`

Είμαι σαν άνεμος χωρίς φωνή
στην αναζήτηση σιωπής…

(Τζ. Λουτσίνι)

`

1.

Αν δεν με πιστεύεις, μέτρα τʼ αστέρια
που βρίσκονται σʼ ένα δάκρυ,
μέτρα τα μαλλιά
της αγαπημένης καθώς τα χαϊδεύεις
μέτρα τις ρυτίδες του κορμιού της,
τις μυστικές επιστροφές του πάθους
που έρχεται και σε διαποτίζει
όπως το αλάτι το ψωμί
και σκέψου το άπειρο που θα μπορούσες να ζήσεις
με ένα μόνο σάλτο της καρδιάς.

(σʼ εκείνους που πάνε στον πόλεμο και το ξέρουν)

[από τη συλλογή «Επιτομή»]

`

∗∗∗∗∗

2.

Θα ʼθελα να σου αφιερώσω στίχους αγάπης
σύμφωνα και φωνήεντα που απαρνιούνται
το πρόσωπό σου
και να σε αποκαλύψω στην παλάμη
του ανοιχτού μου χεριού
επική χωρίς σημαίες
σαν ψωμί στον πεινασμένο,
αίμα στο πάθος το πιο αληθινό.

Κοιμάται
ένας αρχαίος δαίμονας
στα ονόματα και στα ρήματα
και τρέμει το φώνημα
προφέροντάς σε στο αναίσχυντο
της πεθαμένης τούτης γης.

[από τις «Ελεγείες για την όμορφη γυναίκα»]

`

∗∗∗∗∗

3.

Όταν μʼ αγαπούσες, κοιτούσες με τα μάτια
ενός μεγάλου ποταμού όπου βάρκες
ανέβαιναν αμέριμνες από τη θάλασσα,
συμφωνίες φώτων ήσαν οι νύχτες
η ανάσα σου μια αποθαλασσιά
και τραγουδούσε στο άπειρο
χωρίς χρόνο, χωρίς λόγο
τραγουδούσε στο άπειρο
παραδομένη στο όλον
εκείνου του τίποτα χωρίς ιστορία
που είναι η αγάπη. Πόσο σʼ αγαπούσα
ήμουν σαν Θεός όταν ξυπνά
ένα ηλιόλουστο πρωί και χαμογελά.

(στους εραστές που δεν το ξέρουν)

[από τη συλλογή «Επιτομή»]

`

∗∗∗∗∗

4.

Εγώ είμαι η Σοφία και κατοικώ στο κενό
μεταξύ αβύσσου και αβύσσου, είμαι σπινθήρας
που χαράσσει τον ορίζοντα σαν αστέρι
ένα άστραμμα στις νύχτες του ανθρώπου.
Άνοιξα την πόρτα, άναψα τη φωτιά
κάλεσα τα παιδιά μου να ʼρθουν στα συγκαλά τους
προτού πάρει φωτιά το άστρο της κακοτυχίας
και πιάσει ο άνεμος να ουρλιάζει και να ξεριζώνει̇
έκλαψα μέσα στη νυχτιά, στέγνωσε ο λαιμός μου
βάρυνε η καρδιά,
σήμερα έκλεισα για πάντα τα θυρόφυλλα
πάψτε λοιπόν να χτυπάτε την πόρτα μου·
θα μείνει για πάντα κλειστή, κατώφλι βουβό
– σαν την στέρφα τεχνική ή την επιστήμη
που καυχιέται για μια νέα φόρμουλα,
αναζητάει τη χαρά αλλά σκορπίζει θλίψη -.

`

∗∗∗∗∗

5.

Εγώ είμαι η Σοφία και σώμα δεν έχω, φωνή δεν έχω·
δεν είμαι η λέξη που ξεχειλίζει απʼ τον καιρό της
δεν είμαι η σιωπή που συγκρατεί την κάθε λέξη
είμαι το αυτί που ακούει
να δονείται στην άβυσσο άλλων κόσμων.
Έχω κλειστά τα μάτια, το κενό τʼ αρπάζει
εκεί όπου κάθε τέλος μπερδεύεται με την αρχή.

Το άλας ραγίζει τα χείλη στα χαμόγελά μου.

Εγώ είμαι η μεγάλη προτροπή στην άρνηση
– η ελευθερία είναι η μεγάλη πόρνη
που χαραμίζεται σε ανέμελα κυνήγια
αχαλίνωτα κάτω στους λόφους

σε μια περιπλάνηση για περιπλάνηση,
χωρίς σκοπό -.

