
Η πιο εξαιρετική πνευματική φυσιογνωμία της Αιγύπτου είναι χωρίς άλλο ο ποιητής Καβάφης. Στο μεσόφωτο του αρχοντικού σπιτιού του, προσπαθούσα να διακρίνω τη μορφή του. Ανάμεσά μας είναι ένα μικρό τραπεζάκι, γιομάτο ποτήρια με χιώτικη μαστίχα και ουίσκι, και πίνουμε.
Μιλούμε για πλήθος πρόσωπα κι ιδέες, γελούμε, σωπαίνουμε, και πάλι αρχίζει, με κάποια προσπάθεια, η κουβέντα. Εγώ προσπαθώ να κρύψω στο γέλιο τη συγκίνηση και τη χαρά μου. Να ένας άνθρωπος μπροστά μου, άρτιος, που τελεί τον άθλο της τέχνης με υπερηφάνεια και σιωπή, αρχηγός ερημίτης κι υποτάσσει την περιέργεια, τη φιλοδοξία και τη φιληδονία στον αυστηρό ρυθμό μιας επικούρειας ασκητικής.
Έπρεπε να είχε γεννηθεί στο 15ο αιώνα στη Φλωρεντία, καρδινάλιος, μυστικοσύμβουλος του Πάπα, έκτακτος απεσταλμένος στο παλάτι του Δόγη, στη Βενετία, και επί πολλά χρόνια πίνοντας, αγαπώντας, χαζεύοντας στα κανάλια, γράφοντας, σωπαίνοντας –να διαπραγματεύεται τις πιο σατανικές και σκανδαλώδεις υποθέσεις της Καθολικής Εκκλησίας.
Ξεχωρίζω στα σκοτεινά, πάνου στο ντιβάνι, τη φυσιογνωμία του –πότε όλο έκφραση μεφιστοφελική κι ειρωνεία και τα ωραία μαύρα μάτια του ξάφνου αστράφτουν μόλις πέσει πάνω τους μια μικρή αχτίδα από το φως των κεριών, και κάποτε πάλι γέρνει, όλο φινέτσα, παρακμή και κούραση.
Η φωνή του είναι γεμάτη ακκισμούς και χρώμα –και χαίρουμαι με τέτοια φωνή να διατυπώνεται η πονηρή, όλο κοκεταρία, βαμμένη, στολισμένη γραία αμαρτωλή ψυχή του. Έτσι που για πρώτη φορά τον βλέπω απόψε και τον ακούω, νιώθω πόσο σοφά μια τέτοια πολύπλοκη, βαρυφορτωμένη ψυχή της άγιας παρακμής κατόρθωσε να βρει τη φόρμα της –την τέλεια που της ταιριάζει- στην τέχνη και να σωθεί.
Ο εξωτερικά πρόχειρος μα σοφά μελετημένος στίχος του Καβάφη, η θεληματικά αλλοπρόσαλλη γλώσσα του, η απλοϊκή ρίμα του, είναι το μόνο σώμα που θα μπορούσε πιστά να περικαλύψει και να φανερώσει την ψυχή του. Σώμα και ψυχή στα τραγούδια του είναι ένα. Σπάνια στην ιστορία της φιλολογίας μας μια τέτοια ενότητα υπήρξε τόσο οργανικά τέλεια. Ο Καβάφης είναι από τα τελευταία άνθη ενός πολιτισμού. Με διπλά, ξεθωριασμένα φύλλα, με μακρό ασθενικό κοτσάνι, δίχως σπόρο.
Ο Καβάφης έχει όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά ενός εξαιρετικού ανθρώπου της παρακμής –σοφός, ειρωνικός, ηδονιστής, γόης, γιομάτος μνήμη. Ζει σαν αδιάφορος, σα θαρραλέος. Κοιτάζει ξαπλωμένος σε μια μαλακή πολυθρόνα από το παράθυρό του και περιμένει τους Βαρβάρους να προβάλουν. Κρατάει περγαμηνή με λεπτά, καλλιγραφημένα εγκώμια, είναι ντυμένος γιορτάσιμα, βαμμένος με προσοχή, και περιμένει. Μα οι βάρβαροι δεν έρχουνται, κι αναστενάζει κατά το βράδυ, ήσυχα, και χαμογελά ειρωνικά για την απλοϊκότητα της ψυχής του να ελπίζει.
Κοιτάω απόψε και χαίρουμαι τη γενναία αυτή ψυχή που αποχαιρετά αργά, παθητικά, χωρίς δύναμη και χωρίς λιποψυχία, την Αλεξάνδρεια που χάνει.
