ανθρώπου που πληγώνει με την ασπίδα του». Αυτή μπορεί να είναι, φυσικά, μια σχετικά αδύναμη μεταφορά. Λειτουργεί όμως καλά στην περιγραφή χαρακτήρα. Έχει μια ποιητική νότα. «Είναι ο τύπος που πληγώνει με την ασπίδα του».
Η ασπίδα μού θυμίζει – για να σταθούμε εδώ για λίγο – η ασπίδα μού θυμίζει την ανεστραμμένη ασπίδα για την οποία γίνεται λόγος σε ένα από τα βιβλία της «Οδύσσειας», το βιβλίο που αφηγείται το μεγαλύτερο κολύμπι της ιστορίας. Μου διαφεύγει το πόσο διήρκησε – πολλές μέρες πρέπει να ήταν – ώσπου τελικά ο Οδυσσέας καθώς πλησίαζε την ακτή των Φαιάκων, το είδε στον ορίζοντα «σαν μια ανεστραμμένη ασπίδα».
Υπάρχει μια καλύτερη μεταφορά στο ίδιο βιβλίο. Στο τέλος ο Οδυσσέας φτάνει στην ακτή και σέρνεται μέχρι την παραλία για να περάσει τη νύχτα κάτω από μια διχαλωτή ελιά, και λέει, όπως σε ένα έρημο αγροτόσπιτο είναι δύσκολο να βρει κανείς φωτιά – δεν το μεταφέρω αυτολεξεί – όπου είναι δύσκολο να ανάψεις τη φωτιά άπαξ και σβήσει, καλύπτονται τα κάρβουνα, ο σπόρος της φωτιάς, με στάχτη για να προστατευτούν τη νύχτα, έτσι και ο Οδυσσέας κάλυψε το σώμα του με φύλλα και αποκοιμήθηκε. Εδώ έχετε ένα στοιχείο του χαρακτήρα, ένα στοιχείο του ίδιου του Οδυσσέα. «Ο σπόρος της φωτιάς.» Οπότε ο Οδυσσέας κάλυψε μέσα του τον σπόρο της φωτιάς. Αντιλαμβάνεστε το μεγαλείο της φύσης του.
Αλλά αυτές είναι ελάσσονες μεταφορές σε σχέση με εκείνες που πορευόμαστε. Έχουν τη γοητεία τους, την παροδική τους γοητεία. Μοιάζουν με τα πρώτα βήματα προς τη μεγάλη σκέψη, τη βαρύνουσα σκέψη, τη σκέψη που διαρκεί ως το τέλος.
Η μεταφορά τη διαχείριση της οποίας διδασκόμαστε στην ποίηση – αυτό είναι ό,τι υπάρχει για την σκέψη. Μπορεί να μην φαίνεται μεγάλη απόσταση για το μυαλό, αλλά είναι του μυαλού το όριο. Την πλουσιότερη παρακαταθήκη των αιώνων αναδιπλώσαμε μέσα στις υψηλές μεταφορές.
Θα ήθελα να προσθέσω κάτι ακόμα, ότι η εμπειρία της ποίησης αφορά τον καθένα που έρχεται κοντά στην ποίηση. Υπάρχουν δύο τρόποι προσέγγισης της ποίησης. Ο ένας είναι γράφοντας ποίηση. Και ορισμένοι πιστεύουν ότι θέλω ο κόσμος να γράφει ποίηση, αλλά δεν θέλω· εννοώντας, δε θέλω απαραίτητα. Θέλω οι άνθρωποι να γράφουν ποίηση μόνο αν θέλουν να γράψουν ποίηση. Δεν ενθάρρυνα ποτέ κάποιον που δεν ήθελε να γράψει ποίηση να το κάνει, και δεν υπήρξα πάντοτε ενθαρρυντικός απέναντι σε αυτούς που ήθελαν να γράψουν. Αυτό οφείλει να είναι η προσωπική κηδεία του καθενός. Είναι σκληρή, σκληρή η ζωή, καθώς λένε.
