Από τη συλλογή Εκεί που είμαστε κάποτε Donzelli Ρώμη 2001

μετάφραση:Σωτήρης Παστάκας

*

Η Νήσος θα ιδωθεί μες στην ομορφιά της

Το πρόσωπο επίσης, όταν ξυπνάμε
κάθε φορά, πανικός κι αγωνία
μην και το βρούμε διαφορετικό:
ένας ολόκληρος αιώνας έτρεχε
στις γκριμάτσες του
επειδή ήταν το μοναδικό.
Ωστόσο κάποιος που σώθηκε ήδη,
αψηφώντας τις αυτοχειρίες εγγύς της κλίνης
και τα χάπια που γλιστράν από τα χέρια
κάποιος τώρα λέει:
η Νήσος θα ιδωθεί μες στην ομορφιά της
δεν έχει σημασία αν είναι από μας ή κάποιους άλλους.

*

Μόνον

Μόνον αυτή η ανάπτυξη
αδιάφορη στο βλέμμα και γεμάτη
από όσα είδε
ήταν εφικτή: αν υπάρχουν
δύο βάρκες
δεν έχει σημασία το σημείο επαφής τους,
αλλά η ομορφιά της πορείας τους στα νερά:
μόνον έτσι, μόνον τώρα,
μην ερμηνεύεις.
Κι είναι φρικτό
αλλά πρέπει να πεις όχι στο πρόσωπό του
που κλαίει και δεν καταλαβαίνει,
κι αγαπάει όπως αγάπησαν χιλιετίες ολόκληρες,
υποσχόμενος σε μια σκοτεινή βεράντα,
χαϊδεύοντάς σε ανάμεσα σε απειλητικά φυλλώματα.

«Τ.S»

Ι.

Ο καθένας σας θα αισθάνθηκε
τον μαλακό ύπνο, τη γλυκιά δίνη
που πλαγιάζει στο κρεβάτι
και μετά το δέντρο, την κρούστα, το φύκι
οι οφθαλμοί δεν αντέχουν
και τα δοχεία δεν μας απειλούν πλέον
στο ημίφως του απογεύματος
καθώς χιλιάδες ζωύφια
περικυκλώνουν το φορείο, σταματούν τους νοσοκόμους,
την καταστροφή της αναπνοής που σβήνει
στα θαμπά τζάμια
του ασθενοφόρου, φαίνεται ξεκάθαρα
το κεφαλόσκαλο του ορόφου, ο χρόνος
που αποφυλακίζει τους ζώντες
και τους κάνει να τρέχουν
με τον ηλεκτρισμό στα μάτια τους,
τη στιγμή της προσφοράς, να σπινθηρίσουν.
Και απρόβλεπτη, η ηρεμία
του αμπελιού και του πηγαδιού,
με τη λεία πέτρα να τεμαχίζει το σώμα,
μια γαλήνη βυθισμένη στο σιτάρι
καθώς η γυναίκα στο χωράφι γεννάει
όλο και πιο αργά,
έως ότου να επιστρέψει ο γιος στη σύλληψη
κι ακόμη πιο πίσω, στο φιλί και το φέγγος
μιας καμαρούλας, τον μεγάλο καθρέφτη,
την πόθο που γεννιέται και μια χειρονομία.

ΙΙ.

