ΣΒΕΤΛΑΝΑ

I

Σφήνωσε στα μηλίγγια μας το πέλαγο
και δε λέει να ξεκολλήσει.
Κι η φλογίτσα η ανέσπερη του νου
αδημονεί: Αγρυπνείτε.

Τούτο το πρωί μας ζωογόνησε
με καινούργια σχέδια:
Να μαγέψουμε τον άνεμο να τραγουδήσει
για να φουσκώσουν τα πανιά.
Τούτο το πρωί κάτι άλλαξε μέσα μας,
κάτι πέθανε, κάτι γεννήθηκε,
που ωστόσο δεν το προσδιορίσαμε ακόμα.
Τόσα χρόνια η άπνοια μας ποδηγετούσε
τόσα χρόνια η αχλή μας σκότωνε
κι είναι καιρός να λογαριαστούμε,
καιρός να μετρηθούμε ένας – ένας
κι ύστερα αγκαλιά να βγούμε στο πέλαγο.
– Τι το πέλαγο σφήνωσε στις ψυχές
και δε λέει να ξεκολλήσει
κι η φλογίτσα η ανέσπερη του νου
αδημονεί: Αγρυπνείτε.

Είπα: Μέτρησα και λείπουν χιλιάδες.
Είπες: Μέτρησα τις μυριάδες των ζωντανών
που κινούν για τη μάχη.

ΙΙ

Το ξέρουμε.
Το ψωμί θαχει και φέτο την ίδια πικράδα,
ίδια θαναι και φέτο η χλομάδα των παιδιών
και το βλέμμα τους ίδια παγωμένο.
Ο ήλιος θα γροικάει το Γολγοθά
των απεργών
με την ίδια ευπρέπεια
θα πλειστηριάζεται η ατμόσφαιρα.
Με τους ίδιους εφιάλτες
θ’αυνανίζονται οι σπιούνοι.
Με την ίδια αδιαντροπιά
θα βιάζεται η ιστορία.
Με τους ίδιους νόμους
θα καταδικάζεται η δικαιοσύνη.
Μα να!

Έτσι καθώς τα βράδια
οι μεροκαματιάρηδες
ξεφυλλίζουν την εφημερίδα
μια μυστική αντάρα βαραίνει
τα βλέφαρά τους
διαπερνώντας τα μ’ απλά όνειρα:
Να γλυκάνει το ψωμί
να ροδίσει το μάγουλο των παιδιών
κι ανθόκηπους να γιομίσει το βλέμμα τους.

Κοίτα!
Μαθαίνουν οι προλετάριοι να γελάνε…

ΙΙΙ

Ξέρεις, αλήθεια Σβετλάνα,
τούτη τη μελωδία πεταρίζει
στα χείλη σου,
έτσι ήρεμη, αυστηρή κι αποφασισμένη,
την κατεβάζουν στο νοτιά
οι αγέρηδες της πατρίδας σου
κάθε που ο βοριάς δυναμώνει,
κάθε που μια καινούργια λεύκα
φουντώνει στους κήπους,
κάθε που η καρδιά μας
ματώνει τους δρόμους. Νατη!
Την ταξιδεύουν οι αγέρηδες
της πατρίδας σου
σ’όλες τις πατρίδες του κόσμου,
καθάρια, δυνατή
πιο δυνατή, πιο καθάρια,
να την ανεμίζουν στα γιαπιά οι οικοδόμοι
και στα μωρά τους να την κάνουν
προσευχή οι μητέρες,
να τη μουρμουρίζουν τ’ άροτρα
των ξωμάχων
πάνω στη φραγμένη γη της πατρίδας μου
και στις αμπάρες των κελιών
να τη σκαλίζουν οι αθώοι.
Γιατί ξέρουμε Σβετλάνα,
τούτη η μελωδία είν’η γη που κοιλοπονάει,
είναι ο κρίνος των κυμάτων
που σημαδεύει το πέλαγο,
κρασί καθημερινό του εργάτη
και σφύριγμα παλικαριού πριν
την εχτέλεση.