(Μόλις ήρθα από μια πόλη στα Δυτικά, μια πόλη γεμάτη με ποιητές, μια πόλη που την έκαναν ασφαλή για τους ποιητές. Ολόκληρη η πόλη είναι τόσο αξιαγάπητη που δεν χρειάζεται να γράψεις κάτι για να γίνει ποίηση· είναι ήδη έτοιμο για σένα. Αλλά, δεν ξέρω – η ποίηση που γράφεται σε εκείνη την πόλη μπορεί να μη μοιάζει με ποίηση αν διαβαστεί έξω από αυτήν. Θα είναι σαν τα ανέκδοτα που φτιάχνεις όταν είσαι μεθυσμένος· θα πρέπει να μεθύσεις ξανά για να τα εκτιμήσεις.)
Αλλά όπως συνηθίζω να λέω, υπάρχει, ευτυχώς, ακόμα ένας τρόπος να προσεγγιστεί η ποίηση και αυτός είναι διαβάζοντάς την, όχι ως γλωσσολογία, όχι ως ιστορία, όχι ως τίποτα διαφορετικό πέρα από την ποίηση. Πώς μπορώ να ξέρω αν κάποιος έχει πλησιάσει τον Keats διαβάζοντας Keats; Είναι δύσκολο για μένα να το ξέρω. Πέρασα έναν ολόκληρο χρόνο με μερικά αγόρια πάνω σε ορισμένους ποιητές και δεν ένιωσα με βεβαιότητα το αν έφτασαν κοντά στο θέμα. Κάποια παρατήρηση μερικές φορές μου το έδειχνε. Μία παρατήρηση ήταν ο βαθμός τους για το έτος· έπρεπε να είναι – ήταν το μόνο που είχα ώστε να μου πει αυτό που ήθελα να μάθω. Και αυτό είναι αρκετό, στην περίπτωση που ήταν η σωστή παρατήρηση, αν έφτανε αρκετά κοντά. Πιστεύω πως κάποιος μπορεί να κάνει είκοσι χαζές παρατηρήσεις μέσα στον χρόνο μέχρι να πετύχει τη σωστή. Η βαθμολογία του θα εξαρτηθεί από αυτή τη μία καλή παρατήρηση.
Η εγγύτητα – όλα εξαρτώνται από την εγγύτητα με την οποία πλησιάζεις, και οφείλεις να βαθμολογηθείς για την εγγύτητα, για τίποτα άλλο. Και αυτό θα πρέπει να υπολογιστεί από τις αυθόρμητες παρατηρήσεις και όχι από τις ερωταπαντήσεις. Μόνο κατά λάθος μπορείς μια μέρα να μάθεις πόσο κοντά έφτασε ένας άνθρωπος.
Το άτομο που πλησιάζει αρκετά κοντά στην ποίηση, πρόκειται να γνωρίσει περισσότερα για τη λέξη πίστη απ’ ό,τι ξέρει ο οποιοσδήποτε σήμερα, ακόμα και στη θρησκεία. Υπάρχουν δύο ή τρία μέρη που αναγνωρίζουμε την πίστη πέρα από τη θρησκεία. Ένα από αυτά είναι στην ηλικία μεταξύ δεκαπέντε και είκοσι, στην πίστη στον εαυτό μας. Ένας νέος άνθρωπος γνωρίζει περισσότερα για τον εαυτό του απ’ όσα είναι σε θέση να αποδείξει στους άλλους. Δεν έχει γνώση πως ο οποιοσδήποτε άλλος θα το δεχτεί σαν γνώση. Στην εκ των προτέρων γνώση του έχει κάτι που θα οδηγηθεί στην ολοκλήρωση και στην αποδοχή του μέσα απ’ την πίστη.
Υπάρχει ακόμα μία πίστη σαν κι αυτή, η πίστη σε κάποιον άλλον, η σχέση των δύο που πρόκειται να ολοκληρωθεί μέσα απ’ την πίστη. Αυτό είναι το θέμα που συζητάμε στα μυθιστορήματα, η πίστη της αγάπης. Και η απογοήτευση ότι τα μυθιστορήματα είναι γεμάτα από αυτά είναι απλώς η απογοήτευση από τη διάψευση των προσδοκιών σε αυτήν την πίστη. Η συγκεκριμένη πίστη μπορεί, φυσικά, να αποτύχει.