Κι έπειτα θα έχετε αισθανθεί,
τουλάχιστον μια φορά το υγρό όταν φεύγει
με χάρη, βγαίνει από το στόμα,
κυλάει κίτρινο στο νιπτήρα κι ο καθετήρας
και οι σειρήνες είναι ακόμη μακριά.
Η αναπνοή γίνεται μουντή, τελειώνει, ξαναρχίζει
ήρεμη παραμένει η ακτή στην παγερή καταιγίδα:
ένα κανό κατευθύνεται στο κοραλλιογενές νησί
και στον πυθμένα του ωκεανού ζευγαρώνουν
αρσενικά με θηλυκά κύτταρα
δεν υπάρχουν ανεπανόρθωτα γεγονότα
αλλά μόνο κυκλικά σφουγγάρια,
τα έντομα που έχουν γεμίσει τον αέρα:
ιδού μια φιλντισένια απόχρωση,
ένας βράχος μέσα στην άμμο,
το μπουρνούζι που το βγάζει με μια μόνο χειρονομία
μυστήριο του φωτός, ο θαυμασμός, ο πρώτος
και το ταίρι του πελεκάνου
καλεί τα μωρά της που χάθηκαν στην καταιγίδα
κι ίσως να διακρίνει κάτι, ανάμεσα στα βράχια
κάτι που κινείται
αύριο θα τρέξει με τα μωρά της
να αναπνεύσει
στο βαθύ γαλάζιο της παλίρροιας
που ανεβαίνει στην επιφάνεια, αναγεννιέται τώρα
και συναντά μια άλλη ακτή, μια άλλη φωνή.

Το φως στους κροτάφους

Τι παράξενο χαμόγελο
ζει για να υπάρχει κι όχι για να έχει δίκιο
σʼ αυτή την πλατεία
όποιος εξομολογείται κι όποιος παρηγορεί
σιωπούν αυτομάτως, είναι Ιούνιος
στη λιακάδα ένας εναγκαλισμός γεννιέται
όχι αύριο, αμέσως

το απόγευμα, οι αντικαθρεφτισμοί
στα τραπέζια του εστιατορίου δεν παρέχουν εξηγήσεις
κοντά στα κόκκινα νύχια
συμπίπτουν με τις φράσεις
αυτό είναι το χάδι

που λησμονεί κι αφιερώνει
καθώς κοιτάζει στο φλιτζάνι τις σταγόνες
που παρέμειναν κι αναπολεί το χρόνο
και τη μοναδική ερωτική λέξη «τώρα».

Εξωτερικό

(κι έπειτα ο κόσμος απευθύνεται σε κάποιον
άσχετο
και τον ρωτάει
σʼ αυτόν που φοβάται να τον βρουν
ακριβώς σʼ αυτόν…)

κι έπειτα ο φόβος
να ξεκινήσεις λαθεύοντας
και να μην μπορείς να το πεις σε κανέναν
ή να πέσεις προς τα πίσω, μέχρι τη ρίψη του ακόντιου
και τα αποσιωπητικά, στην κοιλιά, όταν μʼ αγαπούσαν
χωρίς να με ονομάζουν.
Βράδυ Τρίτης: μοιάζει κοινόχρηστη αυτή η πλατεία,
τι φρίκη, να είναι μόνο δικιά μου.

****

Ποιήματα από τη συλλογή Το Θέμα του αποχαιρετισμού, Mondadori, Μιλάνο 2005

Μετάφραση:Γιάννης Η.Παππάς

*

Μετρώ τα δευτερόλεπτα, τα βαγόνια του Eurostar, σε βλέπω,
να κατεβαίνεις από το νούμερο εννέα, με το καροτσάκι, το χαμόγελο,
το χτυποκάρδι, η είδηση, η μεγάλη είδηση.
Αυτό συνέβη το 1990. Συνέβη, σίγουρα
συνέβη. Και πριν ακόμα, την βουτιά στον Τιτσίνο,
Ενώ η μπάλα χάνονταν. Συνέβη.
Είδαμε το φανερό και το κρυμμένο μιας στιγμής.
Οι νεράιδες επέστρεφαν στα δημοφιλή καταλύματα, η καταιγίδα
ξαναγέμιζε έναν έκθαμβο ουρανό. Κάθε πράγμα ήταν εκεί, έρημο και πλήρες, για μας που περιμέναμε.

*

Δεν υπήρχε πλέον χρόνος. Το δωμάτιο είχε μπει σε μια αμπούλα.
Δεν ήταν πια δεδομένο να χωριστεί η ύπαρξη. Δεν είχες
πια το περιδέραιο. Δεν είχες πια χρόνο. Ο χρόνος
ήταν ένα φως.
Παραλία ανάμεσα στις περσίδες, μια γιορτή με τις αδελφές,
η πληγή, το νερό στον λαιμό, Βίλα Litta. Δεν υπήρχε
πια μέρα. Η σκιά του χώματος γέμιζε τα μάτια
με τον φόβο των χαμένων χρωμάτων. Κάθε μόριο
ήταν σε αναμονή. Είδαμε τις κηλίδες στα χέρια. Δεν υπήρχε πλέον φως.

