`

ΒΙΓΛΑΤΟΡΑΣ
Βαρέθηκα να γιεύομαι του λιοπυριού τα πάθια,
τις λαύρες του χινόπωρου, του χειμωνιού τ’ αγιάζι.
Γιόμισ’ αρμύρα ο κόρφος μου και κουρνιαχτό η θωριά μου.
Βάρυν’ η κάπα μ’ απλυσά και τα σκουτιά μου λάσπη.
Θέλω κλινάρι σπιτικό, μιντέρι πουπουλένιο.
Θέλω ψωμί απ’ τη μάνα μου, νερό απ’ την αδερφή μου,
καμώματα απ’ τις λυγερές κι ορμήνια απ’ τους γερόντους.
Θέλω να φάω σε σοφρά, να κάτσω σε κατώφλι,
να πιω ρακί στον καφενέ, να βγω στ’ αλώνι τσάρκα.
Να πάρω τους παλιόφιλους να πάω κατά τη «δέση»,
κατά τη νεροσύναξη που βράζει το φουστάνι.
Να πω κουβέντα δίγνωμη, πειραχτικό στιχάρι.
Να μπει η γριά μου σε μπελά κι ο κύρης μου στα λόγια.
Σε φούρια οι φαρμακόγλωσσες κι οι προξενήτρες σε άψη.
Να μπει ο παπάς στο Ιερό κι ο Διάκος στ’ άγιο βήμα,
να μπει κι η κληματόβεργα να δέσει δυο κορμάκια.
Αχ! Χίλια «θέλω» θέλω εγώ, κι ένα «μπορώ» δεν έχω.
Τι έχω δουλειά στα διάσελα, δουλειά στ’ απανωκόρφια.
Φυλάω τ’ απάτητα βουνά μη μας τα διαγουμίσουν.
Φυλάω τα καραούλια μας απ’ του κιοτή το μάτι
και την ανάβρα του νερού, μην τη μολέψει ο σκύλος.
Τηράω ζερβά, τηράω δεξά, τηράω τα μπρος – τα πίσω
μην κάνουν τον ανήφορο του κάμπου οι πουλημένοι.
Έχω δουλειά, κάμπε μ’ πικρέ, έχω χουσμέτι ακόμη.
Θερίζω και βολοκοπώ την ξενική τη φύτρα
και βοτανάω τον τόπο μου απ’ τα πικρά τα αγκάθια.
Πρέπει να μάσω φρύγανα να κάψω την πανούκλα,
ν’ ανοίξω στράτα γιορτινή να ροβολήσει ο αντάρτης,
να στρώσω και χρυσό θρονί να κάτσει η Λευτεριά μας!

`

*

ΓΙΑΝΝΟΣ ΚΑΤΡΗΣ
Οπ’ ώχει αψάδα και μυαλό (έλα στα λόγια μου γιαλό).
Αψάδα – λέω – οπ’ ώχει.
Πάει και το βρίσκει το ‘λατο. «Καλώς το Γιάννο, κόλλα το!
Κάτσε καλέμ’ στην κώχη».
Έλα και πε μας τα μαντά – για συνταχτείτε όλοι κοντά!
Λέγε ρε καψο-Γιάννη.
-Ε, καπιτάνο μ’ τι να ειπώ; Βαρέθηκα να ζάω υπό
και πήρα το ρουμάνι.
-Ε, ύστερις; -Ε, να μαθές… Κοντολογίς, θες δεν το θες,
μια και τα ζλάπια τα χτεσ’νά σου κάνουν τα θερία.
Ζαλώνεσαι κι εσύ ο Κατρής – για την καημένη την Πατρίς,
και την Ελεφτερία.
«Ρε Γιάννο, κάτσε στη γωνιά!» όλο μυξόκλαιε η μανιά –
κι η καψοθειά μου η Χρύσω.
«Ρε ‘γω τέτοια δεν τ’ ακώ! Να μη με ειπούνε Γιαννακό –
α δεν ανηφορίσω!»
Πήρα, απού λέτε, το στρατί – κι ήρτα να σμίξω με τσ’ αητοί
ωχ, ωχ, καρδιά μου ζέφκια!
Αντάμα βόλι και ψωμί – να μοιραστώ κι αν λείψω μη –
μη κόβετε τα κέφια.
Εδώ στα ελάτια τα ψηλά, έχω τα μάτια μου στυλά –
ο ύπνος μη με πάρει.
Κι αϊκούω να κράζουν τα χουνιά – απ’ άκρη σ’ άκρη του Ντουνιά
το νιο τροπάρι.
Μάνα μ’ και κύρη μ’ κι αδερφή – να μη σας καίγεται καρφί
το μηνάει ο Γιάννος κι υπογράφει!
Π’ ώχει τη φτέρα για χαλί – και τον αγώνα χαϊμαλί
και το θεό συνάφι!