Έπειτα υπάρχει και η λογοτεχνική πίστη. Κάθε φορά που γράφεται ένα ποίημα, κάθε φορά που γράφεται ένα διήγημα, δε γράφεται με τεχνάσματα, αλλά με πίστη. Η ομορφιά, αυτό το κάτι, η μικρή γοητεία ενός πράγματος που πρόκειται να συμβεί, γίνεται περισσότερο αντιληπτή με την αίσθηση παρά με τη γνώση. Υπάρχει ένα κλασικό αστείο, ένα που με εκνευρίζει διαρκώς, για τους συγγραφείς, ότι γράφουν την τελευταία και την πρώτη σειρά κι έπειτα το δουλεύουν προς τα πάνω· ότι έχουν ξεχωρίσει μια πρόταση που τους φαίνεται αρκετά ωραία και ότι εστιάζουν στο να στήσουν μία παγίδα για να την πιάσουν. Όχι, δε θα έπρεπε να είναι έτσι σε καμία περίπτωση. Δεν απέτυχε ποτέ κανένας ο οποίος έφτασε κοντά στις τέχνες να διακρίνει τη διαφορά σ’ αυτά που γράφτηκαν με τέτοιο τρόπο, με τεχνάσματα και πονηριές, και σε εκείνα που οδηγήθηκαν στην ύπαρξη μέσα από την πίστη, που ξεκινούν από κάτι που πιο πολύ το νιώθεις παρά το γνωρίζεις. Αυτό μπορείτε να το αντιληφθείτε το ίδιο καλά – αν όχι ακριβώς το ίδιο, τότε αρκετά καλά – τόσο στην ανάγνωση όσο και στη γραφή. Θα επιχειρούσα να διαχωρίσω τα διηγήματα με βάση αυτήν την αρχή: ιστορίες που οδηγήθηκαν στην ύπαρξη μέσα από την πίστη και ιστορίες που στήθηκαν με τεχνάσματα. Και θα μου ήταν ακόμα πιο εύκολο να διαχωρίσω τα ποιήματα.
Τώρα σκέφτομαι – τυχαίνει να σκέφτομαι – ότι αυτά τα τρία είδη πίστης στα οποία αναφέρομαι, η πίστη στον εαυτό, η πίστη στην αγάπη και η πίστη στην τέχνη, συσχετίζονται πολύ στενά με την πίστη στον Θεό, ότι η πίστη στον Θεό είναι μια σχέση στην οποία μπαίνεις μαζί Του για να οδηγηθείς στο μέλλον.
Υπάρχει, ακόμα, και μια εθνική πίστη σαν κι αυτή. Μπορεί κανείς να το νιώσει. Έχω βρεθεί πολύ κοντά στο σημείο να σηκωθώ και να φύγω μακριά από ανθρώπους που πίστευαν ότι έπρεπε να μιλήσουν κατά των εθνών, κατά του εθνισμού με σκοπό να υπερθεματίσουν τον διεθνισμό. Οι μεταφορές τους είναι όλες ανακατωμένες. Πιστεύουν ότι επειδή ένας Γάλλος και ένας Αμερικάνος κι ένας Άγγλος μπορούν να καθίσουν μαζί σε μια εξέδρα και να δεχθούν τιμές, αυτό αποδεικνύει πως δεν υπάρχουν έθνη. Αυτό το κακό είδος σκέψης προέρχεται από μία πηγή που όλοι γνωρίζουμε. Θα ήθελα να πω σε τέτοιου είδους άτομα: «Κοίτα! Πρώτα θέλω να είμαι ένα πρόσωπο. Και θέλω κι εσύ να είσαι ένα πρόσωπο κι έπειτα μπορούμε να γίνουμε όσο διαπροσωπικοί επιθυμείς. Μπορούμε να τραβάμε ο ένας τη μύτη του άλλου – και να κάνουμε τέτοιου είδους πράγματα. Αλλά, πρώτα από όλα, επιβάλλεται να διαθέτεις μια προσωπικότητα. Πρώτα από όλα, πρέπει να έχεις τα έθνη κι έπειτα μπορούν να γίνουν όσο διεθνή επιθυμούν μεταξύ τους.»
