Το χειρόγραφο του Κυριάκου Δημητρίου
Μια φιλοσοφική νουβέλα «πολιτογραφείται»
στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας

Ένα λογοτεχνικό έργο δεν είναι άμοιρο των εκδοτικών επιλογών του συγγραφέα του. Ο πίνακας του εξωφύλλου του Χειρογράφου, έργο ανώνυμου ζωγράφου του 1790 και επιλογή του ίδιου του Δημητρίου, συνθέτει την απλή και κλασική αναπαράσταση με το στοιχείο εκείνο που, ως ανοίκειο, προκαλεί το αίσθημα της ανατρεπτικότητας. Η εικόνα δεν είναι τόσο απλή. Ένας συγγραφέας κάθεται στο γραφείο και γράφει. Μια μικρή γυναικεία μορφή εικονίζεται στο κάτω μέρος του γραφείου διαταρράσσοντας την αρμονία της εικόνας και την, υποτιθέμενη, παραδοσιακή τεχνοτροπία του. Ο πίνακας αυτός, με τη φλαμανδικού τύπου τεχνοτροπία, αποτυπώνει το ανοίκειο και το πρωτόφαντο που χαρακτηρίζει τη λογοτεχνική γραφή του Κυριάκου Δημητρίου.

Με σπουδές στην πολιτική φιλοσοφία και ιδιαίτερη αγάπη στην αρχαιοελληνική πολιτική σκέψη, την πλατωνική παράδοση και την πρόσληψη της ελληνικής αρχαιότητας στη νεότερη ευρωπαϊκή σκέψη,ο Δημητρίου εμφανίζεται στα ελληνικά γράμματα ως ένας λογοτέχνης που εμπνέεται από τα επιστημονικά του αναγνώσματα και υπηρετεί με δέος την ελληνική γλώσσα. Το ύφος της νουβέλας γλαφυρό τουλάχιστον. Ιδιάζον χαρακτηριστικό τού ύφους η ανεξάντλητη αφοσίωση στον επιθετικό προσδιορισμό. Το επίθετο στη νουβέλα προκύπτει άπλετο, αθροισμένο, σωρευμένο. Από την πρώτη κιόλας σελίδα η παραδοσιακή περιγραφή, το αναμενόμενο επίθετο ή η οικεία παρομοίωση, συναντά εικόνες νέες, δροσερές, απρόσμενες.Τα μπαλκόνια είναι «μουντά», οι ίσκιοι είναι «βαριοί» μα και «υγροί», το τοπίο «γκρίζο σαν χαλκογραφία της πρώτης σελίδας ενός παλιού βιβλίου» (σ.1).

Η νουβέλα ξεκινά με τη διήγηση ενός ονείρου που εμπεριέχει συμπυκνωμένα θέματα και μοτίβα του υπόλοιπου έργου. Στις τέσσερις αυτές σελίδες, που προτάσσονται των δύο μερών της νουβέλας, περιγράφεται ο εφιάλτης που στοιχειώνει, επανερχόμενος, τον ύπνο του πρωταγωνιστή. Εν είδει προληπτικής αφήγησης, ο Γκέιλ βλέπει κάθε βράδυ τον ίδιο εφιάλτη. Σαν άλλος τελματωμένος ήρωας, εγκλωβίζεται σε μια εφιαλτική κατάσταση η οποία θα μεταφερθεί, με τα ίδια δεδομένα, στη συνειδητή πραγματικότητά του. Ένας τόνος αγωνίας και μυστηρίου καλύπτει, εξαρχής, την αφήγηση. Τα θέματα της επαναληπτικότητας και της ταυτότητας, της άσκοπης περιπλάνησης, του λαβυρινθώδους και της περιπλοκότητας, παρουσιάζονται ήδη στο προοίμιο δημιουργώντας στον αναγνώστη ένα αίσθημα αγωνίας. Η νουβέλα του Δημητρίου ξελογιάζει με την αισθητική και την ηχητική των λέξεων, που είναι διαλεγμένες κάθε μία προσεκτικά.
Ο πρωταγωνιστής της νουβέλας, Γκέιλ Έλιοτ, έχει ολοκληρώσει το διδακτορικό του στη φιλολογία και φιλοδοξεί να συνεχίσει μεταδιδακτορική έρευνα με θέμα το αχανές έργο του φιλόσοφου Φλόουερ Σίντεχχαμ. OFloyerSydenham, Άγγλος φιλόσοφος του 18ου αιώνα, είναι ιστορικό πρόσωπο και όσα αναφέρονται στη νουβέλα, σε σχέση με το έργο του,είναι, επίσης, ιστορικά δεδομένα. Η σχέση των δύο μορφών είναι, ουσιαστικά, ο άξονας ποιυ κατευθύνει την πλοκή της νουβέλας. Νεκρός ο Sydenham, την εποχή που ζει ο Έλιοτ, θα αποδειχθεί, στην εξέλιξη της νουβέλας, αινιγματική, για τον αναγνώστη, και ολέθρια, για τον πρωταγωνιστή, παρουσία στο έργο.
