ΤΑ 4+1 ΠΟΙΗΤΙΚΑ ΤΟΥ 2015

Πάνε δέκα χρόνια από το 2006, που ξεκινήσαμε αυτό το παιγνίδι με τα 4+1 καλύτερα της χρονιάς. Από τη στήλη με όλα τα αρχεία των αναρτήσεών μας σε χρονολογική σειρά ανά έτος, οι αναγνώστες μας μπορούν να εξετάσουν και να κρίνουν ποικιλοτρόπως τις επιλογές μας και τις αστοχίες μας έτσι όπως τις έχουμε παραδώσει στην πάροδο του χρόνου. Από το «ανεξάρτητο παρατηρητήριο του ποιείν» λοιπόν, το 2015 οφείλουμε να παραδεχτούμε πως ήταν πλούσιο σε ποιητικά βιβλία, όχι μόνον αριθμητικώς πολλά τα βιβλία (ποιητικές συλλογές, τόμοι συγκεντρωτικοί ποιημάτων και μεταφράσεων, ανθολογίες), αλλά και ποιοτικώς, πολλά και καλά βιβλία δηλαδή, από πεθαμένους έως και έφηβους. Για τη χρονιά που μας πέρασε οφείλουμε επίσης να επισημάνουμε την επαρκή αντιπροσώπευση όλων των ηλικιών και των τριών (συνταγματικώς πλέον) φύλλων. Από τα δεκάδες καλογραμμένα ποιητικά βιβλία του 2015 (είναι γενική διαπίστωση πως στην Ελλάδα γράφουμε καλή ποίηση και οι ποιητές μας γνωρίζουν καλά την ελληνική γλώσσα), ξεχωρίσαμε τα πέντε με ένα και μοναδικό κριτήριο: το ποιητικό στοίχημα. Τι στοίχημα βάζει ο ποιητής με την τέχνη του και τον ίδιο ως ποιητικό υποκείμενο και ήρωα των στίχων του.
Ο Θεόδωρος Μπασιάκος ή Γκαγκάν, καλλιτέχνης συγγραφέας, έλκει την καταγωγή του από τον Βιγιόν και τον Γιεσένιν, μας παραδίδει το πρώτο τεύχος των Απάντων του σε ένα πολυγραφημένο φυλλάδιο που κυκλοφόρησε από χέρι σε χέρι μεταξύ φίλων, αυστηρώς εκτός εμπορίου:

ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΦΩΤΙΣΜΕΝΟ

Πάει να πει:
Ποιητής!
(Για θαρρείς πως μπρίκια κολλάμε
νυχτιάτικα, η ώρα 3 και μισή;)

Ο Γιώργος Δάγλας ποντάρει σαν μέγας τζογαδόρος της ζωής και ρίχνει φέτος την τρίτη του ζαριά ακριβώς στην εκπνοή του χρόνου: βγάζει ένα βιβλίο κάθε 16 χρόνια (1983, Η μέρα των φωταγωγών, 1999, Το μαύρο χιόνι, 2015, Καντάδες για ένα δαίμονα). Ελάσσων επτανήσιος ποιητής, όπως δηλώνει ο ίδιος, γράφει πάντα σε πρώτο πρόσωπο και σε ενεστώτα χρόνο, το χρόνο που παίζονται τα στοιχήματα, την ύπαρξή του ρήμα, λόγο, ποίημα. Στο δίλημμα του Μορέλλι αν η ύπαρξη πρέπει να πηγάζει από το ρήμα ή το ρήμα από την ύπαρξη ο Δάγλας μας απαντάει:

Άλλωστε,

Αυτό το σπίτι
ήταν πάντα εκεί.
Πολλά χρόνια.
Παλιό. Μουντό. Γενναίο.
Κι ακόμα εκεί το βλέπω.
Χαμένο στο χρόνο, μόνο,
να αντέχει
τον πόνο τόσων ανθρώπων
που ζήσαν στα σωθικά του
κι ακόμα να στέκει όρθιο,
να επιμένει, νʼ ανοίγει και να κλείνει
τις πόρτες του
σε μια αιωνιότητα
που δεν θʼ αγαπήσει ποτέ.

