Το φαινόμενο Pollock.

Είναι η καταδίκη όσων ανακαλύπτουν τη θλίψη του ηλιοβασιλέματος να πονάνε διπλά.
Γι’ αυτούς ξημερώνει πάντα σκοτάδι.
Κι έχουνε σκέψεις περίεργες ,απόμακρες, πολύπλοκες σαν κι αυτούς τους ίδιους.
Κι οι ψυχές τους -γιατί έχουν ψυχές- είναι εύθραυστες σαν τη φωνή παιδιού που τσακίζει
μπροστά στην πρώτη του εξομολόγηση.
Αγαπούν την ανθρωπότητα και γι’ αυτήν υποφέρουν. Την ώρα που ξυπνάνε, καθώς περπατάνε,
καθώς χαιρετούν ένα φιλικό πρόσωπο.
Θα τους δεις να σε χαιρετάνε ευγενικά, απόμακρα κι ευχάριστα – και τι πάλη γίνεται μέσα τους
για να σε χαιρετήσουν με τούτη την ευγένεια και ευδιαθεσία.
Δεν θα τους δεις να κλαίνε, αλλά να ξέρεις κλαίνε συχνά από βαθιές συγκινήσεις. Για το φύλλο
που πέφτει παρασυρόμενο από τον άνεμο ένα φθινοπωρινό μεσημέρι, για την ηλικιωμένη
κυρία στον επάνω όροφο που περνάει ακόμα ώρες μπροστά από το πιάνο της, για την “ένδοξη”
και ένδοξη ιστορία του κόσμου, για τη ματαιότητα της ύπαρξης, για το αιώνιο της στιγμής και
το ανώφελο του αύριο.
Τώρα θα κρύφτηκαν κάτω από τις κουβέρτες και πίσω απ’ τα βιβλία τους .
Άλλα όλα θα ξεχαστούν καθώς θα αντικρίσουν και πάλι το ηλιοβασίλεμα.

Μια πλημμυρίδα χρώματα, καμβάς να γίνουν μιας νέας εποχής.

Τικ- τακ

Δεν ξέρω πως να εξηγήσω όλα αυτά που μ’ ενοχλούν.
Πρώτα είναι οι σημειώσεις μου που δεν βρίσκονται στο ίδιο σημείο που τις άφησα.
Το ξυπνητήρι που ξέχασε να χτυπήσει.
Η μυρωδιά του καπνού και το απαίσιο τασάκι στο τραπέζι.
Ύστερα από λίγο όμως η κατάστασή μου επιδεινώνεται και μ΄ενοχλούν όλα.
Η ακαταστασία στο μπάνιο, η αταξία στο γραφείο, το πάτωμα που έπιασε σκόνη.
Κι όμως, αυτό που μ’ ενοχλεί παραπάνω απʼ όλα, είναι ο ήχος του ρολογιού.
Αυτό το αθώο τικ – τακ δεν είναι τίποτε παραπάνω από ένα πένθιμο εμβατήριο.
Κι είναι γι’ αυτό κατασκευασμένο, για να μας το υπενθυμίζει κάθε δευτερόλεπτο,
όμως τόσο ιδιοφυές ώστε να μην δημιουργεί την παραμικρή υποψία.
Κι αν καμιά φορά γελάστηκες και νόμισες πως ο χρόνος δεν μας εκδικείται,
για ρώτα όλες εκείνες τις στιγμές που πέρασαν από δίπλα σου,
πόσο ευχάριστα έπαιρναν μαζί τους την ώρα που έφευγαν λιγάκι απ’ τη ζωή σου.
Και πάνω που ξεχάστηκα…
Τικ – τακ.
Τικ – τακ.


Μια κάποια Οδύσσεια

Θα φύγω.
Αλλά θα ʽναι για λίγο
Κι όσο οι Πηνελόπες θα υφαίνουνε
Να μην ανησυχείς
Μόνο λίγο το παράθυρο
Να ʽχεις κάθε βράδυ ανοιχτό
Για να δικαιολογώ το λίγο μου
Και νʼ αλαφραίνω το πολύ σου
Και θʼ ανταμώνουμε συχνά
Πίσω από τη μυρωδιά του θυμιατού
Να θυμάσαι αγαπημένη
Ποτέ δεν ήτανε δέκα τα χρόνια της επιστροφής

Θαλασσινό

Αρμύρα η αγάπη μας, όπως τα δάκρυα των Ναυτικών.
Τούτο το κορμί ακατοίκητο,
όπως ένα ερημονήσι
που αποζητάει ζωή πέρα από τη θάλασσα.
Μια θάλασσα από θύμισες τσακίστηκε απόψε στα βράχια της πραγματικότητας
κι εγώ ασφυκτιώ,
παλεύοντας να πάρω ανάσα,
χωρίς τα κόκαλα να τρίζουν στην κάθε σου ανάμνηση.
Κι η μνήμη….
Η πιο σκληρή απ’ όλες του θανάτου τις μορφές.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Η Λουίζα Αριστοτέλους κατάγεται από τη Λευκωσία. Φοίτησε παράλληλα στο Μουσικό Σχολείο Λευκωσίας και στο Παγκύπριο Γυμνάσιο από όπου αποφοίτησε το 2013. Συνέχισε τις σπουδές της στο Κονσερβατόριο της Βιέννης στο τμήμα κλασικής κιθάρας. Επί τουπαρόντος σπουδάζει Μουσικολογία στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης.

(την παρουσίαση των ΝΕΩΝ ΚΥΠΡΙΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ <30, επιμελείται η Ευφροσύνη Μαντά Λαζάρου)