`

*

ΑΝΗΜΠΟΡΙΑ
Τ’ έεις και στραβογέρασες ρε καψοχρόνη Αυγερινέ,
κι όλα σου φαίνονται στυφά, κι όλα ζαβά τα βρίσκεις,
κι όλο βηχάς, κι όλο βογκάς, κι όλο γραμμή φυραίνεις;

Μην έεις σφάχτη στο πλευρό, κι αντράλα στο κεφάλι;
Μην έεις ψώρα στο πετσί κι αγκίδα στο πλατάρι;
Μην έεις «σφίξη» στ’ άντερο και πέτρα στο φλεγμόνι;
Μην ανημπόρεψες μωρέ κι η θερμασά σε ψένει;
Αν ειν’ η αρρώστια σου μικρή και παίρνει γεροσύνη
να πα να κράξουμε γιατρό να σε γιατροπορέψει.

– Απαρατάτε με παιδιά, έτσι καλό να ιδείτε.
Τον έχω αμάχη το γιατρό και το σινάφι του όλο
απ’ όντας έστειλ’ άναυλη την καψερή γριγιά μου.
Άλλου λογιού ανημπόρεψη μου τρώει τα σωθικά μου.
Έχω θελιά στην αναπνιά, μπερδούκλα στο ποδάρι.
Έχω στο στόμα κλειδωνιά και δόκανο στη γλώσσα.
Αυτήνη ειν’ η αρρώστια μου κι η ανημπόρεψή μου.

Μα χτες που αποκοιμήθηκα στ’ αστέρι, στο χαγιάτι,
ήρτε και με συντρόφεψε στο μισοΰπνι απάνου
του Παναγού μας η ψυχή, του μοναχαδερφού μου
και μόδωκε το γιατρικό και την τρανή τη διάτα.
– Και ποια ‘ναι η διάτα, Αυγερινέ, να ζήσεις, κρίνε μας την
γιατί μας καίει τα σωθικά και μας το ίδιο ντέρτι.
– Θα σας την πω μα –τήρα εδώ!- κανείς μην αντισκόψει.
Συνάχτε τα παρτάλια σας κι ελάτε αντάμα μου όλοι!

– Και πού θα πάμε, Αυγερινέ, κι από κοντά μάς κράζεις;
Θα πάμε για τα ρέματα, θα πάμε για τις στάνες;
Θα πάμε τον κατήφορο με τα τρανά σπιτάλια;
– Δεν πάμε για τα ρέματα, δεν πάμε για τις στάνες.
Ούτε και τον κατήφορο με τα τρανά σπιτάλια.
Μον’ πάμε τον α ν ή φ ο ρ ο με τα τρανά τα ελάτια!

`

*

ΜΟΥΣΕΙΟ ΜΠΕΤΟΒΕΝ
Τούτο το πιάνο τ’ αγαπήσαμε πολύ.
Γιατί ήταν το πρώτο παιχνίδι
που είχε μάθει το τιτάνιο παιδί
να μπουσουλάει τα πρώτα μουσικά του βηματάκια.
Ντο-Ρε-Μι-Φα-Σολ-Λα-Σι… Πώς;
Τόσο λίγες λοιπόν;
Τόσο λίγες –μόνο οχτώ– είναι οι νότες;
Πώς μπόρεσες –Μεγάλε Λυπημένε–
Πώς μπόρεσες να σηκώσεις
τόσα μελωδικά βουνά
με τόσο λίγες νότες;
(και κείνες να μην τις ακούς;)

Αν το ‘ξερες –ω, σίγουρα… – αν το ’ξερες
πόσο λίγες νότες σε περιμένουνε στη γη
μπορεί και να μην ερχόσουν.
Να ‘στελνες μόνο λίγους σαλπιγκτές
για να φωνάξουνε «βοήθεια!»
(Βοήθεια! Εδώ βασιλεύει ένα τέρας
που θα σπαράξει τη Μουσική!)