Θα μου άρεσε να χρησιμοποιήσω μία ακόμα μεταφορά προς αυτούς. Θα ήθελα την παλέτα μου, αν ήμουν ζωγράφος, θα ήθελα την παλέτα μου στον αντίχειρά μου ή πάνω στην καρέκλα, πεντακάθαρη, ανόθευτη, με διακριτά τα χρώματα. Τότε εγώ θα κάνω τη μίξη πάνω στον καμβά, στο καμβά όπου συμβαίνει το έργο τέχνης, όπου πραγματοποιούμε την αναζήτησή μας. Αλλά θέλουμε όλα τα έθνη να είναι διακριτά, καθαρά, ξεχωριστά, τα πράγματα τόσο διακριτά όσο περισσότερο γίνεται· και τότε στη σκέψη μας, στην τέχνη μας και ούτω καθεξής, μπορούμε να κάνουμε ό,τι επιθυμούμε με αυτό.
Αλλά ας επανέλθω. Υπάρχουν τέσσερα είδη πίστης τα οποία γνωρίσα περισσότερο μέσα από τη συμβίωσή μου με την ποίηση. Η πρώτη είναι η προσωπική πίστη, η οποία είναι μια γνώση που δε θες να μοιραστείς με προς προς ανθρώπους διότι δεν μπορείς να αποδείξεις τη γνώση σου. Δε λες τίποτα γι’ αυτό μέχρι να δεις. Η πίστη στην αγάπη, παρόμοια, έχει την ίδια συστολή. Γνωρίζει ότι δεν μπορεί να το αποδείξει· μόνο το αποτέλεσμα δύναται να το κάνει αυτό. Και όσον αφορά στην πίστη στο έθνος μπαίνουμε κοινωνικά ο προς με τον άλλον, όλοι μαζί, τμήμα από το πρώτο κομμάτι, τμήμα από το δεύτερο κομμάτι, μπαίνουμε μέσα σε αυτήν για να φέρουμε το αύριο στην χώρα προς. Δεν μπορούμε να πούμε σε προς ανθρώπους τι είναι ακριβώς αυτό που πιστεύουμε, εν μέρει, γιατί είναι πολύ ηλίθιοι για να καταλάβουν και εν μέρει επειδή δε προς επιτρέπει το αίσθημα προς υπερηφάνειας. Και τέλος πάντων πρέπει να εκπληρωθεί, κι εμείς δε μιλάμε μέχρι να γνωρίζουμε περισσότερα, μέχρι να έχουμε κάτι να δείξουμε. Και τέλος τη λογοτεχνική πίστη σε κάθε έργο τέχνης, όχι αποτέλεσμα πονηριάς και τεχνασμάτων, προσοχή, αλλά προς αληθινής τέχνης· ώστε οδηγώντας το έργο στην ύπαρξη μέσα από την πίστη, λέγοντας καθώς προχωράς περισσότερο απ’ όσο ποτέ ήλπιζες πως θα προχωρήσεις για να μπορείς να πεις, και πλησιάζοντας με έκπληξη προς ένα τέλος που είχες προβλέψει μόνο με κάποιο είδος συγκίνησης. Και τελικά η σχέση στην οποία μπαίνουμε με τον Θεό ώστε να πιστέψουμε στο μέλλον – να πιστέψουμε στη μεταθανάτια ζωή.

*

Ο αμερικανός ποιητής Robert Frost (1874-1963) υπήρξε ένας από τους πιο καταξιωμένους ποιητές της γενιάς του. Έχοντας την τύχη «να ζει σε ένα περιβάλλον που ταίριαζε με τη λογοτεχνική του ιδιοσυγκρασία» περιέγραψε μέσα από ένα αριστοτεχνικό σμίλευμα της ρίμας την αγροτική ζωή της Νέας Αγγλίας.

Η «Εκπαίδευση από την Ποίηση» συνιστά μια ομιλία του ποιητή στο κολλέγιο του Amherst, η οποία έπειτα πέρασε από επιμέλεια ώστε να εκδοθεί τον Φεβρουάριο του 1931 στην Τριμηνιαία Έκδοση Των Αποφοίτων Του Amherst. Από τον επίλογο της συγκεκριμένης ομιλίας ο Robert Frost θα αντλήσει το κείμενο που στη συνέχεια θα τυπωθεί με τον τίτλο «The Four Beliefs».