
Ακούστε τον Γιάννη Ρίτσο να διαβάζει το ποίημα ΕΔΩ (ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ)
(μουσική: Νότης Μαυρουδής)
ΑΘΗΝΑ 16 Νοεμβρίου 1973
Ωραία παιδιά με τα μεγάλα μάτια σαν εκκλησίες χωρίς στασίδια
ωραία παιδιά δικά μας με τη μεγάλη θλίψη των ανδρείων
αψήφιστοι, όρθιοι στα Προπύλαια στον πέτρινο αέρα, έτοιμο χέρι, έτοιμο μάτι
πως μεγαλώνει το μπόι, το βήμα κι η παλάμη του ανθρώπου
17 Νοεμβρίου
Βαριά σιωπή διάτρητη απ΄τους πυροβολισμούς, πικρή πολιτεία,
αίμα, φωτιά, η πεσμένη πόρτα, ο καπνός, το ξύδι,
ποιός θα πει περιμένω μέσα απ το μέσα μαύρο.
Μικροί σχοινοβάτες με τα μεγάλα παπούτσια μ΄έναν επίδεσμο φωτιά στο κούτελο,
κόκκινο σύρμα, κόκκινο πουλί και το μοναχικό σκυλί στ΄ αποκλεισμένα προάστια
ενώ χαράζει η χλωμότερη μέρα πίσω απ΄τα καπνισμένα αγάλματα
κι ακούγεται ακόμη η τελευταία κραυγή διαλυμένη στις λεωφόρους
πάνω απ΄τα τανκς μέσα στους σκόρπιους πυροβολισμούς..
Πως μπορείτε λοιπόν να κοιμάστε; πως μπορείτε λοιπόν να κοιμάστε;
ΚΑΛΑΜΟΣ 18 Νοεμβρίου
Ηλιόλουστη μέρα. Κάλαμος.
Η θάλασσα, σπουργίτια στον ελαιώνα
Κάλεσμα. Πρόκληση. Κάλλος. Μακρινή προδομένη μακαριότητα
α εσύ δραπέτη λιποτάκτη κρυμμένε ανάμεσα στ΄ αγάλματα, πίσω απ΄τ΄ αγάλματα
μέσα στ΄αγάλματα, αγάλματα κούφια χωρίς χέρια, χωρίς πέος, χωρίς αμπελόφυλλα
αρνήσου, αρνήσου, όχι να ξεχαστείς και να ξεχάσεις το δένδρο το πουλί το γαλάζιο
αμαρτία, αμαρτία, πως μπορείτε λοιπόν να κοιμάστε εσείς, ο ίδιος ο έρωτας
κι ο έρωτας αμαρτία, Ελένη, Μάρω, Ηλέκτρα, Δήμητρα, παιδιά μας, τα παιδιά μας
πόσες γενιές παιδιά μας σε αδιαίρετο χρόνο χωρίς χρόνο
στα στάχυα και στα σύρματα στη γραφομηχανή, στον τηλεβόα
έρωτές μας, παιδιά μας,σκοτωμένα παιδιά μας, έρωτές μας
Για τίποτε άλλο να μην έχουμε μάτια παρά μόνο για σας. Τιποτ΄άλλο.
Ω! ανήμπορο ποίημα, ανήμπορο, ανήμπορο, ατελέσφορο
επάνω από δύο στίχους σταυρωμένους σταυρώνω τα χέρια και σωπαίνω
βράχος, το μέγα κόκκινο, δεύτερη πόρτα, πέμπτη πόρτα κι η δωδέκατη κλεισμένη
χτύπημα της γροθιάς στον τοίχο χτύπημα της πέτρας στην πέτρα
-μ΄ακούς; άκουσέ με, εγώ σ΄ακούω,
δύο σιωπές κάνουν μια φωνή κι ένα μεγάλο τεντωμένο χέρι.