Η εμμονική επαφή του Έλιοτ με το έργο του Sydenham θα μεταμορφώσει τον νεαρό πρωταγωνιστή σε ένα φθαρμένο αντίγραφο του νεκρού φιλόσοφου. Σε όλο το έργο παρακολουθούμε τη φθίνουσα πορεία της σωματικής κατάστασης του Έλιοτ μέχρι την πλήρη ταύτιση με τον νεκρό φιλόσοφο. Ο Σίντενχαμ θα απαιτήσει και θα πάρει τα ηνία της παρουσίασης του έργου του από τον νεαρό τυπολάτρη Γκέιλ, και ο Γκέιλ θα τιμωρηθεί για την ύβρη του – άραγε από τον εαυτό του, από το φάντασμα του φιλοσόφου, ή από τη δίνη των πραγμάτων;
Πάντως η ζωή του Σίντενχαμ, ο λόγος του, η δική του διήγηση και τα δικά του πάθη φαίνονται να παίρνουν σάρκα και οστά, ενώ ο φιλόδοξος νέος επιδεικνύει μία άδεια, επιρρεπή στον αυτοθαυμασμό, φύση – μία ύβρη και μία ματαιότητα που είναι συχνός κίνδυνος για τους διαννοούμενους, ιδιαίτερα αυτούς που έχουν ʽαδιάσειστεςʼ ʽπεργαμηνέςʼ.
Oτριτοπρόσωπος αφηγητής ελέγχει αυστηρά τις συμπεριφορές του Έλιοτ. Η ειρωνεία είναι διάχυτη στην περιγραφή της εσωτερικής και εξωτερικής μεταμόρφωσης, καλύτερα παραμόρφωσης, του πρωταγωνιστή. Βασικό ιδεολογικό θέμα, που διατρέχει τη νουβέλα και καθορίζει την εξέλιξη της ιστορίας, είναι αυτό της συμπεριφοράς και της ηθικής ενός πολυσπουδαγμένου ήρωα.
O Γκέιλ αισθανόταν άπλετη ευφορία. Η αποδοχή των μελετών του για δημοσίευση στα λεγόμενα «πρωτοκλασάτα» φιλολογικά περιοδικά τόνωσε την αυτοπεποίθησή του σε βαθμό που έκρινε ενδεδιγμένο να τροποποιήσει ανάλογα και το ύφος του. Ένιωθε, συνειδητά, πως ανήκε σε μια ξεχωριστή κατηγορία ανθρώπων, στην ελίτ του πνεύματος. Είχε τα τεκμήρια, μπορούσε να προσκομίσει τις πλέον δυσπρόσιτες αποδείξεις στους δύσπιστους συνομήλικους ερευνητές, ακόμα και στους πιο ώριμους διανοούμενους, που θα ζήλευαν (ήταν βέβαιο) τα επιτεύγματά του. Έτσι, αποφάσισε να υιθετήσει ένα εμβριθές ύφος που προσιδίαζε στις περιστάσεις.
Ήταν αυταρέσκεια, έπαρση, τα πρώτα δειλά σημάδια ενός καλοήθους ναρκισσισμού. Ό.τι και να ήταν, τα λεπτά χαρακτηριστικά του προσώπου του σαν να βάραιναν με τη μεμβράνη ενός επιτηδευμένου προσωπείου, μιας ατίθασης έξαψης, που ατυχώς τον έκαναν να φαίνεται ηλικιακά μεγαλύτερος. Η Άλμα πρόσεξε μια μικρή αλλαγή στον τόνο της φωνής του κι ένα ελαφρύ καμπούριασμα, που την ανησύχησαν ιδιαίτερα. Μιλούσε αργά αλλά αφοριστικά, διαχειριζόταν ως ρήτορας την ένταση της φωνής του και – το χειρότερο – μετρούσε τις λέξεις του σαν τον αργυραμοιβό που μετρά με υποιλογιστική κρυψίνοια τα νομίσματά του. Περπατούσε με προσποιητή νωχελικότητα, μʼ ένα καφετί κασκόλ στον λαιμό, όπως ένας άνθρωπος που βρίσκεται σε συνεχή περίσκεψη, βαθυστόχαστος – ένας άνθωπος που κουβαλούσε στην πλάτη του πολύ βαριές ιδέες για να μπορεί να κινείται ανάλαφρα, όπως παλιά. (σ.35-36)
Η αλαζονεία, η έπαρση, η ματαιοδοξία, ο εγωκεντρισμός, η επιτήδευση, είναι μερικά από τα συμπτώματα μιας παθολογικής κατάστασης η οποία μεταμορφώνει τον ήρωα σε μια καρικατούρα λογιοσύνης και εμβρίθειας.