– Μα δεν πίνετε καθόλου! Είναι χιώτικη, σας ορκίζουμαι! Γιατί σωπάσατε;
Σκύβει και μου γιομίζει το ποτήρι, και το μάτι του για μια στιγμή έλαμψε με σαρκασμό κι ευγένεια. Μα εγώ σώπαινα, γιατί συλλογίζουμουν το θαμαστό του τραγούδι Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον και δεν του αποκρίνουμουν, γιατί το έλεγα σιγά- σιγά από μέσα μου:
Σαν έξαφνα ώρα μεσάνυχτ’ ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές-
την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες μη ανωφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρός, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’ όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις.
Το ίδιο βράδυ συμπόσιο αποχαιρετισμού.
Ποτέ δεν θα ξεχάσω αυτή τη βραδιά, γιατί, θαρρώ, χαρακτηρίζει την κρίσιμη εποχή που ζούμε. Είναι η απειλή χυμένη στον αέρα, η ανησυχία διαπερνά και τις πιο εγκάρδιες, αγαπημένες ώρες, και δίνει μια γεύση πολεμική στη φιλία. Ήμαστε μια δεκαπενταριά φίλοι, φάγαμε μαζί, γελάσαμε μια στιγμή, κι ύστερα ένας νεώτερός μου, μου είπε με στυγνότητα και ταραχή:
– Είναι ανάγκη να μιλήσουμε απόψε, πριν να φύγετε. Πολλά από όσα γράψατε στην Αναγέννηση δεν τα δεχόμαστε.
Με κοίταξε φρίσσοντας από αγάπη και μίσος και με κρατούσε. Κι εγώ που τρελαίνουμαι για τους νεώτερούς μου κι είναι το αυτί μου πάντα στηλωμένο, άγρυπνο, ανήσυχο, αρπαχτικό απάνου τους, χάρηκα.
– Θα παλέψουμε, αποκρίθηκα γελώντας, θα πείτε τη γνώμη σας, θα πω τη δική μου κι όποιον πάρει ο Χάρος!
Καθίσαμε όλοι γύρα από ένα μεγάλο τραπέζι, βάλαμε πρόεδρο το γιατρό Παύλο Πετρίδη κι άρχισε το πάλεμα. Ήξερα πως δεν θα μιλούσαμε για τέχνη. Λίγα χρόνια πριν, ο ανώτατος αυτός πνευματικός κύκλος της Αλεξάνδρειας θα συζητούσε, ως τα ξημερώματα, για τον Παλαμά και τον Καβάφη, για τα προβλήματα της τέχνης και της αισθητικής και θ’ απάγγελνε στίχους. Τώρα, όσες μέρες έμεινα μαζί τους, σπάνια, διαβατικά μιλήσαμε για λόγιους και φιλολογίες. Η ψυχή είχε μετατοπισθεί, το μέτωπο της μάχης είχε αλλάξει κατεύθυνση. Όλα μας φαίνουνταν παλιά, ξόμπλια μάταια, ασχολίες αργόσχολων και καθυστερημένων ανθρώπων.
Κι έτσι, απόψε, ένας αέρας πολεμικός είχε χυθεί τριγύρα μας. Οι νεώτεροι ήταν χλωμοί, λιγομίλητοι, βίαιοι. Μιλούσαν όπως πρέπει να μιλούν οι νέοι –αδίσταχτα. Ήταν μονοκόμματοι, ανένδοτοι, δίχως πολυεδρικά παιχνιδίσματα του μυαλού, πίστευαν. Μιλούσαμε –με συγκίνηση, σα να ξομολογιόμαστε- για το σημερινό χρέος του ανθρώπου, για το χρέος μας. Ανάμεσα στα διάφορα στρατόπεδα που συντάζουνται, σε ποιο πρέπει ο καθένας μας να ταχτεί και πώς να πολεμήσει.
Γρήγορα όλη αυτή η αποψινή φιλική σύναξη άρχισε να μετουσιώνεται σε πολεμικό συμβούλιο. Σα να ήμαστε αληθινά πολιορκημένοι και μαζευτήκαμε να πάρουμε απόφαση. Μοιραστήκαμε σε δυο κύρια στρατόπεδα. Άλλοι υποστηρίζουν πως πάντα τα οικονομικά αίτια είναι τα πρώτα κίνητρα της Ιστορίας. Μονάχα αυτά μπορούν να φωτίσουν την εξέλιξη της ζωής και να καθοδηγήσουν τη σκέψη και την πράξη μας. Όλα τα άλλα αίτια είναι δευτερογενή και παράγωγα. Άλλοι διαφωνούσαν. Ένας, διατυπώνοντας τη σκέψη του, είπε:
– Συχνά αμφιβάλλω αν μονάχα τα οικονομικά αίτια μπορούν να εξηγήσουν τα πάντα. Μονάχα αν με στριμώξουν δέχουμαι την οικονομική αυτή παντοκρατορία. Αν με στριμώξουν, δηλαδή αν από τη θεωρία αναγκαστώ να πάω στην πράξη. Όποιος θεωρητικά επισκοπεί την εξέλιξη της ανθρώπινης ενέργειας, ίσως βρίσκεται υποχρεωμένος να δεχτεί και τον ψυχικό παράγοντα, κάποτε, ως τον πρωτεύοντα μοχλό της Ιστορίας. Όποιος όμως, αφήνοντας τη θεωρία, ρίχνεται στην πράξη, είναι υποχρεωμένος, για να έχει ένα σταθερό έδαφος να βαδίσει και να χτίσει, να δεχτεί μονάχα τον οικονομικό παράγοντα. Αλλιώς θα χαθεί σε μυστικές επικίντυνες αοριστίες.