ΑΘΗΝΑ 19 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
Με τους αγκώνες στηριγμένους στην ποίηση, με τα μάτια κλεισμένα στις παλάμες
ακούω τη φωτιά. Ανεβαίνει. Σκοτωμένοι επί τόπου μπροστά στο παράνομο μικρόφωνο
κι η φωνή τους ακόμα.. – Αδέρφια, αδέρφια, πάνω απ΄το αίμα τους, με το αίμα τους
πάνω από την αγρυπνισμένη Αθήνα
Πως μπορείτε λοιπόν; Πως μπορείτε;
20 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
Μάζεψαν τα οδοφράγματα, πλύναν τα αίματα, τα μισά παιδιά πήγαν σχολείο
οι γυναίκες βγήκαν για ψώνια, στη γωνιά ένα καμένο αυτοκίνητο
πλύναν τα ρούχα τ΄απλώσαν στις ταράτσες μυστικά-μυστικά μη φανούνε σαν άλλες σημαίες
κλειστά νοικοκυριά, το κρεμμύδι, η πατάτα, το λάδι
το αλάτι χυμένο στο δρόμο το ίδιο και τ΄αλεύρι,
μες στο ψυγείο το κόκκινο πουλί μ΄όλα του τα φτερά
Απ΄το θάνατο αρχίζουμε – έτσι έλεγε- απ΄το θάνατο αρχίζουμε πάλι
επάνω από τη μεγάλη γκρεμισμένη σκάλα
“τι να κάνουμε -είπε- να ξεχαστούμε; θα ξεχάσουμε πάλι;
Σκεπασμένοι στην τρύπια κουβέρτα ως πάνω στα μάτια
λίγο λίγο θα βγάλεις το ΄να πόδι δοκιμάζοντας τον αέρα τη σιωπή το σκοτάδι
αργότερα τα χέρια, τελευταίο το κεφάλι.
Απέναντι η καρέκλα, τα τσιγάρα τα σπίρτα και το φως κολλημένο στον τοίχο
μια τεράστια κίτρινη αφίσα
Ώρα μεγάλη! ώρα σκληρή! ώρα αδειασμένη απ΄την δειλή μακροθυμία των στίχων
εδώ ό,τι πια θα πει θα ΄ναι το αίμα
Ω! κακόφημη ζωή ληστεμένη
22 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
Αργά που μεγαλώνει το μαχαίρι, αυτός που σιωπεί
δεν είναι που δεν έχει τίποτα να πει
δεν είναι τα δώδεκα καρφιά στον τοίχο, η ακρίδα στο ποτήρι
είναι που περιμένει να ξεσφίξουν τα σαγόνια του
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Το «Ημερολόγιο μιας εβδομάδας» του Πολυτεχνείου γράφτηκε από τον Γιάννη Ρίτσο τις ημέρες των γεγονότων της εξέγερσης του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο του 1973.
Η 15 Νοέμβρη θα βρει τον Ρίτσο στις πρώτες γραμμές της μεγάλης διαδήλωσης που ξεκίνησε από το Πολυτεχνείο και έφτασε ως την πλατεία Κλαυθμώνος. Η διαδήλωση θα διαλυθεί από την αστυνομία με βία με τον Ποιητή να μπλοκάρεται ανάμεσα στους φράχτες που έχει στήσει η αστυνομία αλλά δεν θα χτυπηθεί. Ίσως τον αναγνώρισαν και τον σεβάστηκαν. Διαφεύγει και βρίσκει καταφύγιο στα τότε γραφεία του εκδοτικού οίκου Κέδρος σε μια στοά (Πανεπιστημίου και Χαριλάου Τρικούπη). Το ίδιο βράδυ κλείνει η Πατησίων από διαδηλωτές.
Στις 16 Νοεμβρίου επισκέπτεται το σπίτι της Νανάς Καλιανέση όπου ακούν τον παράνομο ερασιτεχνικό σταθμό που έχει στηθεί στον ΕΜΠ των «Ελεύθερων αγωνιζόμενων φοιτητών, των ελεύθερων αγωνιζόμενων Ελλήνων.» Με ρίγη συγκίνησης συνεχίζει την ακρόαση στο σπίτι του, έχει ξεκινήσει η επίθεση στους συγκεντρωμένους με δακρυγόνα και έπειτα με σφαίρες.. κατεβαίνουν τα τανκς.. ένα από αυτά γκρεμίζει την πύλη.. παντού νεκροί και τραυματίες..
Ο Ποιητής με δάκρυα στα μάτια φεύγει για τον Κάλαμο.. εν θερμώ έχει ήδη ξεκινήσει το «Ημερολόγιο μιας εβδομάδας»..