Μα οι σαλπιγκτές δεν ήρθαν
ή μπορεί και να ήρθαν και να μην άκουσες.
Να ήρθαν…
Κι αντί να φωνάξουν «βοήθεια»
να φωνάξανε «Έφοδος!…»
Έφοδος! Και πυρ πάνω σε κείνους
που διευθύνουν τις ορχήστρες με μαστίγια.

Έφοδος να περάσει ο κουφός πολεμιστής
στεφανωμένος μ’ αγκωθωτά πεντάγραμμα.
«Έφοδος!»
Μπορεί ν’ άκουσες τη λέξη.
Και μόνο γι’ αυτό να ήρθες.

Μα τώρα έφυγες ξανά.
Και ξαναρπάξανε οι στρατάρχες της Μουσικής
τα χοντρά τους μαστίγια.
Κι ανεβήκανε στο podium του Κόσμου
να ετοιμάσουν τη Συμφωνία του Ολέθρου μας.

Μα η Μουσική σου έμεινε! Όλη!
Και φωνάζει θυμωμένα εγερτήριο… Εγερτήριο.
Ανάστα! Και Βοήθεια!
Γιατί αν βουβαθεί και τώρα η Μουσική
θα βουβαθεί για πάντα.

`

*

ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΜΕΝΗ ΕΠΙΣΚΕΠΤΡΙΑ
Ωραία που ήταν η περαστική
από το κοιμητήρι μου, κυρία!
Είχε μια θελκτική δειλή απειρία
στο πένθος της, μια θλίψη ελκυστική.

Τόσος καιρός κι όμως το νιώθω ακόμη
πα στη σβησμένη μνήμη να κυλά,
το βλέμμα της να πλέει σ’ υγρό λιλά–
στα κρέπια η κόμη.

Κάτω απ’ το πράο βλέμμα της τ’ αβρό,
ήμουν σεπτό ένα σκήνωμα κι ωραίο•
σαν τον ξεκρεμασμένο Ναζωραίο –
απ’ το σταυρό.

Στα μάτια της της θλίψης το κρασί
σαν σιωπηλό εκυλούσε μοιρολόι.
Κι έβρεχε μ’ ένα δάκρυ θαλασσί,
την ταπεινή μου χλόη.

Πώς άργησε, πώς άργησε να ‘ρθεί
μ’ αυτό το βήμα το μελωδικό της.
Τώρα που η νύχτα μ’ έκανε δικό της,
δεν ωφελεί αν θα κλάψει, ή θα δαρθεί.

Την πρόσμενα πριν απ’ τον μακελάρη,
πριν η ψυχή μου σκύψει, η στιβαρή,
πριν κάνω αυτό το χώμα το βαρύ –
μαξιλάρι.

Βραδιάζει… Ξεψυχούν αργά τα κρίνα
κάτω απ’ τον ουρανό το λουλακί.
Μου τραγουδάει μια νότα μαλακή –
μια καρδερίνα.

`

*

ΚΑΜΠΑΝΑ «ΤΣΙΟΠΛΕΑ»
Δεν είμαι τίποτα κύριε, τίποτα.
Είμαι ένα κορίτσι απ’ το Πρεντεάλ
που το λένε Λουτσίκα.
Λουτσίκα κι άλλο τίποτα.
Μια Λουτσίκα που διαβάζει ποιήματα.
Όπως η γιαγιά της κεντούσε μαξιλάρια.
(Ωραίο θα ‘ταν ένα μαξιλάρι
κεντημένο με ποιήματα).

Όχι, κύριε, σας το ξαναλέω
δεν είμαι τίποτα, αλήθεια, τίποτα.
Είμαι μόνο η Λουτσίκα
η Λουτσίκα απ’ το Πρεντεάλ
που τριγύριζε με το κεφάλι γεμάτο όνειρα
και κανένα απ’ αυτά δεν κατάφερε
να το κάνει ποίημα.

Αχ Λουτσίκα, Λουτσίκα απ’ το Πρεντεάλ
πού ξανακούστηκε ψυχή μου
η Ποίηση να γράφει ποιήματα;
Μείνε έτσι όπως είσαι Λουτσίκα.
Έτσι απλή, έτσι ωραία, έτσι ονειρική…
Και βοήθησε εμάς να γίνουμε Ποιητές.