Όταν ήρθε η σειρά μου να πω κι εγώ τη γνώμη μου, ομολογώ πως ήμουν λίγο συγκινημένος. Φιλικό τραπέζι ήταν τούτο, με αποχαιρετούσαν οι φίλοι μου, μα η στιγμή γύρω μας είναι τόσο κρίσιμη που δεν ανέχεται αισθηματικότητες. Κι οι φίλοι με κοίταζαν με σκληρότητα και περίμεναν. Προσπάθησα, λιγόλογα, να διατυπώσω το Credo μου:
– Είμαι μονιστής. Ύλη και Πνεύμα βαθύτατα τα νιώθω ότι είναι ένα. Μέσα μου νιώθω μια μονάχα ουσία. Όταν όμως είμαι υποχρεωμένος να εκφραστώ, όπως απόψε, και να διατυπώσω την ουσία αυτή, αναγκάζουμε, φυσικά, να εκφραστώ με λέξες, δηλαδή με το λογικό. Επομένως, ακολουθώντας τη φύση του λογικού, χωρίζω αναγκαστικά ό,τι φύσει είναι αχώριστο. Κι επειδή οι ανθρώπινες αίστησες είναι περιορισμένες, από όλες τις άπειρες, πιθανόν, όψεις ή πηγές, αν θέλετε, της πραγματικότητας, ξεχωρίζω μονάχα δυο: αυτό που λέμε Ύλη κι αυτό που λέμε Πνέμα.
» Μια μονάχα λέξη: Ύλη ή Πνέμα, επειδή κατάντησε από τη χρήση η κάθε μια από τις λέξες αυτές να έχει ένα ορισμένος στενό περιεχόμενο, θα εξέφραζε μέρος μονάχα της πρώτης ουσίας, όπως τη νιώθω. Για αυτό, όταν θέλω να διατυπώσω με λέξες αυτό που είναι ένα, ξεχωρίζω σε δυο και τα ανώτατα κίνητρα της Ιστορίας –του ατόμου ή της ομάδας: την Πείνα και το Πάθος.
» Μεταχειρίζουμαι τη λέξη πάθος κι όχι η λέξη πνέμα, γιατί η λέξη αυτή έχει πάρει ένα ιδεολογικό, άυλο, απεσταγμένο περιεχόμενο, που μου είναι ακατανόητο και μισητό. Το «πνέμα» περιέχει πολύ περισσότερη «ύλη» απ’ ό,τι φαντάζουνται οι υλιστές. Καθώς και η «ύλη» περιέχει πολύ περισσότερο «πνέμα» απ’ ό,τι φαντάζουνται οι ιδεαλιστές.
» Ώστε ως εξής μπορώ να διατυπώσω τη σκέψη μου χοντρικά: Η πείνα –τα οικονομικά αίτια- είναι στις ομαλές, δηλαδή στις πλείστες στιγμές, το πρώτο κίνητρο. Μα στις κρίσιμες (θυμός, μίσος, έρωτας, ένστιχτο αναπαραγωγής κλπ) το πρώτο κίνητρο είναι το πάθος. Όμως, σύμφωνα με αυτά που είπα παραπάνω, όταν βαθύνουμε τις διαφωνίες μας, τις βλέπουμε να εξαφανίζουνται…»
Έτσι μιλούσαμε, και κόντευε πια να ξημερώσει.-
Πηγή: http://tapragmata.gr/?p=110
Η πηγή http://tapragmata.gr/?p=110 δεν αναφέρει πηγή.
Βλ. σχετικά το βιβλίο του Ν. Καζαντζάκη, “Ταξιδεύοντας:Ιταλία-Αίγυπτος-Σινά-Ιερουσαλήμ-Κύπρος”.