Πηγές:
“Γιάννης Ρίτσος, Ένα σχεδίασμα βιογραφίας” της Αγγελικής Κώττη, Ελληνικά γράμματα (2009)
http://many-books.blogspot.com/ της Αγγελικής Κώττη
Αγαπημένε μου Φίλε Μανωλάκι να είσαι καλά να μας δίδεις τέτοιες αναρτήσεις
Συνεισφέρω και εγώ με τα σώψυχα μου για κείνη τη μέρα
Δεκαεπτά Νοέμβρη
Στον Λάμπρο Παπαδημητράκη
Δεκαεπτά Νοέμβρη ήτανε
που στό ʼνα χέρι κράταγες
αυτό που μʼ αίμα πότισαν , προγονοί σου
και τʼ άλλο , επάνω σήκωνε
ενός λαού τις προσμονές
και την αντίδραση στους σκύλους, την δική σου.
Δεκαεπτά Νοέμβρη έσβηνες
όταν το άρμα σου θρυμμάτιζε
την παιδική και άγουρη, την ραχοκοκκαλιά σου.
Κατάρας και επτά, τα χρόνια πού ʼδιωχνες
όταν κατάθετες, για μας τους κίβδηλους
τη νιότη σου και την στίλβη παλικαριά σου.
Δεκαεπτά Νοέμβρη τώρα πιά
όταν στην κάρα δίπλα ακουμπώ
κάποια γαρύφαλα, στη μνήμη την γλυκιά σου
απλά και μόνο αναλογίζομαι
αν πράγματι, τόσο μας άξιζε
και απλόχειρα θυσίασες, την κορμολαλιά σου.
Δεκαεπτά Νοέμβρη βάφτησαν
ιδεολόγοι ύποπτοι
μιά γιάφκα, που σπιλώνει τʼάγιασμα σου
όμως εμάς δε μας τρομάξανε
και αν κάποτε πληρώσουμε ένα τίμημα
χαλάλι γιά τʼαστέρι σου και την αρχοντιά σου.
Μίλα μου, δείξε μου
Φλώριδα 17/6/01
Μίλα μου, δείξε μου
εφιάλτη πως να διώξω που πονά.
Ένα στίγμα πού ʼχει μείνει
του δειλού που σε κοιτά
να σε σφάζουν, γιά τα κάποια ιδανικά
Μίλα μου
Τα ονείρατα να σβύσω τα κακά.
Ότι αρνήθηκα σε εσένα
δώσʼμου το μʼαπλοχεριά
μήπως πλύνω την ντροπή, απʼτην καρδιά.
Δείξε μου.
Σαν τη νιότη σου ρισκάριζες γιʼαυτή
που ο Γραικός μʼαίμα πληρώνει
πως σε έβλεπα πιό ʼκεί;
λουφαγμένος σε μιά κρύπτη σκοτείνη.
Μίλα μου
Πως μπορείς και δεν φοβάσαι τα σκυλιά;
και τα στήθια σου προτείνεις
μια ατέλειωτη βορά
στου φασίστα την ανία , γιατρειά.
Δείξε μου.
Το αμάρτημα να σβύσω το αισχρό
και από μέσα μου να βγάλω
του κιοτή τον ψυχισμό
μήπως παύσω να πλανώμαι ξωτικό.
Μίλα μου δείξε μου.
Όταν σʼ έβλεπα βρεγμένος στα αχαμνά
πως το αίμα σου εσκόρπιζες γιά ʼκείνη;
ακριβά που την πουλάνε στο ραγιά
ξέροντας θα μου χαρίσεις λευτεριά.
.
Με λένε Λευτεριά
Που πηγαίνεις μόνη Λευτεριά ? σκυμμένη!!!
Ποιοί σε χαροντήσαν ?—Γόνοι μιάς οχιάς
σαν πυροβολήσαν και μου εκτελέσαν
δυό γαμβρούς λεβέντες , κόρες παντριάς.
Ποιοί την πόρτα ρήξαν ? κάτω του σχολειού σου
και την γνώση δείραν , ετσιθελικά
δίχως να λυγίσει .–Τσούρμο ένα τραμπούκοι
της σκλαβιάς μπαστάρδοι , ξένων δουλικά .
–Κι αν βαδίζω μόνη , κι αν τραβώ γυρμένη
Λευτεριά με λένε , που δεν ξαποστά.
–Κι αν δυό γυιούς μου πήραν , κόρες μου παρθένες
πίσω μου και ʼμπρός μου , έχω μιά γενιά.
Κʼείνʼ αυτή που τείνει , στήθια ματωμένα
ʼμπρός στα τανκς των λύκων και χαμογελά.