Ο Πέτρος Γκολίτσης στην τρίτη του ποιητική συλλογή φαίνεται να έχει ξεπεράσει το εσωτερικό του δίλημμα περί αιτιών και αφορμής του ποιήματος και της τέχνης. Έχοντας κατακτήσει πλέον το δοκιμιακό λόγο και τη θεωρητική του υπόσταση ως κριτικού λογοτεχνίας, μπορεί να αφεθεί πλέον χωρίς δισταγμούς στο παιγνίδι δίχως θέμα που είναι η συγγραφή ενός ποιήματος:

ΣΥΝΑΙΝΕΣΗ

«Σε τι να συναινέσω;»
εδώ βαλλόμαστε από παντού
στα χαρακώματα του κόσμου πανικός
αρχιτεκτονικές δομές
πληγές τεράτων
μεταφυσικές γραμμές
–είναι όλα λάθος–
στόματα χάσκουν στο κενό
πλανητικές σκιές
άστρα βουλιάζουν στον βυθό
και εκρήγνυνται και σβήνουν
κόσμοι φουσκώνουν σαν νερό

Ο Γιάννης Ζελιαναίος στοιχηματίζει κι αυτός την προσωπική του ύπαρξη κορώνα-γράμματα σε ποιήματα που ξεπερνούν την απλή εξομολογητική διάθεση λόγω του αναγνωστικού εύρους του ποιητή, που πέρα από λογοτεχνία περιλαμβάνει τη μουσική, τον κινηματογράφο και τα εικαστικά. Ποιήματα που περπατάνε πάνω στην κόψη του ξυραφιού, ποιήματα μιας αιμόφυρτης ειλικρίνειας:

Γυρνάμε σε μέρη που δεν θέλει,
σαν πεταμένος άγγελος
βάφει τα φτερά της
μου λέει για το όπλο
που θέλει το μυαλό της
για τα χάπια
που δεν χορταίνουν το κορμί της
για την σίγουρη αυτοκτονία της
με το αίμα να σκουπίζει
το κομπινεζόν της
και στο λαρύγγι απιθωμένη τη στρυχνίνη.
Δεν είναι ώρα για ποιήματα πια.
Ποτέ δεν ήταν.

Κλείνω με την ευχάριστη έκπληξη του 2015: το πρώτο βιβλίο μιας νέας ποιήτριας που γράφει τους στίχους της σαν να παίζει ρώσικη ρουλέτα, λες κι έχει ένα περίστροφο καρφωμένο στον κρόταφο και τα μάτια δεμένα. Ποιήματα καρτ ποστάλ, γράμματα από διάφορες γωνιές του πλανήτη. Ο Καρυωτάκης, την ημέρα της αυτοκτονίας του, κι ενώ κατʼ αρχάς προσπάθησε να ανοιχτεί στη θάλασσα και να πεθάνει έτσι, όταν στο τέλος ξαναγύρισε στην ξηρά, πριν πάρει το μοιραίο περίστροφο στο χέρι, έγραψε δυο σημειώσεις στο σημειωματάριό του, “Για όσους θα ʽρθούν μετά από μένα… θα ήθελα να γράψω τις Αναμνήσεις ενός Πνιγομένου’.
Έτσι, από μια τέτοια θέση μόλις έχοντας βγει από τη θάλασσα από απόπειρα αυτοκτονίας, γράφοντας αναμνήσεις ενός πνιγομένου, θα ήθελα να ορίσω ότι είναι η θέση από την οποία γράφει και δημιουργεί η Ξένια Παπαδοπούλου:

που όταν παθαίνω ναυτία στους δρόμους του Καΐρου
μου προσφέρει γλυκό ʽʼshishaʼʼ
και θέα απο ουράνιους μιναρέδες
για το θέλημα του Αλλάχ
που είναι ακατανόητος βράχος
με στιλβωμένες επιφάνειες
όστρακο αμφορέα
που πλαγιάζει σε τέλεια γεωμετρία
που οι σχισμές των ματιών του
μου λένε τη μία του αλήθεια
και ο κροκοδείλιος αυχένας
όλες τις υπόλοιπες