– Θα μου δώσει ο κύριος ένα «αουτογκράφ;»
– Αουτογκράφ! Μετά χαράς, Λουτσίκα.
Μα ξέρεις δεν είμαι ποδοσφαιριστής,
εγώ το μόνο στρογγυλό που κλώτσησα
ήτανε το κεφάλι μου.

Ανάμεσά μας πέφτει μια ντροπαλή σιωπή.
Ένα τρανζίστορ κρεμασμένο στο τσαντάκι της
τσιρίζει σαν απελπισμένο τζιτζίκι.
– Έπειτα τι νόημα έχουν όλα αυτά Λουτσίκα;
Ας μιλήσουμε καλύτερα για τον Έρωτα.

Μια γλυκιά πνοή φύσηξε απ’ τα Καρπάθια.
– Θα ‘θελα να αδειάζαμε μαζί ένα ποτήρι.
(Τόσο λίγο;…)
Μια πεταλούδα μου ‘γνεψε «δέξου!»
– Ε, άιντε τότες Λουτσίκα. Πάμε.
Είναι καιρός που θέλω να πνιγώ
μες σ’ ένα ποτήρι!

`

*

XVV
Εμείς τώρα εδώ που σ’ αγαπάμε
είμαστε κάτι παράξενοι άνθρωποι.
Κάτι παράξενοι άνθρωποι
που ‘χουν για καρδιά ένα νησί.
Που φυλάει τον ύπνο τους τη νύχτα
ένας αράπης μ’ ένα μάτι στρογγυλό.
Είμαστε κάτι παράξενοι ιεραπόστολοι
μ’ ένα προσευχητάρι στη μασκάλη
που λέει την ίδια πάντα προσευχή:
«Σοφία ορθή θα πει –
να ‘ναι ορθοί οι άνθρωποι».

Μα εγώ πια πρέπει να τελειώσω
γιατί κάτι πρέπει να σου πω.

Μιλώ σα να ορκίζομαι.
Ξεσκούφωτος μιλώ σα να προσεύχομαι.
Ορκίζομαι στο στρογγυλό κόνισμα του ήλιου
και στην κρεμασμένη καντήλα του φεγγαριού.
Στα χωράφια που τα μάτωσαν οι παπαρούνες.
Στο πρώτο κλάμα του παιδιού
και στο στερνό ψυχομάχημα του γέρου.

Στον ιδρώτα τον άγιο
και στην πίκρα τη σεπτή.
Ορκίζομαι πως απόψε έγινα απέραντος
γιατί σ’ α γ α π ώ !
Έγραφα στον Αϊ-Στράτη
το χειμώνα του 55.

`

*

ΣΕ ΜΙΑ ΜΕ ΤΑ ΣΤΑΧΤΙΑ
Θαρρούσα ως τώρα – φίλοι μου καλοί –
Θαρρούσα – ως τώρα –
Πως όλα βάδιζαν στη γη
με το αληθινό τους χρώμα.
Η χαρά άσπρη. Η θλίψη χλωμή.
Ο έρωτας ρόδινος.
Ο θάνατος μαύρος.
Έτσι θαρρούσα.

Και περνούσα τις μέρες μου
με τα χρώματά μου τακτοποιημένα
με τα όνειρά μου συγυρισμένα
με τα ποιήματά μου καθαρογραμμένα.
Γιατί έτσι νόμιζα.

Μα μια μέρα – φίλοι μου καλοί –
Μια μέρα. Ένα σταχτί σύννεφο
άφησε τον ουρανό του
και χύθηκε στη ζωή μου.

Ένα σταχτί μυρωμένο σύννεφο
(αλαφροπερπάτητη η Αγάπη)
ντυμένη στα σταχτιά.
Και τότε – ξάφνου! –
Όλα χάσαν τη θωριά τους.
Σταχτιά έγινε η χαρά.
Σταχτιά κι η θλίψη.
Σταχτύς κι ο έρωτας
και σταχτύς – αλίμονο – κι ο θάνατος!