Το δεύτερο ταξίδι του σε αραβική χώρα ο Ν. Καζαντζάκης το πραγματοποιεί μαζί με το φίλο του ζωγράφο Τάκη Καλμούχο (1895-1961),μεταξύ Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου 1927.Τότε επισκέπτεται την Αίγυπτο (Νείλο,Κάιρο,Αλεξάνδρεια,Θήβα,Λουξόρ,Καρνάκ,Σουέζ…),το Βόρειο Σουδάν και το Σινά (Ραϊθώ,Έρημος,Μοναστήρι της Αγίας Αικατερίνης,Όρος Σινά).Ενθουσιάζεται.Αισθάνεται σα να βρίσκεται στην πατρίδα του.Σ’αυτό του το ταξίδι συνάντησε στην Αλεξάνδρεια τον Καβάφη.
Τις εντυπώσεις του από την Αίγυπτο τις δημοσίευσε στην αθηναϊκή εφημερίδα “Ελεύθερος Λόγος” (3 Απριλίου με 3 Μαΐου 1927) και στο βιβλίο του “Ταξιδεύοντας:Ιταλία-Αίγυπτος-Σινά-Ιερουσαλήμ-Κύπρος”.”Ο Μοριάς” που εκδόθηκε στα ελληνικά το 1927 στην Αλεξάνδρεια από τις εκδόσεις Σεράπειον,και “Από το Όρος Σινά στο Νησί της Αφροδίτης” που εκδόθηκε στα γαλλικά το 1958 στο Παρίσι από τις εκδόσεις Plon.
βλ. http://www.facebook.com/note.php?note_id=115789198506322
Οι δύο λογοτέχνες μας, που κατάφεραν, περισσότερο απο κάθε άλλον, να περάσουν στο εξωτερικό, να περάσουν τα στενά σύνορα της νεώτερης Ελλάδας και να αποκτήσουν μια διεθνή αναγνώριση και φήμη, συναντιούνται.
Ο Καζαντζάκης, μέσα απο τις ασκητικές του αναζητήσεις και τις μεταφυσικές του ανησυχίες, διέδωσε και διέσωσε ένα μεγάλο μέρος του πνεύματος της Ελλάδας. Της νεώτερης Ελλάδας που συνεχίζει να μάχεται, να διχάζεται, να φιλοσοφεί, να πεθαίνει και να γεννιέται. Της Ελλάδας των μεταμορφώσεων του Πνεύματος και της Ύλης.
Ο Αλεξανδρινός Καβάφης διέσωσε και διέδωσε το πνεύμα των αρχαίων Αλεξανδρινών, το αρχαίο ελληνικό πνεύμα που προορίστηκε να παγκοσμιοποιηθεί και να διαχυθεί, για να μην εξαφανιστεί. Και όντως, κατ’ εξοχήν ο Επίκουρος το πήρε απο το χέρι, και το παρέδωσε στις κοσμοϊστορικές ζυμώσεις της Αυτοκρατορικής εποχής…
Ο Καβάφης που, με το οξύτατο και βαθύτατο ιστορικό του αισθητήριο, ζωγραφίζει και ξαναζωντανεύει την Ελληνιστική εποχή, για να συνετίσει και να ειρωνευτεί την μονομανία με την Κλασική εποχή. Ο Καβάφης, ο Ποιητής του Ελληνισμού και όχι μόνο της Ελλάδας. Ο κατάμονος Επίγονος, ο Ποιητής – Ηθοποιός, ο Ποιητής των ιστορικών μεταμορφώσεων…
Κάπως αμφιλεγόμενος ο Καζαντζάκης, αποκρυσταλλωμένος Ποιητής ο Καβάφης, συνομιλούν εδώ. Και ο Ποιητής – Ηθοποιός δεν καμώνεται πια, αλλά Είναι… Και εν τέλει μιλά και με την απουσία του…
Ενώ ο Δημοσιογράφος – Λογοτέχνης μετεωρίζεται ακόμα στην Αλήθεια του τελευταίου του λόγου…
κύριε Ράπτη, νομίζω πως ο Καβάφης ουδέποτε ειρωνεύτηκε αυτό που λέτε.Τουναντίον, ειρωνεύτηκε αρκετά τον ξεπεσμό των ελληνιστικών χρόνων.Αντιπροσωπευτικότερο παράδειγμα αυτού που αναφέρω, το ποίημα: Στα 200 π.Χ.
Ο Καζαντζάκης απ’ την άλλη, έγινε παγκόσμιος χρησιμοποιώντας τη θέση του στην unesco για να μεταφραστεί το έργο του.Πόσο ματαιόδοξος πρέπει να είναι κάποιος για να συμπεριλάβει στους κλασικούς, τον εαυτό του.
υγ.κι αυτό το επίθετο “αλεξανδρινός”, πόσο πολύ υποβαθμίζει τον μέγιστο Καβάφη.δεν έχω ακούσει ποτέ για λονρέζο, παριζιάνο, καλιφορνέζο.Μόνο για σμυρνιό έχω ακούσει κι εκεί βρίσκεται η ρίζα του κακού αυτής της ατυχέστατης τοπικιστικής περιγραφής για τον Καβάφη.
