Η γέννηση ενός Ύμνου
(λειτουργεί και ως μουσικολογική ανακοίνωση)

Όλη νύχτα στο μυαλό του γυροφέρνουν οι στίχοι απʼ το χειρόγραφο του κόντε Διονύσιου. Τους μελετούσε όλο το προηγούμενο απόγευμα μα και τους τελευταίους μήνες δεν έχουν βγει απʼ το μυαλό του.
Ο Νικόλαος Χαλικιόπουλος Μάντζαρος, σηκώνεται αργά απʼ το κρεβάτι και ανάβει τη λυχνία. Κατευθύνεται προς το πιάνο. Έξω, στην πιάτσα της Κέρκυρας δεν είχε αρχίσει ακόμα η καθημερινή κίνηση. Δεν έχει χαράξει ακόμα ο ήλιος. Κάθεται στο πιάνο, τοποθετώντας τη λυχνία να φωτίζει αχνά τρεμοπαίζοντας την παρτιτούρα που είχε αφήσει από την προηγούμενη. Ένα εντελώς νέο έργο του Σούμπερτ, που τον έχει συνεπάρει. Δεν ξεκολλούν απʼ το μυαλό του οι νότες. Αρχίζει σιγά-σιγά να παίζει… Είναι το Notturno. Στο μυαλό του στροβιλίζονται ακόμα οι στίχοι του Σολωμού. Παίζει “a piacere” (χαλαρά, κατά βούληση). Αρχίζει τα παιχνίδια με τους χρόνους. Με τους χρωματισμούς. Ακόμα και με τις νότες. Τον παρασέρνουν οι στίχοι που γυροφέρνουν στο μυαλό του. Δίπλα στο γραφείο, ακουμπισμένο πρόχειρα το χειρόγραφο του Σολωμού. Στο μυαλό εξακολουθούν να πετάνε οι στίχοι του κόντε Διονύσιου. Το χέρι τρέχει, ελίσσεται και χρωματίζει, χορεύει πάνω στα πλήκτρα, ξεφεύγει απʼ το Notturno. Απελευθερώνεται κι απογειώνεται. Ξαφνικά επιμένει πάνω στις νότες. Πάνω στα πλήκτρα. Τα χτυπάει επίμονα…
Επιμένει με πάθος. Στο μυαλό του ξεφυλλίζει τον ύμνο. Χτυπάει τα πλήκτρα. Και σαν πρώτα αντρειωμένη χαίρε ω χαίρε ελευθεριά. Συνεχίζει την παραλλαγή του Notturno… Και σαν πρώτα αντρειωμένη. Παθιάζεται. Χτυπάει δυνατά. Με σιγουριά. Είναι ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν. Του κόντε Διονυσίου Σολωμού. Και τώρα δικός του.
Και σαν πρώτα αντρειωμένη χαίρε ω χαίρε ελευθεριά. Το κερί τρεμοπαίζει, μα αυτός έχει καθηλωθεί. Επιμένει, επαναλαμβάνει. Σε λίγο, όταν θα ʽχει χαράξει, θʼ αρχίσει κι αυτός να χαράζει τις πρώτες νότες στο χαρτί. Κάτω από τους στίχους του άλλου κόντε, του Ζακυθινού. Τα κάρα θα περνάνε κάτω απʼ το καντούνι, και οι φωνές της πρωινής πιάτσας, τα ψάρια απʼ το Μαούκι κι από τη Γαρίτσα, τα λάχανα και τʼ άλλα ζαρζαβατικά από τα κοντινά χωριά, θα γεμίσουν την πόλη. Οι καμπάνες θα ξυπνάνε και την υπόλοιπη πόλη, οι πλανόδιοι θα φωνάζουν την ώρα που οι πρώτες νότες του Ύμνου εις την Ελευθερίαν θα ξεφεύγουν απʼ τα παλιά κερκυραϊκά παράθυρα του Νικόλαου Χαλικιόπουλου Μάντζαρου. Την ώρα που ο κόντε Διονύσιος κοιμάται αμέριμνος στα Μουράγια. Κι η πόλη ξυπνάει μιαν ακόμη συνηθισμένη μέρα στη ζωή της και την ιστορία της.
(Να θυμηθώ να πω στον Κόντε Διονύσιο, να κάνει αύριο τις παρατηρήσεις του περπατώντας πάνω κάτω στο δωμάτιό μου).