`

∗∗∗∗∗

6.

Θα είναι λοιπόν οι μύθοι
κυριεύοντας τη γη
εκείνοι που θα πουν: «δεν φτιάχνουμε πλέον όπλα
δεν θα δουλεύουμε πέραν του δέοντος
θέλουμε το χρόνο μας για να κατανοήσουμε
το από πού και το προς πού
θέλουμε αξιοπρέπεια, όχι πλούτη
δε θέλουμε να σπαταλήσουμε τίποτα
παρά να δανειστούμε μόνο
ζητώντας την άδεια από τη φύση
για τη στιγμή που διαρκεί ο σπινθήρας μας
μέσα στη μεγαλειώδη νύχτα της απεραντοσύνης
δίχως όνειρα προς πώληση ή όνειρα προς αγορά
ζωντανοί ως το τέλος, ορθοί
με αξιοπρέπεια μπρος στο θάνατο
αποχαιρετώντας τους φίλους».
Έτσι θα τραγουδούν οι μύθοι
κουβαλώντας δεμάτια σιταριού.
Θα τραγουδούν τα ποιήματά τους
όταν θα επιστρέψει η ομορφιά με τα καθάρια μάτια
στο τέλος κάθε λέξης
στο βασίλεμα
κάθε λογικής.

[από τη συλλογή «Τα εν σοφία»]

`

∗∗∗∗∗

7.

Kαφίγια

Όταν οι νεκροί ξεκίνησαν να σκοτώνουν τους νεκρούς,
το αλύχτισμα των σκύλων
ανακατώθηκε με τις κραυγές του τρόμου.
Ήμασταν όλοι σε ένα κύμα φωτός
σʼ έναν μυστικό πανικό αγάπης και κτηνωδίας
τρέχαμε όλοι να ξεφύγουμε
εξαπολύοντας γροθιές στον ουρανό
ήμασταν πάνω στη γραμμή της αχρειότητας
με το ένα πόδι πέρα απʼ τη γραμμή της αβύσσου
κοντανασαίνοντας με τρόμο στο γκρεμό
κι ένας Θεός πεθαμένος από δίψα
περιπλανιόταν στα πεδία της μάχης
πίνοντας από πίδακες αίματος.

[από τη συλλογή «Προσβολή»]

`

∗∗∗∗∗

8.

Δεν γονατίζω εμπρός Σου
γιατί μας έκανες ευθείς
ικανούς να σου μιλούμε και να σε κοιτάζουμε στα μάτια
σαν πατέρα ή αδελφό,
δεν σκύβω εμπρός Σου
γιατί δεν σκύβω μπρος σʼ εκείνους που αγαπώ
και μʼ αρέσει να τους βλέπω
να τους αγγίζω, να τους σφίγγω το χέρι,
να ξέρω το χρέος μου χωρίς ντροπή
γιατί μʼ έκανες φτωχό κι ο χρόνος
δε μου φτάνει για να σε ξεπληρώσω.
Μπορώ μονάχα να σου χαρίσω
τούτο το θρηνητικό τραγούδι και το βλέμμα
κάποιου που περιμένει το θάνατο και την αντάμωση,
τούτη την εξιλέωση και το θυμό κατάδικου
σε καταναγκαστικά έργα
ενός πολιτισμού ελευθεριακού και δημοκρατικού
που συνθλίβει κάθε τι
στα τερατόμορφα σαγόνια του.
Μπορώ να σου αφιερώσω ένα τραγούδι αντάρτικο
που θα το τραγουδάμε μαζί
από τον Γολγοθά
όταν θα ʼχω σταυρωθεί
και θʼ ατενίζω από ψηλά έναν άλλο κόσμο
που ξεθωριάζει στον ορίζοντα, πολύ μακριά,
κι ένα βιβλίο όπου είναι γραμμένο με τη φωτιά
«όχι άλλο υπηρέτες ούτε αφεντικά».

Μπάρι, Άγιος Νικόλαος, 2011

[Από τις Οδηγίες για ένα υπερβατικό συναίσθημα]

`

*********************************************************

1.

Se non mi credi conta le stelle
che stanno in una lacrima,
conta i capelli
dellʼamata mentre lʼaccarezzi
conta le rughe del suo corpo,
i segreti ritorni della passione
che viene e tʼintride
di lei come sale nel pane
e pensa allʼinfinito che potresti abitare
con un solo slancio di cuore.

(a coloro che vanno in guerra e lo sanno)

(da “Compendio”)

`

∗∗∗∗∗

2.