*


Τώρα κομματιάστηκε η τάξη, τώρα
πλησιάζεις στο δωμάτιο και μένεις
γυμνή για όλο το καλοκαίρι, με το χέρι
που περιστρέφει στο άπειρο το πόμολο.

Δεν είναι πια δεδομένο. Το κλάμα που σε οδηγούσε
σε ένα τρελό γέλιο, οι νύχτες που πέρασαν
τρέχοντας στη οδό Crescenzago, ακολουθώντας το νέον
ενός περιπτέρου. Δεν είναι πια δεδομένο. Δεν είναι πια δικό μας
το χτυποκάρδι να περιμένουμε τα μεσάνυχτα, να περιμένουμε
μέχρι τα μεσάνυχτα να μπουν στην δική σου αληθινή αναστάτωση,
Στην φρενίτιδα όλων των ωρών, όλων των ωρών.
Δεν είναι πια δεδομένο. Ένας μονάχα είναι ο χρόνος, ένας μονάχα
ο θάνατος, λίγα τα μαρτύρια, λίγες
οι νύχτες του έρωτα, λίγα τα φιλιά, λίγες οι στράτες
που οδηγούν έξω από μας, λίγα τα ποιήματα.

Θα ειδωθούμε την Κυριακή

I

Σε σένα συγκεντρώνονται όλοι οι νεκροί, όλα
τα σπασμένα τζάμια, οι άνυδρες σελίδες, οι αστάθειες
της σκέψης, συγκεντρώνονται σε σένα, αιτία
όλων των νεκρών, ατελή και ένοχη
στην αγρυπνία όλων των μητέρων, στη δική σου
ακινησία. Συγκεντρώνονται εκεί, στα
αδύναμα χέρια σου. Είναι νεκρά τα μήλα αυτής της αγοράς,
αυτά τα ποιήματα επιστρέφουν στην γραμματική τους,
στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, στην παράγκα
αυτού που δεν ενώνει, ψυχές δίχως ανάπαυση,
χείλη γερασμένα, σκισμένη φλούδα στον κορμό.
Είναι νεκρά. Συγκεντρώνονται εκεί. Κάνανε λάθος
κάνανε λάθος την επιχείρηση.

II

Είσαι ένα μακρινό χορευτικό βήμα
ενώ χαιρετάς ανάμεσα στους διαδρόμους,
μια βεντάλια χαράς που το κακό
δεν σκότωσε, διαγώνια
ανάμεσα σε τέσσερις γωνίες, σιωπή
από νεράιδες και από φύλλα, μέχρι το κίτρινο
να γίνει σκούρο, απειλή στον ουρανό,
το εύθραυστο χαμόγελο και ο λαιμός
παραμένει εκεί, μετέωρο και άγριο.

III

Ο τόπος ήταν ακίνητος, η λέξη σκοτεινή. Ήταν εκείνος
ο σταθερός τόπος. Αντίο μνήμη από νύχτες
φωτεινές, αντίο μεγάλο χαμόγελο. Ο τόπος ήταν εκεί.
Η ανάσα ήταν ένα σκοτάδι από περσίδες, μια πρωτόγονη κατάσταση
Σιωπή και ερημιά αλλάζανε πρόσωπο και μεις
μιλάγαμε σε μια λάμπα. Ο τόπος ήταν εκείνος. Τα τραμ
περνούσαν αραιά. Η Αφροδίτη επέστρεφε στο καλύβι της.
Από τον εμπειροπόλεμο λαιμό απελευθερώνονταν επεισόδια. Δεν είπαμε
τίποτα πια. Ο τόπος ήταν αυτός.
Ήταν εκεί που είχες πεθάνει.