*Το χειρόγραφο του «Ύμνου εις την Ελευθερίαν», παραδόθηκε στον Νικόλαο Χαλικιόπουλο Μάντζαρο το 1826. Το “Notturno”, το συνέθεσε ο Schubert το 1827, ένα χρόνο δηλαδή πριν από τον θάνατό του σε ηλικία τριάντα ενός ετών. Η πρώτη μουσική γραφή του «Ύμνου», έγινε από τον Μάντζαρο το 1828.

Η βίλλα Κλωναρίδη κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής

Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, η οικογένεια Κλωναρίδη εκτός από την Ρεβέκκα Μπεραχά, μητέρα της Οντέτ και πεθερά του Κλέωνα Κλωναρίδη, έκρυβε στην κόκκινη βίλλα της Πατησίων και έναν άλλο νεαρό Εβραίο, ονόματι Μωρίς Μπενουζίλιο. Είχαν δηλώσει ότι ήταν ανιψιός από την Κρήτη, με το όνομα Μανωλιός. Ο Μωρίς ήταν δέκα έξι, όσο περίπου οι αδερφές Κλωναρίδη η Τζούλια και η Μπεμπέλα, αλλά και η ξαδέρφη τους η Νουνούκα, η μητέρα μου. Τον Μανωλιό για μεγαλύτερη σιγουριά, τον δήλωσαν δέκα τεσσάρων, και πήγαινε στο Πειραματικό στη Σκουφά. Κάποια μέρα λοιπόν που παίζανε χαρτιά, πάνω στην άμιλλα του παιχνιδιού, και βλέποντας τον υπερβολικό ζήλο του Μανωλιού για το παιχνίδι, του λέει η Νουνούκα επιτιμητικά: Μα πώς κάνεις έτσι βρε Μανώλη, σαν Εβραίος κάνεις! Και θέλοντας να ενισχύσει στην άποψή της, τρέχει στη βιβλιοθήκη και φέρνει το γερμανικό λεξικό με την κατατομή προσώπου των ανθρωπίνων φυλών. Νάτο, ολόιδιος είσαι του λέει, δείχνοντάς του το αντίστοιχο εικονίδιο! Άσπρισε αυτός, κιτρίνισαν και τα κορίτσια που γνωρίζανε. Μʼ αυτό τον τρόπο, έμαθε το μυστικό του Μανωλιού και η Νουνούκα.
Μήνες αργότερα. Ένας εθελοντής ρουφιάνος, πάντα βρίσκεται. Ένας πλανόδιος πωλητής έξω απʼ το Πειραματικό, τον καταδίδει στη Γκεστάπο. Έρχονται οι Γερμανοί για έρευνα στο Κλωναριδαίικο μαζί με τον ρουφιάνο. Η υπηρέτρια πρόλαβε να ειδοποιήσει, κι ο Μωρίς διέφυγε μέσα απʼ το ρέμα που πέρναγε πίσω απʼ το κτήμα Κλωναρίδη. Ο Γερμανός βαριόταν, ήθελε να κλείσει την υπόθεση και να φύγει. Ξεφύλλιζε αδιάφορα τα βιβλία του Μωρίς. Μα ο δοσίλογος επέμενε. Του έκανε και υποδείξεις. «Γιατί είναι σκισμένο το όνομα στην αρχική σελίδα του κάθε βιβλίου;» ή «Μπορεί ένας δεκατετράχρονος να διαβάζει Σοπενάουερ;» και άλλες τέτοιες ρουφιανιές.
Έτσι το ζεύγος Κλωναρίδη, οδηγείται στην οδό Μέρλιν. Ο Ερρίκος ισχυρίζεται ότι ο μικρός δεν είναι Εβραίος. Η Ασπασία η γυναίκα του, λέει στον Γερμανό διοικητή. Εβραίος είναι και τον κρύβαμε. Όπως θα κρύψουμε αύριο και τα δικά σου παιδιά. Τους άφησαν να γυρίσουν πίσω, αλλά τους επιτάξανε το σπίτι. Στο αυτοκίνητο της επιστροφής, η Ασπασία έκλαιγε. -Μην στενοχωριέστε κυρία, γρήγορα θα φύγουμε, της λέει ο Γερμανός. Ήτανε άνοιξη του 1944.