@ 3
Ξεχάσατε και τα (αποδεδειγμένα) περί μασονίας του Καζαντζάκη…
Πάντως, πολύ θα ήθελα να ήμουν (έστω και ωτακουστής – κυρίως αυτό) στη συνάντησή τους 🙂
@ 3, @ 4
Κατακρίνετε πολύ εύκολα τον Ν. Καζαντζάκη…
Ο Καζαντζάκης είναι πολύτιμος συγγραφέας για τις ηλικίες μέχρι τα 20-22. Αν τον διαβάσατε μεγαλύτεροι, εσείς χάσατε. Αν δεν τον διαβάσατε ποτέ, δεν έχετε δικαίωμα να κρίνετε. Αν τον διαβάσατε έως τα 20-22 και δεν σας έκανε καμία εντύπωση, μόνο αυτό μπορώ να δεχθώ και να συζητήσω.
Το να δέχεστε άκριτα τις διάφορες υπερβολές και οξύτητες (όπως π. χ. του Ρένου Αποστολίδη) για τον Καζαντζάκη, δεν σας περιποιεί τιμή.
Χωρίς τον Καζαντζάκη, ένα μεγάλο μέρος των ελλήνων αναγνωστών θα έμενε αφώτιστο και κολλημένο στον επαρχιωτισμό του ή στον επαρχιώτικο ελιτισμό του. Τουλάχιστον, αν θέλετε, ο Καζαντζάκης συνδύασε τον επαρχιωτισμό των ελλήνων με τους ευρύτατους ορίζοντες ενός πνευματικού ελιτισμού.
Εγώ τουλάχιστον έμαθα κάποια πράγματα και μου κέντρισε το ενδιαφέρον για τον βουδισμό, τη φιλοσοφία (Νίτσε, Μπερξόν), τον μυστικισμό (χριστιανικό και μη).
Δεν ισχυρίστηκα ότι ο Καζαντζάκης είναι μεγάλος συγγραφέας, αλλά ισχυρίζομαι ότι είναι μια μοναδική, ιδιαίτερη και σημαντική αξία μέσα στα νεοελληνικά γράμματα.
@3
κύριε Καλογήρου, όσον αφορά το “Στα 200 π. Χ.”, διαβάζεται και ανάποδα (“Για Λακεδαιμονίους να μιλούμε τώρα!”, κυριολεκτικά…). Μέσα απο την καβαφική ειρωνεία παρουσιάζονται δύο ισοδύναμες απόψεις-θεωρήσεις (χαρακτηριστικό παράδειγμα, οι “Νέοι της Σιδώνος”).
Και βέβαια ειρωνεύτηκε τον ξεπεσμό των ελληνιστικών χρόνων… Αλλά ποιος σας είπε ότι δεν αυτοειρωνεύτηκε κιόλας; Το γεγονός ότι όλα του τα ποιήματα που αφορούν την ιστορία, τα αντλεί απο εποχές παρακμής της Ελλάδας κάτι σημαίνει…
Ο Καβάφης ασφαλώς και γνωρίζει πολύ καλά τις αξίες των εποχών… Επομένως γνωρίζει και τη μέγιστη αξία της κλασικής εποχής. Αλλά, απο την άλλη, γνωρίζει πολύ καλά και την ιστορία άλλων εποχών, όπως γνωρίζει καλά και την εποχή του…
Η κλασική εποχή περιέχει τα αιώνια και άφθαρτα πρότυπα των ελλήνων. Τόσο μακριά απο τους νεοέλληνες όμως, όσο και οι ουτοπίες μας και τα όνειρά μας…
Αλλά η μοντέρνα εποχή και, πιο συγκεκριμένα, οι νεώτεροι έλληνες, βρισκόμαστε μάλλον εγγύτερα της ελληνιστικής – ρωμαϊκής επαρχίας που λεγόταν (ψωρό)-Ελλάδα.
Ο Καβάφης, κατα τη γνώμη μου, θέλει να παραδειγματίσει μέσω ομοίων εποχών με την μοντέρνα. Γι’ αυτό και αναφέρεται σε εποχές “παρακμής” των ελλήνων. Τους ύμνους περί των “αρχαίων ημών πρόγονοι” τους αφήνει για άλλους…
Όσο για την “ατυχέστατη τοπικιστική περιγραφή” “Αλεξανδρινός”, την χρησιμοποιεί ο ίδιος ο Καβάφης… (“που γι’ Αλεξανδρινό γράφει Αλεξανδρινός”).