Είνʼ αυτή που δίνει , χρόνια τώρα χίλια
το αίμα της τροφή μου και με χαιρετά.
Είνʼ αυτή που γράφει , πως με προτιμάει
νύκτα απά στους τοίχους , σε στιγμές σκλαβιάς
και πως μʼανταλλάσει , με δυό μέτρα χώμα.
–Ποιος να μην ζηλέψει ? Μύτρα λεβεντιάς!!!
για αλλη μια φορα θα ειμαι πολυ πρωτοτυπος…φυσικα αυτοειρωνευομαι…
ο Ριτσος ειναι ενας ποιητης. μεχρι εδω καλα, ο Ριτσος ειναι ενιοτε ενας πολυ καλος ποιητης. ακομη καλυτερα
απο δω κ περα ομως…τι? εχουμε εναν Ριτσο προσκολλημενο φρικτα στο αρμα του κ.κ.ε., αν οχι σε ολα τα χρονια της ζωης του, τουλαχιστον στα περισσοτερα και αν οχι κατ’ ιδίαν σίγουρα δημοσίως… τουτο σημαινει οτι ή συμφωνεις οντως με τις αποψεις του κομματος σου, οπότε σε κρινουμε πολιτικα, ειτε απλως δεν διαφωνεις γιατι εχεις τα ωφελη σου, οπότε τοτε σε κρινουμε κ πολιτικά κ ηθικά
και τι σχεση εχουνε ολα αυτα με το πολυτεχνείο?
μα την περιφημη θεση του κκε και στον οδηγητη, αλλα εμέσως πλην σαφως και στην πανσπουδαστική ν. 8, οτι δηλαδη πρακτορες της cia εισεβαλλαν στο πολυτεχνειο και οχι απλοι αγωνιστες, απλοι φοιτητες που έτυχε…να μην εχουνε σχεση με το κκε
τωρα τι σχεση εχουν αυτα με την αισθητικη απόλαυση της αναρτησης?
καμια
τιμή στους ανωνυμους αγωνιστες του πολυτεχνείου!
αυτά και συγνώμη αν πάλι τα μπέρδεψα λιγο στο μυαλό μου…
Ελευθερίας δάκρια
Μάνα γιατί παρακαλάς…
Άλλο μην κλαίς πια, φτάνει.
Μάνα, σου το ʽπα, πως εγώ
δε θέλω να αλλάξω.
Σου το ʽπα πως θα αρνηθώ
τον ψεύτικο μου κόσμο.
Ορκίστηκα και στο Θεό,
μάνα, γλυκιά μου μάνα.
Ορκίστηκα να περπατώ
κοιτάζοντας τον ήλιο.
Μη σέρνοντας τα πόδια μου,
το βλέμμα μες το χώμα.
Έζησα μόνο μια φορά,
έπεσα στην παγίδα.
Μιλούσα με ποιήματα.
Μιλούσα με τραγούδια.
Το ξέρω πως θα λαβωθώ,
το ξέρω, θα ματώσω.
Κατάλαβέ με, δεν μπορώ
να ζήσω άλλη μέρα,
μέρα χωρίς στον ουρανό
να λάμπει φως δικαίου.
Φως γεμάτο όνειρα.
Φως γεμάτο χρώμα.
Μάνα αυτή αγάπησα.
Τη λενʼ Ελευθερία.
Μαζί της θέλω πια να ζω,
μαζί της να πεθάνω.
Το ξέρω πως οι άρχοντες,
πολιτικών αγέλες,
είναι αυτοί, που προσπαθούν
να σπάσουν τη μιλιά μου.
Να σπάσουνε το είναι μου.
Να χάσω τη φωνή μου.
Κατάρες πια να μην μπορώ
να ξεστομίζω όρκους.
Μάνα μην κλαις…
Το ήξερες.
Μάνα μη κλαίς…
Σταμάτα.
Κι εσύ πατέρα, αγέρωχε,
Αγκάλιασε την ,σφίξε.
Σφίξʼ την μαζί με το Θεό,
δωσʼ της να καταλάβει.
Πως η ζωή, δεν έχει πια σκοπό,
χωρίς ελευθερία.
Νίκος Τσίντρος
Ψάλτη το να κρίνεις παρελθοντικές επιλογές με βάσει σημερινά δεδομένα είναι φάουλ. Μα εντελώς φάουλ. Άλλο πράγμα η ιστορική ερμηνεία.