IV

Ήσουνα η τελευταία
γυναίκα της ζωής, ήσουν η γη
και η γαλήνη, ο τόπος
όπου το φως είναι κηλιδωμένο με αίμα
και το αίμα ανθίζει: λίγα λεπτά
λίγα μέτρα, πάντα εκεί,
στο τσιμέντο που μιλάει, στην πόλη
των ερωτευμένων, στην ησυχία
των νιπτήρων, το φιλί
επιβιώνει
και μεις δεν θέλουμε
πια να βγούμε.

Πεθαίνει έτσι, στην είσοδο
ενός σχολείου, ένα ωραίο στεφάνι.

Από τη Συλλογή Το Θέμα του αποχαιρετισμού


μετάφραση:Σωτήρης Παστάκας

*

Καταποντίζονται τα έθνη, γκρεμίζονται οι πύργοι, ένα χάος
από γλώσσες και χρώματα, τραύματα και καινούριες αγάπες,
μπες στη Μποβισάσκα, σάρωσε τον εικοστό αιώνα
δάσκαλο μοναξιάς, του δικού μας αιωρούμενο
στο κενό, στίχου. Άλλες γυναίκες τριγυρίζουν
στα ξεσκαρτίσματα της αγοράς, μες στη νέα φτώχεια
αυτής της στιγμής. Κάθομαι στο κοντινό καφενείο,
κοιτάζω το τοπίο που έβλεπε ο Sironi, σε μια ερημική
δωδεκάτη Αυγούστου αρχίζω να εγκαλώ τις σκιές.

Ξαναβλέπω τον πατέρα μου σε μια παραθαλάσσια πόλη,
με αύρα Μπελ Επόκ κι ένα αμήχανο χαμόγελο εφήβου.
Και μετά αναπολώ την Παυλίνα που με κέρδισε
τελευταία στιγμή στο σκάκι. Και τη Ρομπέρτα
που αφιέρωσε σε έναν άλλον τη ζωή της. Και την Ιωάννα,
σε μια πνιγηρή σιωπή νοσοκομείων, όταν ο χρόνος
αποκαλύπτει τα μεγάλα του θεωρήματα.

«Θα επιστρέψουν ζωντανοί οι σκοτεινοί σου έρωτες
που ανάμεσα στα χρόνια, σου αποθέσαν
κι από έναν καημό, θα επιστρέψουν κατάφωτοι.»

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ:

Ο Μίλο Ντε Άντζελις (Μιλάνο, 1951) έχει εκδώσει πολλές ποιητικές συλλογές από το 1976, μεταξύ άλλων τις ακόλουθες: Somiglianze [Αντιστοιχίες] (Guanda, 1976), Millimetri [Χιλιοστά] (Einaudi, 1983), Terra del viso [Η γη τον προσώπου] (Mondadori, 1985) και Biografia Sommaria [Συνοπτική Βιογραφία], (Mondadori,1999). Επίσης το δοκίμιο για την ποίηση Poesia e destino [Ποίηση και Πεπρωμένο] (Capelli, 1982) και είχε τη διεύθυνση του «νεο-ορφικού» προσανατολισμού περιοδικού Niebo. Το 2001 κυκλοφόρησε μια ανθολογία από τις ποιητικές του συλλογές. Η τελευταία του ποιητική συλλογή είναι το Tema dell’addio [Θέμα του αποχαιρετισμού] (Mondadori, 2005). Έλαβε μέρος στη Διεθνή Συνάντηση ποιητών στο Σαράγιεβο, τον Οκτώβριο του 2006. Μετέφρασε μεταξύ άλλων: Μπωντλαίρ, Drieu La Rochelle, Λουκρήτιο.
Το τελευταίο βιβλίο του Ντε Άντζελις με τίτλο Το θέμα του αποχαιρετισμού, (ένας θρήνος για τη σύζυγό του και μητέρα των παιδιών του, ποιήτρια Giovanna Sicari που πέθανε από καρκίνο), είναι σύμφωνα με την κριτική, ένα από τα ωραιότερα, ενδιαφέροντα και συγκινητικά βιβλία που δημοσιεύτηκαν τα τελευταία χρόνια στην Ιταλία.