Τούτη η μελωδία Σβετλάνα
είν’ η ανάσα του λαού μου που πορεύεται
Φως εκ Φωτός Σου.

Ριζοσπάστης: 25/9/1977

 

**************

 

ΤΟ ΚΟΜΜΑ ΜΑΣ ΚΑΙ Η ΤΕΧΝΗ

«Εμείς από κάθε εθνικό πολιτισμό
παίρνουμε μόνο τα δημοκρατικά
και σοσιαλιστικά του στοιχεία »

Β. Ι. Λένιν

Από αδήριτη συγκυρία το σημείωμα αυτό σκιάζεται από το νωπό χαμό του Γιάννη Ιμβριώτη και του Κώστα Κοτζιά: Σε διαφορετικά καθένας τους επίπεδα, τόσο ο μεγαλύτερος εργάτης της μαρξιστικής σκέψεις στην Ελλάδα σήμερα, όσο και ο δημιουργός της «Γαλαρίς Νο 7», επικέντρωσαν τη ζωή και τη δράση τους στην ενίσχυση της ανάπτυξης του λαϊκού κινήματος, οργανικά δεμένοι με τον οργανωτή του.

Στα 61 χρόνια ζωής του ΚΚΕ, ζωής αγώνων και θυσιών, η σχέση ανάμεσα σ’αυτό και την τέχνη είναι διαλεκτική και αμφίδρομη: Το κόμμα της εργατικής τάξης διαπότισε σειρά γενεών με τα ……. της μαρξιστικολενινιστικής θεωρίας και τους αγώνες του για την πραγμάτωσή της. Και η προοδευτική διανόηση και κουλτούρα, εμπνεόμενη
και καθοδηγούμενη απ’ το ΚΚΕ καταξίωσε κοινωνικά την ύπαρξή της, σημαντικοποιώντας το περιεχόμενο και την ποιότητα προσφοράς της.

Από το τάραγμο του παγκοσμίου τέλματος το 1917 και στη συνέχεια την ίδρυση του Κόμματος, ως σήμερα, η ελληνική προοδευτική τέχνη σύμπραξε στις γραμμές της όλους εκείνους τους τίμιους και συνειδητούς πνευματικούς ανθρώπους που είδαν πως τότε μονάχα καταξιώνονται σαν δημιουργοί και σαν άνθρωποι, όταν δεν είναι αποκομμένοι από τις προσδοκίες των ανθρώπων του μόχθου και την κοινωνική τους πάλη. (Κλασική περίπτωση και φωτεινό παράδειγμα: Δημήτρης Γληνός – 1930 και μετά).

Είναι επίσης άξιο προσοχής – και καθόλου ανερμήνευτο – ότι και αστοί λογοτέχνες τοποθέτησαν στο κέντρο του έργου τους τον άνθρωπο (όχι βέβαια με τον τρόπο του Πέτρου Χάρη). Και δεν ήταν τυχαία η άνθηση – κοσμογονική για πολλούς – της προοδευτικής διανόησης και κουλτούρας στο μεσοπόλεμο. όπως δεν ήταν τυχαίο στους δύσκολους μετά το ΄36 καιρούς, η ενεργή ένταξη των προοδευτικών δημιουργών στο λαϊκό κίνημα και στις γραμμές ή στο πλευρό του ΚΚΕ.
Ενδεικτικά: Κορδάτος, Βάρναλης, Ιμβριώτης, Καρβούνης, Θεοδωρίδης, Ρίτσος). Και το κλείσιμο αντίθετα της ιντελλογκρέντσιας των τεσσάρων τοίχων ή των πολυτελών σαλονιών στο καβούκι της. Δηλαδή στην ανυπαρξία της.

Η αποστολή της τέχνης και σαν μορφής και σαν περιεχομένου, φάνηκε στα χρόνια της Αντίστασης. Και βέβαια μια μικρή γεύση του τι μπορεί να προσφέρει στην τέχνη και στον πολιτισμό το ΚΚΕ σε συνθήκες επαναστατικής αλλαγής, πήραν οι απλοί αγωνιστές του λαού που έγιναν κοινωνοί της λεύτερης Ελλάδας.