συμφωνώ εν μερει
αλλα ολοι μας ανηκουμε στην ιστορια μας
πολυ περισσοτερο ανηκουμε στην ιστορια των χωρων πολιτικων ή μη που εισχωρουμε
εχω βαρεθει να βλεπω να ιδιοποιουνται το πολυτεχνειο ανθρωποι που αν ζουσαν τοτε θα μιλουσαν ( ελεω κομματικης συνεπειας ) για πρακτορες
ενω τωρα μιλανε ως οι μονοι επαναστατες και σωτηρες…
τα ιδια εγιναν και με τον Βελουχιωτη και τωρα τον κανουνε αφισα
απο την αλλη δεν γινεται να μην κρινεις εχοντας εστω κατα 50 τοις εκατο ως μπουσουλα την ιστορια
μιση ιστορικη κριση
μιση παροντικη
ετσι συνδυαζεις κ κρινεις
ετσι δεν ειναι?
Μπορούμε και τον Γ. Ρίτσο να φορτώνουμε με όλα τα αρνητικά ενός πολιτικού κόμματος, αλλά χωρίς να μελετάμε και-κυρίως- χωρίς να προσπαθούμε να νιώσουμε τον ποιητικό λόγο;;;! Μοιάζει η κριτική που εξακοντίζουν κάποιοι να εκπορεύεται από μια περιορισμένη και περιοριστική γνώση του έργου του επαναστάτη ποιητή Γ. Ρίτσου στους δύο τόμους “Τα Συντροφικά τραγούδια”, “Τα Επικαιρικά”!!! Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΥΝΟΛΟ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ! Επιπλέον, μπορούμε [με τις ώρες, τις μέρες, τους μήνες να μιλάμε για συντριβή οραμάτων, ιδεών, προσώπων διάλυση, ν’ αναζητάμε “προβοκάτορες” μέσα σε αγωνιστές και προβοκάτορες. Μπορούμε: η αστική δημοκρατία των κοντραμπαντιέρηδων μάς το επιτρέπει-δεν κινδυνεύει…Μπορούμε να γράφουμε ποιήματα, ποιος ακούει; ποιος διαβάζει; ποιος αγωνίζεται για την κατανόηση του κόσμου και την αλλαγή του; ποιος στο κενό συναισθημάτων και ήθους να πηδήξει και να μην αυτοκτονήσει;
Ας ξαναστήσουμε τη διαλεκτική και τον κόσμο στα πόδια του. Ας μελετήσουμε τον Ιανό-Ιδεολογία [: και “σύστημα ιδεών” και “φενακισμένη συνείδηση του κόσμου”, κατά τον Μάρξιο]. Ας ξαναδιαβάσουμε και τα κείμενα [: από το ρήμα “κείμαι”], τα πραγματικά – αν έχει νόημα αυτό όταν τα αποσπάσουμε από τα γεγονότα τα ιστορικά-. Κι ας θυμηθούμε ότι όλοι οι πολιτικοί χώροι που άνθρωποί τους οργανωμένα ή αυθόρμητα συμμετείχαν στην αντιδικτατορική δράση και στο Πολυτεχνείο ’73, έχουν λερώσει τη φωλεά τους με τοτινά ή κατοπινά πολιτικά αδιέξοδα ή και ανομήματα. Αυτό επιβεβαιώνει η οδυνηρή υπουργοποίηση και νομιμοποίηση των χουντικών και φασιστών προ λίγων ημερών! Κάτι είχε μυριστεί ο Μανόλης Αναγνωστάκης το 1983, όταν δημοσίευσε στην εφημ. Αυγή το γνωστό ποίημα:
Φοβάμαι…
Φοβάμαι τους ανθρώπους που εφτά χρόνια έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας «δώστε τη χούντα στο λαό».
Φοβάμαι τους ανθρώπους που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
Φοβάμαι τους ανθρώπους που σου ’κλείναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια και τώρα
τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
Φοβάμαι τους ανθρώπους που γέμιζαν τις ταβέρνες
και τα ’σπάζαν στα μπουζούκια κάθε βράδυ και τώρα τα ξανασπάζουν όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη και έχουν και «απόψεις».
Φοβάμαι τους ανθρώπους που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
και τώρα σε λοιδορούν γιατί, λέει, δεν βαδίζεις ίσιο δρόμο.
Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακόμη περισσότερο.
Μου αρέσει πολύ