Vorrei dedicarti versi dʼamore
consonanti e vocali che declinano il tuo volto
e rivelarti nel palmo della mano aperta
epica senza bandiere
come pane allʼaffamato, sangue
alla passione più vera.

Dorme
un demone antico nei nomi e nei verbi
e trema il fonema
a pronunciarti nellʼosceno
di questa terra morta.

(da “Elegie per la bella”)

`

∗∗∗∗∗

3.

Quando mi amavi guardavi con gli occhi
di un grande fiume dove battelli felici
risalgono dal mare,
sinfonie di luci erano le notti
il tuo respiro una risacca
e cantava nellʼimmenso
senza tempo, senza ragioni
cantava nellʼimmenso
abbandonandosi nel tutto
di quel niente senza storia
che è lʼamore. Quanto ti amavo
ero come Dio quando si sveglia
in un mattino di sole e sorride.

(agli amanti che non lo sanno)

(da “Compendio”)

`

∗∗∗∗∗

4.

Io sono la Sapienza e abito nel vuoto
fra lʼabisso e lʼabisso, sono scintilla
che graffia lʼorizzonte come stella
un lampo nelle notti dellʼumano.
Ho aperto la porta, ho acceso il focolare
ho chiamato i miei figli a rinsavire
prima che ardesse lʼastro di sventura
e si levasse il vento a urlare e sradicare;
ho pianto nella notte, ho la gola riarsa
ho il cuore pesante,
oggi per sempre ho richiuso i battenti;
cessate dunque di bussare alla mia porta:
resterà sempre chiusa, soglia muta
– come lʼarida tecnica o la scienza
che si esalta per una formula nuova,
cerca la gioia ma sparge dolore –.

`

∗∗∗∗∗

5.

Io sono la Sapienza e non ho corpo, non ho voce;
non sono la parola che straripa dal suo tempo
non sono il silenzio che contiene ogni parola
sono lʼorecchio che sente
vibrare nellʼabisso altri mondi.
Ηo gli occhi chiusi, il vuoto li rapisce
dove ogni meta è confusa con lʼorigine.

Il sale spezza le labbra ai miei sorrisi.

Io sono il grande invito nel diniego
– la libertà è la grande meretrice
che si dissipa in cacce spensierate
a briglia sciolta giù per le colline

in un vagare per vagare,
senza fine -.

`

∗∗∗∗∗

6.

Saranno dunque i miti
a possedere la terra
coloro che diranno: “non facciamo più armi
non lavoriamo oltre il necessario
vogliamo il nostro tempo per capire
il donde e il dove
vogliamo la dignità, non la ricchezza
non vogliamo sciupare nulla
ma prendere in prestito soltanto
chiedendo il permesso alla natura
per lʼattimo che dura la nostra scintilla
nella magnifica notte dellʼimmensità
senza sogni da vendere o sogni da comprare
vivi fino allʼultimo, eretti
con dignità davanti alla morte
salutando gli amici”.
Così canteranno i miti
portando covoni di grano.
Canteranno i loro poemi
quando tornerà la bellezza dagli occhi limpidi
alla fine dʼogni parola
al tramonto
dʼogni ragione.

(da “Sapienziali”)

`

∗∗∗∗∗

7.

Kefiah

Quando i morti iniziarono ad uccidere i morti il guaìto
dei cani si mischiò ai vagiti del terrore.
Eravamo tutti in un fiotto di luce
in un mistico panico di amore e di ferocia
eravamo tutti in fuga scagliando i pugni al cielo
eravamo sulla linea del male
con un piede oltre la linea dellʼabisso
anelando con terrore al precipizio
e un Dio morto di sete vagava per i campi
bevendo da fonti insanguinate.

(da “Vilipendio”)

`

∗∗∗∗∗

8.

Non sto in ginocchio davanti a Te perché ci hai fatto dritti
capaci di parlarti e guardarti negli occhi
come un padre o un fratello, non sto
prono davanti a Te perché non sto prono
davanti a chi amo e mi piace vederlo
toccarlo, stringergli la mano,
sapere il mio debito senza vergogna
perché mi hai fatto povero e il tempo
non mi basta a ripagarti.
Posso soltanto regalarti
questa mia flebile canzone e lo sguardo
di uno che attende la morte e lʼincontro,
questa mia espiazione e la rabbia
del condannato al carcere forzato
dʼuna civiltà libertaria e democratica
che ogni cosa sbriciola
fra le sue mostruose mascelle.
Posso dedicarti un canto ribelle
e lo canteremo insieme
dal Golgota
quando sarò crocifisso
e dallʼalto vedrò un altro mondo che sfuma
nellʼorizzonte, lontanissimo,
e un libro dove sta scritto col fuoco
«non più servitori né padroni».