Στα χρόνια της παρανομίας, μ’όλο τον ασφυκτικό κλοιό που δημιούργησε η άρχουσα τάξη, (η μέχρι τότε νεαρή εργατική τάξη και οι σύμμαχοί της είχαν μεγαλώσει και ωριμάσει «επικίνδυνα»), η μαχόμενη τέχνη δεν πισωστράτησε. Αντίθετα, συνέχισε να επιβάλλεται με τη βαθιά ουμανιστική της ακτινοβολία και την αταλάντευτη μέσα στις θύελλες πορεία των δημιουργών της.

Οι σοσιαλιστικές ιδέες εισχώρησαν σταδιακά σε ευρείς χώρους, δυνατές και ατίθασες. Εισχωρούν και τώρα με ρυθμό που συμβαδίζει με το βήμα της ιστορίας. Και θα εισχωρούν και αύριο. Κι ας πασχίζει η άρχουσα τάξη να τις εξοβελίσει, είτε με διώξεις, είτε με ρεφορμιστικές εφεδρείες η Μεσογειακά Ινστιτούτα.

Ο ρόλος της μαχόμενης τέχνης και των δημιουργών της σαν κοινωνικής δύναμης μας είναι με κομμουνιστική σαφήνεια δοσμένος από τα κομματικά ντοκουμέντα. Δεν πρέπει λοιπόν ο ρόλος αυτός να υποτιμηθεί στην πορεία.

Τα καθήκοντα που βάζει το κίνημα σήμερα είναι καινούργια και πολυσύνθετα. Και στον τομέα της ποιότητας της πνευματικής δημιουργίας και στον τομέα της πλατιάς συσπείρωσης και της σύνθεσης με τους εργαζομένους για τη σοσιαλιστική αλλαγή.

Η καινούργια πνευματική γενιά από καλύτερες θέσεις διαδέχεται τις προηγούμενες με πρόσθετες ευθύνες.

Προβλήματα μαρξιστικής επιστήμης και πολιτικής θεωρίας και πρακτικής, όπως η σχέση της επιστημονικοτεχνικής επανάστασης με τη διανόηση και την εργατική τάξη, ζητάνε την εκλαΐκευση τους, με παράλληλη πλατιά καταπολέμηση των μοντέρνων αστικών θεωριών (Ροστοου Μπρζεζινσει, Φουρεσκέ κ.ά)

Προβλήματα αισθητικής όπως προσδιορισμός του προοδευτικού, αποφυγή του ρηχού βερμπαλισμού και του λαϊκισμού (άλλο λαϊκότητα κι άλλο λαϊκισμός), ζητάνε την ανάλυσή τους και την πραχτική τους αντιμετώπιση.

Προβλήματα σύνδεσης με τους αγώνες των εργαζομένων. Πάνω σ’όλα αυτά η απόφαση της Ολομέλειας του Οχτώβρη της ΚΕ του ΚΚΕ είναι πολύ διαφωτιστική:

«… Το κόμμα μαζί με τη φροντίδα για την ανάπτυξη του μαζικού πολιτιστικού κινήματος, πρέπει να ασχοληθεί πιο βαθιά με τα προβλήματα της μαρξιστικής αισθητικής, να δώσει δημιουργικά τις γενικές ιδεολογικές κατευθύνσεις στα προβλήματα της τέχνης και του πολιτισμού και να συμβάλει στο σωστό προοδευτικό προσανατολισμό των δημιουργών τους».

Σήμερα η άρχουσα τάξη έχει ξεγυμνωθεί πολιτιστικά – γι αυτό άλλωστε προσφέρει τα διάφορα υποπροϊόντα της. Εξάλλου ο λαός δεν πίνει πια το χάπι της «απολιτικής τέχνης». Κι κάποιες ρεφορμιστικές θεωρίες (όπως: «την αλλαγή θα τη φέρουν οι άνθρωποι του περιθωρίου»), τον αφήνουν… ασυγκίνητο.