Κύριε Ράπτη,
αντί απάντησης θα σας παρέπεμπα σ’ ένα παλιότερο και εκτενές σχόλιό μου για τον Καζαντζάκη στο Ποιείν, 2-3 χρόνια πριν, αλλά…
Δεν έχω τον χρόνο τώρα, αλλά θα επανέλθω – αν όχι απόψε, αύριο ή μεθαύριο. Σας ευχαριστώ πάντως για την αφορμή που μου δίνετε
Γράφονται πολλές φορές πράγματα που αναπαράγουν στρεβλώσεις σχολικών εγχειριδίων. Όπως “ξεπεσμός των ελληνιστικών χρόνων”. Ξεπεσμός σε σχέση με τι; Με τον 5ο αιώνα; Και η Σικελική Εκστρατεία δεν ήταν ξεπεσμός; Ή μήπως στα ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια έλειψε η πολιτιστική δημιουργία;
Τoυλάχιστον στο θέμα της ποίησης, στα ελληνιστικά χρόνια έχουμε όχι μόνο μια σημαντικότατη ανανέωση του είδους αλλά κ το ουσιαστικό ξεκίνημα της φιλολογίας με αναλύσεις της ομηρικής γλώσσας κ γενικά των μορφών παλαιότερων ειδών, δημιουργία λεξικών κ.α.
Φίλε Κώστα έτσι είναι όπως τα λες. Βλέπεις όμως ότι η λέξη παρακμή χρησιμοποιείται τόσο αβασάνιστα που στο τέλος διαστρεβλώνει κι αυτή την έννοια της ιστορικής διάρκειας. Δηλαδή πότε υπήρξε η ακμή; Η συνολική ακμή της ανθρωπότητας. Πρόκειται για μονομερείς θεάσεις όπου κυριαρχεί το στοιχείο της έλξης του θανάτου. Λες και τα ‘χουμε βρει με τη ζωή και πλέον είμαστε έτοιμοι να συνομιλήσουμε με το υπερπέραν.
δεν μίλησε κανείς για παρακμή και ακμή.μόνος σου μαλώνεις με τις έννοιες που εσύ έβαλες στην κουβέντα.πάντως, δεν βλέπω καμιά ουσιώδη πολιτισμική προσφορά της φιλολογικής ανάλυσης του Ομήρου.περισσότερο κακό έκανε παρά καλό.
Δε μίλησε κανείς; Δες σε παρακαλώ τα σχόλιά σου. Όσο για τη φιλολογική ανάλυση του Ομήρου
δεν θα τον ήξερες ούτε σαν όνομα, αν δεν υπήρχαν οι αλεξανδρινοί γραμματικοί. Πρόσεχε τι λες!
ένα σχόλιο έκανα και το είδα αρκετά καλά.
μίλησα για ξεπεσμό.που έρχεται πάντα όταν σε καταβάλλει μεγαλομανία.
θα προτιμούσα έναν αλεξανδρινό ισάξιο ή καλύτερο του Ομήρου, παρά τις φιλολογικές αναλύσεις τους.
Κι εγώ για “ξεπεσμό” μίλησα, ο οποίος δεν υπάρχει. Ούτε είναι δυνατό να γράφονται Ιλιάδες, ούτε να φτιάχνονται ζωοφόροι του Παρθενώνα κάθε λίγο και λιγάκι. Δηλαδή τι; Όλα τα υπόλοιπα είναι παρακμιακά;
όσο για το ότι ο Καζαντζάκης είναι χρήσιμος στα 20-22, τι είναι πάλι τούτο;υπάρχουν συγγραφείς κατάλληλοι για μια ηλικία και ακατάλληλοι πέρα αυτής;στα 20-22 πόσα πράγματα έχει προλάβει να διαβάσει κανείς για να αντιληφθεί το μέγεθος του Καζαντζάκη;και ο paolo coehlo είναι σημαντικός συγγραφέας για τις ηλικίες μεταξύ 15-16 με την ίδια λογική.θα πρέπει να σταματήσει η κριτική εκεί;τέλος πάντων, εδώ είναι μια ανάρτηση που αφορά τον μέγιστο Καβάφη, τον μεγαλύτερο Έλληνα μοντερνιστή και τον μόνο που μπορεί να σταθεί δίπλα στον Σολωμό, κατά τη γνώμη μου.
Ειλικρινά θα ήθελα να ξέρω σε τι εξυπηρετούν, κύριε Καλογήρου, οι μεγαλοστομίες για τον Καβάφη και τον Σολωμό, όταν ακόμη και τα γυμνασιόπαιδα γνωρίζουν, όσο τέλος πάντων γνωρίζουν. Εθνικός μας ποιητής, αν επιτρέπεται η κατάχρηση του όρου “εθνικός”, είναι ο Όμηρος. Και κακά τα ψέματα, τον Όμηρο τον ξέρουν και οι Ιάπωνες…
Ναι, θεωρώ ότι ο Καζαντζάκης είναι πολύτιμος για εφηβικές ηλικίες και πως υπάρχουν συγγραφείς που είναι ακατάλληλοι για κάποιες ηλικίες (εννοώντας οτι δε θα γίνουν κατανοητοί), όπως και συγγραφείς που ενδείκνυνται για άλλες ηλικίες (εννοώντας πως θα προσφέρουν τα μέγιστα που μπορούν).