Bari, S. Nicola, 2011

(da Istruzioni per un sentimento trascendente)

`

************************************************************

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

∗ «Καφίγια» («Κefiah» στο πρωτότυπο), η παραδοσιακή παλαιστινιακή μαντήλα, που ονομάζεται και keffiyeh ή kufiya, ονομασία που προέρχεται από την πόλη Kufa του Ιράκ που βρίσκεται 170 χιλιόμετρα νότια της Βαγδάτης.

∗∗ Μπορείτε να ακούσετε δύο από τα παραπάνω ποιήματα της ποιητικής συλλογής «Sapienzali» του Gianmario Lucini:

∗∗∗∗∗∗∗∗∗∗∗∗∗∗∗∗∗∗∗∗∗∗∗∗∗∗∗∗∗∗∗∗∗∗∗∗∗∗∗∗

Επίμετρο

« …είναι γραφτό να καταλήξουμε
με τις κιθάρες στο χέρι».

(D.M. Turoldo – Η μεγάλη νύχτα)

Ο Τζανμάριο Λουτσίνι (1953 – 2014), ποιητής, κριτικός κι εκδότης, γεννήθηκε στην επαρχία Σόντριο της Λομβαρδίας. Το δημιουργικό του έργο ήταν αφιερωμένο στην αντίσταση κατά των κοινωνικών αδικιών και των ανισοτήτων, στην υπόθεση της διαφύλαξης και της εδραίωσης της ειρήνης στον κόσμο. «Οικοδόμο της ειρήνης» τον αποκαλούν οι φίλοι και οι υποστηρικτές του. Δεν είναι διόλου τυχαίο, για παράδειγμα, το ότι η προσοχή του ήταν στραμμένη στον ιταλικό νότο και ιδιαίτερα στην Καλαβρία που οι κάτοικοί της μαστίζονται από τη Ντρανγκέτα, τη διαβόητη καλαβρέζικη μαφία. Πρωτοστάτησε μάλιστα στην οργάνωση ομάδων περιφρούρησης, για μερικούς μήνες, των εμπορευμάτων που είχαν κατασχεθεί από τη μαφία στην Λοκρίδα της Καλαβρίας, γεγονός που τον ώθησε και στη δημοσίευση από τον εκδοτικό του οίκο (CFR) μιας ανθολογίας με τίτλο «Ο μη ποιητικός μαφιόζος» (2011) και με τον χαρακτηριστικό υπότιτλο «105 ποιητές για τη νομιμότητα και την κοινωνική ευθύνη».

Έχει δημοσιεύσει διάφορες ποιητικές συλλογές, τις περισσότερες εκτός εμπορίου, μεταξύ των οποίων οι ακόλουθες: «Τα εν σοφία» (εκδ. Puntoacapo, 2010), «Σε allegro moderato» (εκδ. Montedit, 2001), καθώς και τις συλλογές από τις εκδόσεις CFR: «Σε μελλοντική μνήμη» (2011), «Μονόλογος του δικτάτορα» (2012), «Κρίσις» (2013), «Το τραγούδι των χαμένων παιδιών» (2013), «Για το δάσος» (2012), «Ύβρις» (2014), «Προσβολή» (2014). Έχει γράψει βιβλία λογοτεχνικής κριτικής, έχει συμμετάσχει σε πολλά λογοτεχνικά περιοδικά κι έχει επιμεληθεί πολλές ανθολογίες σύγχρονων ποιητών. Το τελευταίο του εκδοτικό έργο είναι η ανθολογία «Καφίγια. Εξυπνάδες για την ειρήνη». Ιδιαίτερα δραστήριος στο διαδίκτυο (το μεγαλύτερο μέρος του έργου του έχει αναρτηθεί σε αυτό), ήταν ο υπεύθυνος πολλών ιστοσελίδων, καθώς και του ιταλικού διαδικτυακού περιοδικού τέχνης και σκέψης «Ποιείν» www.poiein.it. Τέλος, έχει διοργανώσει το Βραβείο ποίησης «David Maria Turoldo», τα έσοδα του οποίου διατίθενται σε χώρες που βρίσκονται σε κατάσταση έκτακτης ανθρωπιστικής ανάγκης.