Στο χέρι τον μαχόμενων στο πλευρό της εργατικής τάξης δημιουργών είναι να δείξουν σ’όλους, και στους «απολιτικούς» και στους ρεφορμιστές, ότι ο σωστός – και γι αυτό δύσκολος – δρόμος είναι η οργανική τους σύνδεση με το προοδευτικό κίνημα.

Ριζοσπάστης: 14/12/1979

 

 

 

************************

 

Ο ΧΟΛΟΥΜΠ Ο Ο ΓΚΙΛΙΕΝ ΚΑΙ ΤΟ 17ο)ο

Πέρασε καιρός από τότε που ο Λένιν απορούσε γιατί η Σοβιετική νεολαία προτιμούσε τον Μαγιακόφσκι απ’τον Πούσκιν, αλλά φρόνιμα πράττοντας παράπεμπε τα αισθητικά ερωτήματα στον Λουνατσάρσκι .

Στο μεταξύ παράλληλα με την ανάπτυξη του υπαρκτού σοσιαλισμού, ανδρώθηκε σαν φυσική συνέπεια και ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός στην τέχνη, αφομοιώνοντας κάθε φορά δημιουργικά τα θετικά στοιχεία από τις υπάρχουσες αισθητικές αναζητήσεις και σχολές – κι ο φουτουριστής Μαγιακόφσκι δεν έπαψε να ζει.

Μερικοί βέβαια διανοούμενοι δεν σταμάτησαν να προσάπτουν στο σοσιαλιστικό ρεαλισμό την ακαμψία του κώδικα της κομματικής γραμμής. Από… σύμπτωση οι ίδιοι διανοούμενοι ανήκουν στη «μοντέρνα» σχολή του ατομικού χώρου, του αναχωρητισμού και του μπαρισμού (εκ του μπαρ) όπου η τέχνη είναι «προσήλωση στη αποτυχία», όπου το ποίημα είναι «μια λεξομηχανή σ’έναν κόσμο μεγαμηχανών μεγατόνων και μεγαλοηλεκτροβατ», μια εναντίωση, όχι στους τυράννους και την εκμετάλλευση αλλά μόνο (κατά Χόλουμπ) «στο κενό»…

Χαρείτε «ουμανισμό» σε καιρούς ολομέτωπης επίθεσης του ιμπεριαλισμού ενάντια στο σοσιαλισμό, δηλαδή ενάντια στον ουμανισμό.
Εμείς πιστεύουμε:
Πως οι διανοούμενοι μάταια διανοούνται αν δεν παίρνουν θέση με το Λόγο και την Πράξη τους στα εθνικά και στα παγκόσμια προβλήματα.

Πως η τέχνη τότε μονάχα είναι πραγματικά προοδευτική, πρωτοπόρα και καινοτόμα, όταν γεννιέται και εξελίσσεται μέσα στην κοχλάζουσα χοάνη των καθολικών αιτημάτων των καιρών.

Πως η ποίηση «είναι ισχυρότερη από οποιονδήποτε αμερικάνικο στόλο». (Γκιλιεν)

Πως τέλος, για να φύγει ο εχθρός του Λαού και της Τέχνης η Δεξιά, για την κοινωνική αλλαγή και την πολιτιστική αναγέννηση στον τόπο μας, είναι επιτατική ανάγκη ν’αχρηστευθούν στην πράξη τα νομικά και άλλα εμπόδια της άρχουσας τάξης, με την εκλογική ενίσχυση του πρωτοπόρου Κόμματος της εργατικής τάξης, το πέρασμα του στη Β κατανομή και το δυνάμωμα του λαϊκού κινήματος.

Ριζοσπάστης: 10/9/1981

 

****************************

ΕΡΓΑΤΕΣ ΣΑΝ ΤΟ ΑΤΣΑΛΙ

«Η μπόρα εδώ, ερχόταν πάντα ξαφνικά. Ευαισθητοποιούσε στο έπακρο τις αντέννες,λαχτάριζε τις πόες της αυλής και μολαταύτα η αλήτισσα απορούσε με την αμάχη μας. Ύστερα κατέβαιναν τα συνεργεία: Οι Υπηρεσιακοί Παράγοντες –οι Εκατομμυριομέδιμνοι– οι αφελείς περιπατητές, καθ’ ολοκληρίαν έντιμοι αφού η μπόρα εδώ ερχόταν πάντα ξαφνικά. Όπως η ανεργία. Όπως ο στασιμοπληθωρισμός.