Ω, σειρήνα εσύ,
εσύ που τα ‘βαψες όλα τεφρά
γιατί δεν άφησες έστω το θάνατο
– τουλάχιστον αυτόν –
να με πάρει με τ’ α λ η θ ι ν ό του χρώμα;

`

************************************************************

EΠΙΜΕΤΡΟ

`
Ο Μενέλαος Λουντέμης (1912-1977) ήταν ένας απ’ τους σπουδαιότερους Έλληνες λογοτέχνες. Παρόλο που έχει μείνει γνωστός για τα εξαιρετικά πεζά του («Τα πλοία δεν άραξαν», «Συννεφιάζει», «Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα», «Οδός Αβύσσου, Αριθμός 0», «Τότε που κυνηγούσα τους ανέμους»), από πολύ μικρή ηλικία δημοσίευσε ποιήματα, τα οποία έντυναν όλες τις σκέψεις, την εσωτερικότητα, την κοσμοθεωρία, ενός πραγματικού αγωνιστή, αλλά κι ενός παθιασμένου ανθρώπου, ενός θιασώτη του Έρωτα.
Όντας ο ίδιος ένας μαχόμενος αριστερός, η ποίησή του έχει ως επί το πλείστον κοινωνικό περιεχόμενο, αντιπολεμικό και αντιρατσιστικό, και σε κάθε περίπτωση με στοιχεία που εξυμνούν τον προσωπικό και συλλογικό αγώνα,
εντούτοις, αποφεύγοντας να παπαγαλίσει κομματικές γραμμές.
Η «ύψιστη αρχή» του, αν μπορούσαμε να πούμε κάτι τέτοιο, ήταν να σηκωθεί ο υποδουλωμένος άνθρωπος στα ποδάρια του και να διεκδικήσει τη ζωή του. Η πατρίδα του να σταματήσει να επαιτεί και ν’ αποχτήσει την αυτοκυριαρχία της, ο άνθρωπος να κάνει την εσωτερική και κοινωνική του επανάσταση.
Αυτή ήταν η στράτευση του Λουντέμη, την οποία πλήρωσε κιόλας στη δουλειά και στην πορεία του γενικότερα (φυλακίσεις στην Κατοχή, εξορισμός σε Μακρόνησο κι Άι-Στράτη, απαγόρευση κυκλοφορίας βιβλίων του, απόσυρσή του από τα Γυμνάσια όλης της χώρας, εκπατρισμός στο Βουκουρέστι επί χούντας και απώλεια της ελληνικής ιθαγένειας.)
Ποιητικά, υπάρχει, φυσικά, κι ο μεταφυσικός Λουντέμης, ο εξαίρετος χρήστης των επιθέτων, των εικόνων, των παραδόξων, αλλά κι ο ποιητής που μελαγχολεί, που ειρωνεύεται, που κάνει κοφτερή κριτική. «Κινητήριος μοχλός» της Επανάστασης που είπα παραπάνω, είναι ο Έρωτας, ο ταυτισμένος με την Ελευθερία, που έχει απόλυτο εχθρό τον πόλεμο, την ανισότητα, τις αλυσίδες που δεσμεύουν τα Ιδανικά του.
Τέλος, ο Λουντέμης είναι λάτρης της ποίησης. Διαβάζει πολύ κι εμπνέεται απ’ τον Βάρναλη, τον Σολωμό και το δημοτικό τραγούδι, ακόμη απ’ τον Καββαδία και τον Καρυωτάκη. Ψηλαφίζει μια μοντέρνα κι επίκαιρη γλώσσα, αλλά κοιτάει κλεφτά και στο ποιητικό παρελθόν, που γέννησε εκείνον κι όλους τους άλλους.
Τα ποιήματα που διάλεξα απ’ την έκδοση με τα «Ποιητικά του» (Ελληνικά Γράμματα, 1999 – εκτός εμπορίου) είναι μάλλον απ’ τα πιο «παραγνωρισμένα» του. Αλλά είναι κι αυτά που μου έκαναν τρομερή εντύπωση, η γραφή εκείνη που αποδεικνύει το μεγάλο ταλέντο του να συνθέτει ποιήματα «πουλιά»: ριζιμιά σε πρώτη ανάγνωση, μα έτοιμα να απογειωθούν όταν αντικρύσουμε το βάθος και την ιδιαιτερότητά τους, όπως ακριβώς ένα χελιδόνι όταν συνειδητοποιήσει τα φτερά του.