Ας μην παραγνωρίζουμε επίσης, την υπέροχη γλώσσα του καζαντζακικού ιδιώματος (στα μυθιστορήματά του π.χ.) που παιδαγωγεί με την ακρίβεια και την κυριολεξία της, όπως επίσης και τις πολύ καλές αφηγηματικές και μυθοπλαστικές του ικανότητες. Αν ένας νέος καταφέρει να εισχωρήσει στον κόσμο των καζαντζακικών πεζογραφικών έργων, θα γοητευτεί πολύ και θα αποκομίσει πολλά πράγματα. Το ζήτημα είναι να τα καταφέρει, διότι, όπως είπα και πριν, πρέπει να μιλάμε για καζαντζακικό γλωσσικό ιδίωμα…
Ο Καβάφης είναι διεθνώς αναγνωρισμένος και σπουδαίος ποιητής. Δεν αμφισβητείται -και δικαίως- η μεγάλη αξία του.
Υπάρχουν όμως περιπτώσεις, όπως του Καζαντζάκη, που δυσφημίστηκαν και εξακολουθούν να δυσφημούνται (εδώ στην Ελλάδα συνήθως), με άδικο τρόπο κατα τη γνώμη μου.
Με άδικο τρόπο γιατί, αν θέλετε να πάμε στην ουσία του θέματος (με κάποια άλλη ευκαιρία ίσως), θα έπρεπε να μιλήσουμε για την σχέση του Καζαντζάκη με τις θρησκείες και με τον θεό, τη σχέση του με τον πατέρα του και με τον έρωτα.
Δηλαδή να πάμε στην κοσμοθεωρία του και στην ζωή του, όπως αντίστοιχα να κάναμε και την σύγκριση, στο ίδιο επίπεδο, με τον σαφώς ωριμότερο και σοφότερο Καβάφη.
Αλλά το πώς εξασφαλίστηκε η παγκοσμιότητα του Καζαντζάκη και το αν ήταν μασόνος (απο τους… “άθεους, φραγκμασόνους”, που λέγανε κάποτε και για τον Βολταίρο δηλαδή…), είναι άλλα θέματα και ελάσσονος σημασίας.
Αν δεν άξιζε η “παγκοσμιότητά” του, δεν θα είχε περάσει. Και είναι θεμιτό να ζητήσει και την μετάφραση των δικών του έργων όταν ήταν στην Unesco. Μακάρι να το είχαν καταφέρει και άλλοι…
Κύριε Ράπτη,
επιτέλους βρήκα τα παλιότερα σχόλιά μου σε μιαν ανάρτηση για τον Καζαντζάκη. Δεν έχω αλλάξει γνώμη και σας παραπέμπω εκεί:
http://www.poiein.gr/archives/3379/index.html#comments
κ. Ψαραδάκη, διάβασα τα δύο σχόλιά σας για τον Καζαντζάκη. Είμαι σύμφωνος με τη γνώμη σας και την κρίση σας, με δύο ενστάσεις όμως.
1. Τα περί μασονείας του Καζαντζάκη δεν τα γνωρίζω και δεν τα έχω ακούσει ποτέ, γι΄ αυτό και είμαι δύσπιστος. Θεωρίες συνομωσίας μου μυρίζουν. Αλλά και αλήθεια να είναι, σας παραπέμπω στο σχόλιο μου αρ. 17.
2. Για το γεγονός ότι ο μύθος του Καζαντζάκη είναι ισχυρότερος απο το έργο του -ιδιαίτερα στην Κρήτη, δεν φταίει ο Καζαντζάκης αλλά ο ελληνικός λαός, που εύκολα μυθοποιεί, όμως πολύ λίγο διαβάζει.
Υ. Γ. Ας μην ξεχνάμε και τις εθνικές και τοπικιστικές παραμέτρους…
Κύριε Ράπτη.
ο ισχυρισμός μου περί μασομίας του Κ., δεν είναι επινόησή μου ούτε, πολύ περισσότερο, αποτέλεσμα συνομωσίας – εμείς οι Έλληνες, ιδίως, έχουμε μια κλίση προς αυτό 🙂
Πριν από μερικά χρόνια υπήρξε ένα τεκμηριωμένο δημοσίευμα -και μάλιστα “σαλόνι”- στο κυριακάτικο Βήμα – αν το βρω στο αρχείο μου, θα σας ενημερώσω.
Τα περί μύθου, που σημειώσατε, συμφωνώ – αν και πιστεύω ότι συνέβαλε τεχνηέντως και ο συγγραφέας.