Ένα καλοκαίρι στην Κακοπετριά

Καλοκαίρι στην Κακοπετριά. Ένα απʼ τα τελευταία πριν πάω σχολείο. Παίζαμε με τον αδερφό μου Ζήνωνα στην πλατεία του χωριού. Ψάχναμε να ξετρυπώσουμε κανέναν «κουρκουτά» (σκούτζικας, κερκ.), όπως λέγαμε αυτόν τον μεγάλο χαμαιλέοντα που ζει στις εξοχές και τα δάση της Κύπρου και κυκλοφορεί ανενόχλητος και στην πλατεία της Κακοπετριάς. Δεν ξέρω αν υπάρχουν ακόμα εκεί.
Ξαφνικά, ένα βρετανικό καμιόνι σταματά στην άκρη της πλατείας. Κατεβαίνουν ένοπλοι στρατιώτες. Βγάζουν τον τελάλη με την ντουντούκα. Καλεί όλους τους άνδρες του χωριού, από δέκα τεσσάρων χρονών και πάνω, μέχρι τα εξήντα, να συγκεντρωθούνε στην πλατεία. Έρχεται η μάνα μου και μας μαζεύει τραβώντας μας απʼ το χέρι. Μπαίνουμε στην αυλή του σπιτιού. Απέναντι, στην πλατεία, άρχισαν να μαζεύονται οι άντρες του χωριού. Τους βγάζουν τα παπούτσια. Σχηματίζεται ένας λόφος από παπούτσια στο κέντρο της πλατείας. Ήταν σούρουπο. Ο ήλιος κρύβεται σχετικά νωρίς στο βουνό. Τους οδηγούν στην αρχή του δρόμου, στην κατηφόρα. Ο δρόμος ακόμα χωμάτινος με πέτρες. Ο διοικητής ανακοινώνει ότι θα γίνει αγώνας δρόμου ως το τέλος της κατηφοριάς και οι δέκα τελευταίοι θα μαστιγωθούν στην πλατεία. Βγάζει το περίστροφο από τη θήκη και μʼ έναν πυροβολισμό, δίνει το σύνθημα της εκκίνησης. Το μπουλούκι αρχίζει να τρέχει ξυπόλητο στην κατηφόρα. Στρίμωγμα, αγκωνιές και σπρωξιές. Οι έφηβοι κι οι νέοι ξεχωρίζουνε μπροστά. Πίσω, πηχτή κινούμενη μάζα. Στο τέλος της κατηφόρας, στη στροφή ακριβώς, είκοσι πόντους απʼ το έδαφος, ένα τεντωμένο συρματόσκοινο. Δεμένο ανάμεσα από δυο δέντρα. Δεν φαινόταν γιατί ήταν σούρουπο και ήταν πάνω στη στροφή. Φτάνουν οι πρώτοι γρήγοροι και νέοι, σκοντάφτουν στο σύρμα και πέφτουν. Οι άλλοι πέφτουν πάνω τους. Κι οι πίσω πάνω στους άλλους. Χαμός και χαλασμός. Οι Άγγλοι να γελάνε. Σκάνε στα γέλια. Χαχανίζοντας μπαίνουν στο καμιόνι τους και φεύγουν.

Τώρα, τόσα χρόνια μετά που το σκέφτομαι, μου ʽρχεται στο μυαλό το άλλο, από τις «Ακυβέρνητες Πολιτείες» (ή τον «Νουρεντίν Μπούμπα;») του Τσίρκα. Ο αγγλικός στόλος αραγμένος στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας. Η θάλασσα λόγω του πολέμου και του στόλου, γεμάτη σκυλόψαρα. Για να περάσουν την ώρα τους οι Άγγλοι απʼ το κατάστρωμα, πετάνε χαρτονομίσματα στη θάλασσα. Τα παιδιά της Αλεξάνδρειας βουτάνε να τα πιάσουν. Κι οι Άγγλοι βάζουν στοιχήματα διασκεδάζοντας, αν θα προλάβουν να πιάσουν τα παιδιά το χαρτονόμισμα, ή θα προλάβει το σκυλόψαρο να τους αρπάξει το πόδι ή το χέρι.
Η εξιδανικευμένη εικόνα του γιγαντόσωμου και αγαθού βρετανού αποικιοκράτη στρατιώτη, που δημιούργησαν οι εννιά χιλιάδες διανοούμενοι και συγγραφείς που επιστρατεύτηκαν από τις μυστικές υπηρεσίες (κυρίως την Special Operations Executive -SOE) αποδομείται και απομυθοποιείται από συγγραφείς όπως ο Ρόδης Ρούφος και ο Κώστας Μόντης στην Κύπρο, ή ο Ναϊμ Ατία και ο Στρατής Τσίρκας στην Αίγυπτο. Έτσι, ο ροδαλός κι ευγενικός σαν πρόσκοπος Βρετανός στρατιώτης, μένει μοναχά στα «πληρωμένα» αφηγήματα του Κίπλινγκ και του Ντάρελ.