1.

Στον τέταρτό του εμπήκε ο πόλεμος τον Μάρτη
και μιας και η ειρήνευσις αποκλειόταν πλήρως,
μπαϊλντισμένος ο στρατιώτης έως άρτι
το πήρε απόφαση και απέθανεν ως ήρως.

2

Ο πόλεμος συνεχιζόταν όμως. Φτάνει
στον Κάιζερ το μαντάτο και πολύ ελυπήθη,
γιατί προτίμησε ο στρατιώτης νʼ αποθάνει
προόρως, και όχι ως τα κρατούντα ορίζουν ήθη.

3

Το καλοκαίρι διάβηκε ζεστό απʼ τους τάφους·
κοιμόταν ο στρατιώτης απʼ το χώμα κάτω.
Μια νύχτα εβάλθηκε να εγκύπτει επί του εδάφους
στρατιωτικό εξ ιατρών κομμισαριάτο.

4

Η ιατρική επιτροπή εσκορπίστη ανάρια
στο κοιμητήριο, εις τον αγρόν του κεραμέως·
και πιάσαν και με κάτι ευλογημένα φτυάρια
ξεθάφτηκε ο στρατιώτης τη όψει φρικαλέος.

5
Ο υπεύθυνος γιατρός το πτώμα θα κοιτάξει
μʼ εμβρίθεια επιστημονική – το πώς επλήγη.
Ο υπεύθυνος γιατρός θα το ʼβρει νά ʼναι εν τάξει
και λέει πως έχει πια απʼ τον κίνδυνο ξεφύγει.

6

Τον πήραν τον στρατιώτη ευθύς με ό,τι φορούσε.
Η νύχτα υπέροχα γλαυκή ήταν – ω, τί θάμα!
Το κράνος του όποιος δεν εφόραε, θα μπορούσε
τʼ αστέρια νά ʼδει της πατρίδας του εν τω άμα.

7

Ρακές τον πότιζαν και φλογισμένο σνάψι
στο σαπισμένο του κορμί παντού να ρεύσει
δυό νοσοκόμες· κι όσο για να τον ανάψει,
ξεντύθηκε μια σουρλουλού πάνʼ απʼ τη μέση.

8

Πλην επειδή ο στρατιώτης έζεχνε σαπίλα,
έναν παπά φωνάξαν που ʼξερε την τέχνη ·
τον θύμιασε, τον ράντισε με θεία φύλλα,
και θαύμα εγίνη κι έπαψε ο νεκρός να ζέχνει.

9

Και πλάκωσαν οι μούζικες με τις φαμφάρες
και παίζαν μαρς – τη μιά μαζί, την άλλη σόλο·
ο δε στρατιώτης μας (που νά ʼβρει τέτοιες χάρες!)
τα πόδια νιώθει νά ʼχει χωριστά απʼ τον κώλο.

10

Γιʼ αυτό και αδελφικά τον πιάσαν δυό κυράδες
απʼ τις μασχάλες, δίνοντάς του τη γαλήνη.
Αλλιώς φτερά μπορεί να βγάζαν του οι κουράδες
να πέταγαν – κι επʼ ουδενί έπρεπε να γίνει.

11

Το σάβανό του πήρανε· το ζωγραφίσαν:
μαύρο-άσπρο-κόκκινο το βάψανε· μπροστά του
μετά πεντέξι τεντωμένο τού το στήσαν·
τα χρώματα έκρυβαν τον όγκο απʼ τα σκατά του.

12

Μετά ένας κύριος εμφανίστηκε με φράκο·
περπάταγε έχοντας προτεταμένο στήθος.
Ως γερμανός ανήρ μιλούσε μπρος στο λάκκο
για το καθήκον, που ʼναι ουσία και όχι μύθος.

13

Ταρατατζούμ βαράγαν με βαριές γκραν-μπάφες,
την άραχλη κατέβηκαν τη λεωφόρο·
ο δε στρατιώτης, σάμπως νά ʼχε φάει μπάφες,
χιονονιφάδα ελικνιζόταν μες στον χώρο.

14

Γατόσκυλα φωνάζανε ξανά και πάλι·
στους κάμπους έρημες οι καλαμιές σφυρίζαν.
Δεν θά ʼταν μάλλον μισητοί και απαίσιοι Γάλοι –
θα τους πολέμαγαν, δεν θα τους σκυλοβρίζαν.

15

Από χωριά περνάγανε και χωριουδάκια·
γυναίκες βγαίναν να τους δούνε από τα σκούρα·
τα δέντρα εγέρναν, το φεγγάρι, τʼ αστεράκια
να δουν και να κραυγάζουν Ζήτω τους και Χούρα!

16

Μʼ ευχές (: Στο επανιδείν!) και τζερτζελέδες πρώτης
γυναίκες, σκύλοι και ιερείς, καθώς προσήκει,
γιορτάζαν. Μεταξύ τους και ο νεκρός στρατιώτης
σα μεθυσμένο να χοροπηδάει πιθήκι.

17

Από ʼνα σαν περάσαν άλλο χωριουδάκι,
κι αν βγήκαν όλοι, δεν τον έβλεπε ούτε βλήτο·
πολλοί ήσαν μαζεμένοι· το παλιό στυλάκι
υπήρχε μεν, μα δίχως Χούρα, δίχως Ζήτω.

18

Χορεύανε· φωνάζαν!… Μα η χαρά τους πόθεν;
Τα μάτια δεν τον βλέπαν· δεν τον πιάναν χέρια.
Να τόνε δεις μπορούσες μόνον ουρανόθεν.
Μα εκεί, στους ουρανούς, ζουν μοναχά τʼ αστέρια.

19

Μα και τʼ αστέρια εκεί δεν λάμπουνε για πάντα –
της χαραυγής κάθε πρωί τούς πέφτει ο κλήρος.
Των αθανάτων ο νεκρός δεν είχε αβάντα
στρατιώτης, και εκ νέου απέθανεν ως ήρως.