Να προσθέσω, σήμερα, και τα εξής:
Η λογοτεχνία γράφεται με λέξεις, όχι με ιδέες. Ο Κ. έκανε μια λογοτεχνία ιδεών, με λέξεις που δεν έχουν αντίκρισμα – αυτό είναι χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς του. πιστεύω, μιας και μπορούμε να πούμε ότι (με όσα δανείστηκε) έγινε sui generis, χωρίς όμως να δημιουργήσει “σχολή”, εκτός από κάποια θλιβερά κακέκτυπά του στην Κρήτη.
Θα μου επιτρέψετε, επίσης να πω ότι, αν ήθελα να μάθω κάτι για φιλοσοφία, χριστιανισμό, ζεν κλπ., θα προσέφευγα στις πρωτότυπες πηγές, χωρίς τη διαμεσολάβησή του Κ.
Τέλος, μιας και στην παρούσα ανάρτηση ετέθη το θέμα ακμής – παρακμής, Όμηρος – Ελληνιστική εποχή κλπ., θεωρώ -και δεν είμαι ο μόνος- ότι οι μεταφράσεις που έκανε στα ομηρικά έπη, σε συνεργασία με τον Κακριδή, είναι ό,τι χειρότερο έχουμε στην ελληνική γλώσσα.
Σας ευχαριστώ και πάλι για την ευκαιρία που μου δώσατε.
Θα ηθελα να μαθω εαν υπηρξε συναντηση Καβαφη και Καζαντζακη και εαν υπηρξε καποιος διαλογος μεταξυ τους.Θα παρακαλουσα πολυ εαν υπαρχει αυτη η πληροφορια και αυτος ο διαλογος θα ηθελα να ενημερωθω.Τον χρειαζομαι για μια διατριβη που κανω για το Θεατρο.Ευχαριστω εκ των προτερων.Γιωργος Χριστοδουλου.
e-mai: giorgos@theatromeli.gr
Ο Αλεξανδρινός Καβάφης διέσωσε και διέδωσε… , το αρχαίο ελληνικό πνεύμα που προορίστηκε να παγκοσμιοποιηθεί και να διαχυθεί, για να μην εξαφανιστεί.
Ποιο ακριβώς αρχαίο ελληνικό πνεύμα όμως…αυτό το οποίο ήθελαν να διασώσουν και οι Αθηναίοι κλασικορομαντικοί; Αυτό στο οποίο στρέφεται η Ελλάδα με στείρο και άγονο τρόπο; Ας το διαχωρίσουμε αυτό. Όσο για τη διάχυση του αρχαίου ελληνικού πνεύματος, αυτό είναι ένα άλλο μέγα θέμα.
Ας μην παραγνωρίζουμε επίσης, την υπέροχη γλώσσα του καζαντζακικού ιδιώματος (στα μυθιστορήματά του π.χ.) που παιδαγωγεί με την ακρίβεια και την κυριολεξία της, όπως επίσης και τις πολύ καλές αφηγηματικές και μυθοπλαστικές του ικανότητες.
Συγγνώμη αλλά αν παιδαγωγούσε αυτή η γλώσσα με τοσυγκεκριμένο τρόπο που είναι ακριβής αλίμονό μας…ο Καζαντζάκης έγραψε τη στιγμή της αδιαμόρφωτης ακόμα στην αντίδραση ως προς την καθαρεύουσα δημοτικής που, όπως απεδείχθη καθόσον η γλώσσα είναι ζωντανή, παραμερίστηκε ή βρήκε διάδοχες καταστάσεις, ευτυχώς.
όσο για αφηγηματικές ικανότητες, ας είναι καλά ο Βιζυηνός…
To Nίκο Καζαντζάκη για να τον καταλάβετε ανεξάρτητα αν έχετε διαβάσει όλα του τα βιβλία πρέπει να διαβάσετε ένα δείγμα πάνω από 1000 ιδιοτικές επιστολές του που είχε στείλει σ’όλο το κόσμο από το 1900-το 1955. Για αυτό,ενημερωτικά
Σας συστήνω να διαβάσετε τρία βιβλία μου.1)ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ -ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ΤΕΚΜΗΡΙΑ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ (2016) Θα βρείτε τεκτονικές αλληλογραφίες2)Ο ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ΣΤΟ ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ ΤΟ 1914 ΤΕΚΜΗΡΙΑ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΚΕΨΗΣ (2017) Θα δείτε τη πίστη του Ν.Καζαντζάκη και 2) ΔΟΜΗΝΙΚΟΣ ΘΕΟΤΟΚΟΠΟΥΛΟΣ (2018) Λιθογραφίες έργων του Θεοτοκόπουλου με κριτική των έργων από τον Ν.Καζαντζάκη κατ’έντολή-συμφωνία του Δημήτρη Δημητράκου .το 1950.