Ύστερα μ’ ανακοινωθέν όλα κάλμα. Ο κράχτης της υπόγας διαλαλούσε την πραμάτεια του, οι δεξιώσεις ξανάβρισκαν την αρρυθμία τους, το τραίνο ξανάβρισκε το ρυθμό του–μόνο ο ρυθμός της παράγκας προκλητικά γυμνός κρεμασμένος απ’ τις θηλές τ’ουρανού –το τρίξιμο της πόρτας στη νύχτα –ο μπόμπιρας που τουρτουρίζει– οι γενιές που θάρθουν –η Μάρθα στη γωνιά να συλλαβίζει: Άββ – ρόοο – ραα.

«Καθένας πράττει κατά το χρέος του» είπε. Κι έτσι καθώς το πρόσωπο Του αντιγύριζε τον ήλιο πάνω μας χάθηκε σα στοχασμός. Έτσι απλά, στο πρώτο φέγγος των πραγμάτων, κει που τελειώναν οι σκαλωσιές κι άρχιζε η απεραντοσύνη, εκμηδενίστηκε η απόσταση:Μπαμ! Κείνη την ώρα οι εργάτες κατάχαμα παίρνανε το κολατσό τους–χρονομετρημένες μπουκιές– χρονομετρημένες γουλιές– χρονομετρημένες ανάσες. Μπαμ.Κι ο αγέρας γελαστός μας άγιαζε με την ανάσα του. Μπαμ. Κι ο ήλιος ανέβαινε,ολοένα ανέβαινε κι άστραφτε πάνω στα λουλούδια, χωνόταν παιχνιδιάρικα ανάμεσα στις φυλλωσιές, τίναζε το βλέμμα μας στην ιονόσφαιρα, στο δεύτερο φέγγος των πραγμάτων. Πάνω που άρχιζε να τραγουδάει ο Εργάτης. Νάσαι ωραίος έτσι χαμένος:

Τι άνοιξη θε μου καταχείμωνα! Η Αλίκη με το κόκκινο φουστάνι πηλαλάει, ανεβαίνει τις σκάλες –οι πόρτες που ανοίγουν –οι καρδιές που ανοίγουν –οι πληγές που κλείνουν –εφτά δραχμές για την εφημερίδα –καλημέρα –πόρτα δεν είν’ πολλά…

Τι άνοιξη θε μου καταχείμωνα! Ο Άλκης με το καφετί αδιάβροχο τι σφίγγει στη μασχάλη του, τι κρύβει στις φλέβες του, ποια αρμονία κανοναρχεί το πέλμα του, ποια Γένεση ποιο θάνατο χλευάζει το στέρνο του –ωστόσο τρέμει μην εκραγούν οι ηφαίστειες αρτηρίες του.

Λοιπόν πατέρα, δεν ξέρεις τι όμορφη πούναι τούτη η κυψέλη. Δεν έχει βασίλισσα, δεν έχει κηφήνες –μονάχα εργάτες. Κι έχει κάτι εργάτες πατέρα, μουντζούρικους, μα με τη λάμψη στα μάτια, ιδρωμένους, μα με το γέλιο στα χείλη. Κι έχει κάτι εργάτες, απλούς σαν το χάδι της μάνας, γοργούς σαν το πιο ατίθασο άτι,ανυπόμονους σαν το πιο βουερό ποτάμι. Δεν ξέρεις τι όμορφη πούναι τούτη η κυψέλη. Δεν έχει βασίλισσα, δεν έχει κηφήνες –μονάχα εργάτες. Κι έχει κάτι εργάτες πατέρα, ίδια με το ατσάλι δυνατούς. Ίδια με θαλασσόλυκο άφοβους. Ίδια περίσκεπτους με σοφούς της πράξης. Δες την κερήθρα, άρχισε να γιομίζει μέλι!»

 

Ριζοσπάστης: 12/1/1978