Η εσωτερική παραμόρφωση του Γκέιλ ξεδιπλώνεται ολοζώντανη στη συνομιλία του με τον οδηγό του ταξί. Όπως και το όνειρο του προοιμίου, έτσι και η σκηνή αυτή, καταλαμβάνει μια ιδιαίτερα εκτενή θέση στη νουβέλα. Πέντε σελίδες εγκλωβίζουν τον χρόνο της αφήγησης και τον περιορίζουνστα πλαίσια μιας σύντομης διαδρομής με ταξί. Η αφηγματική αυτή παύση δε μπορεί παρά να προσληφθεί ως μια συγγραφική επιλογή που συνάδει με τη στόχευση μιας φιλοσοφικής νουβέλας. Η ψυχογραφία προκρίνεται της πλοκής και η δράση εξελίσσεται, κυρίως, εντός του ψυχισμού των ηρώων.
Ο Γκέιλ αρνείται να αναγνωρίσει τη φιλολογική επιστημοσύνη του ταξιτζή και, στις ερωτήσεις του οδηγού, προτάσσει τη σιωπή του γεμάτη απαξίωση και περιφρόνηση:
Στο άκουσμα των ερωτήσεων του οδηγού ο Γκέιλ προσπάθησε νʼ αποσιωπήσει την έκπληξή του· οπωσδήποτε δεν επιθυμούσε σε καμία περίπτωση να τον πιστώσει με γνωστική αξία που δεν άξιζε. Υπέθεσε πως ο φλύαρος οδηγός, με τη γελοία τριμμένη τραγιάσκα, θα έμαθε την ιστορία από κάποιον άλλον επιβάτη. (σ.48)
Αλαζών και υπερόπτης, ο Γκέιλ χρησιμοποιεί ύφος και λόγο αυθεντίας με στόχο να υπογραμμίσει το, υποτιθέμενο, κοινωνικό και μορφωτικό χάσμα ανάμεσα στον ίδιο και τον οδηγό του ταξί. Η εκτενής, όμως, και επιστημονική τοποθέτηση του ταξιτζή για το φιλολογικό θέμα της συζήτησης καθηλώνει τόσο τον Γκέιλ όσο και τον αναγνώστη του Χειρογράφου. Με την απάντησή του ο οδηγός μεταμορφώνεται σε μια μεταφυσική οντότητα η οποία ατενίζει τον κόσμο και τη λογοτεχνία με μια θεολογική οπτική:
Ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες, κι ο θεός κρύβεται στις λεπτομέρειες, όλοι μας κρυβόμαστε στις λεπτομέρειες, και οι λεπτομέρειες στις λεπτομέρειες εγκιβωτίζονται εξάλλου, ας μη αυταπατόμαστε. (σ. 49)
Αντισυμβατική αφηγηματική τεχνοτροπία, ανέλπιστα πρωτότυπη, μη αναμενόμενες εικόνες και απρόβλεπτοι ήρωες, συχνά στα όρια, πράγματι, του σουρεαλισμού. Η νουβέλα του Δημητρίου είναι ένας βυθομετρητής του ανθρώπινου ήθους, της ανθρώπινης ηθικής και της αντιπαλότητας των δύο ενώπιον του μοναδικού και αδιαμισβήτητου κριτή:
Ο θάνατος καραδοκεί κάθε στιγμή – από τη στιγμή που γεννιόμαστε, πεθαίνουμε μέρα με την ημέρα, κάθε λεπτό, κάθε δευτερόλεπτο. Κι όταν αποφασίσει να έρθει, θερίζει σαν ανήλεος κατακτητής τα πάντα στο πέρασμά του, μας αφαιρεί τα πάντα ως το μεδούλι, όσα ανοήτως ποθήσαμε, όσα με τόση υπεροψία κατακτήσαμε, ακόμα και τη σκιά μας και τα πιο θολά μας όνειρα. Όχημα της αληθινά ευτυχισμένης ζωής, γιατρειά στη μίζερη δυστυχία μας, είναι η άσκηση στη φιλοσοφία. Ένας φυλακισμένος δεν είνιαι λιγότερο ελεύθερος από οποιονδήποτε άλλον, φτάνει να είναι πραγματικά ευτυχισμένος, να κάνει “το αγαθό” στόχο και κτήμα του. (σ.99)

Μαριάννα Παφίτη
Διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας