Η ερωμένη του παπά

Όταν πέθανε ο δύστροπος παπάς
αγωνιστής της ΕΟΚΑ πρώην
κακόθυμος με τα χρόνια
και ακριβός στις κηδείες και τα βαφτίσια,
την παράλυτη παπαδιά
την κουβαλούσαν για μέρες
στα χέρια δυο λιγνές Φιλιππινέζες.
Σύντομα την έθαψαν κι αυτή
στιν ίδιο τάφο
ίσως μαζί με τις Φιλιππινέζες.
τώρα τα αυτοκίνητα σταθμεύουν ελεύθερα
μπροστά στο έρημο σπίτι,
λίγο ακόμη να τα βάλουν να κάθονται
μέσα στον κήπο οι παλιάνθρωποι.
Όμως μια άγνωστη γυναίκα τούς εμποδίζει
διαβάζει το όνομά της
και σηκώνεται
από κρυφό ημερολόγιο
φροντίζει με επιμέλεια τα πράγματα
ανάβει τα κλιματιστικά να μη μαγκώσουν
σκουπίζει, σφουγγαρίζει,
ξεσκονίζει τις τριανταφυλλιές
μαζεύει τα ξεραμένα φύλλα
ανοίγει αυλάκια, κλαδεύει
ύστερα προχωρά
και χάνεται μέσα στο χώμα.

Κάποτε ήμουν ποταμός

Το τραγούδι μας, ψιθύρισες
το θυμάσαι;
Δεν θυμάμαι τίποτα πια
εδώ και πολύ καιρό
έχω λιμνάσει
με γέννησε ένας καταρράκτης
που τρέχει χωρίς μνήμη αδιάκοπα
που τρέχει πολύ νερό αδιάκοπα
δεν σταματά
αποκομμένος από την πηγή του
ενσωμάτωσε όλο το μήκος της αποδημίας του
και το πλάτος της έλλειψής του
βάθος μού ζητάς
αλλά σε λίγο ρηχό ρυάκι θ’ απομείνω
και μετά θα ξεραθώ
σε μακρύ αποτύπωμα
μόνο να κελαρύζω μπορώ
την επικείμενη αφυδάτωσή μου.

Σε πελάγη ευτυχίας

Τελευταία
όλο συχνότερα αποδράς
περνώντας τη γραμμή του ανεπίστρεπτου.
Χλωμή κουκκίδα γίνεσαι
όχι σε ορίζοντα
αλλά σε πέλαγος πλατύ
της ευτυχίας.
Βρεγμένη επιστρέφεις
απόμακρο κι αλλόκοτο
προσπαθώ να σε σκουπίσω
με άπειρο στεγνό και σίγουρο
που ελευθερώνω
μετατοπίζοντας ένα βουνό
όμως λιγότερη κάθε φορά σε βρίσκω
θολή η χαρά σου
έχει πια
το χρώμα του νερού
και η αφή σου
είναι το άυλο
που με χαιδεύει
όταν δεν νιώθω τίποτα.
Επίμονα σε ρωτώ:
Έχω ένα δικό μου ήλιο
κρυμμένο σε ασημάδευτη θάλασσα
τώρα που οι πάγοι λιώνουν
να τον ανάψω;
Διψά πολύ να φέξει ξηρασία.
Δεν απαντάς;
Τότε γιατί επιμένεις να επιστρέφεις;
Είδες ζωντανό στους νεκρούς να επανέρχεται;
Γιατί επιμένεις να επιστρέφεις;
Κάθε φορά
πιο ξένη πλησιάζεις
κάθε φορά
σαν άλλη διαρκώς απομακρύνεσαι.

Κλάδος ελαίας

Έφτιαξαν προσεκτικά τον κλάδο ελαίας
ξέχασαν μόνο να αφαιρέσουν τις ελιές,
βαριές ελιές
σαν μυλόπετρες
του λυγίζουν το σβέρκο
κάνει να τις κόψει
να τις ξεζουμίσει μες τα χέρια του
τα χέρια του γεμίζουν λάδια και αίματα
τα στραγγίζει σε τενεκεδένιο δοχείο
το αίμα επιπλέει του λαδιού,
έρχεται σοδειά καλή
νεκρών, είπε.

Προσκλήτήριο

Θα έρθουνε οι παλιοί του φίλοι
θα εγκαταλείψουν τις κρυψώνες τους
και θα εμφανιστούν στη γειτονιά
όπως τριάντα χρόνια πριν.
Θα έρθουνε οι παλιοί φίλοι,
ο Γιώργος πίσω από το μεγάλο δέντρο
ο Νικήτας μέσα από τη μισοχτισμένη πολυκατοικία
ο Νίκος από παλιό κρησφύγετο του χρόνου
η Μαίρη ως παλινδρόμηση ονείρου
αλλά κι ο Γιαννάκης ο αφανέρωτος
κρυμμένος καλύτερα απ’ όλους
μέσα στο μνήμα του.

Βιογραφικό
Ο Γιώργος Χριστοδουλίδης γεννήθηκε στη Μόσχα το 1968. Σπούδασε δημοσιογραφία στο Πανεπιστήμιο Λομονόσοφ της Μόσχας. Ζει και εργάζεται στη Λευκωσία ως δημοσιογράφος. Για την πρώτη του ποιητική συλλογή Ένια (Εκδόσεις Ατέλεια, 1996), πήρε το Α΄ Κρατικό Βραβείο Νέου Λογοτέχνη, ενώ για τη δεύτερη ποιητική του συλλογή “Ονειροτριβείο” (Γαβριηλίδης, 2001) βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Το 2005 (Γκοβόστης) εξέδωσε την τρίτη του ποιητική συλλογή «Εγχειρίδιο Καλλιεργητή».

Η συλλογή «Το Απραγματοποίητο» είναι η τέταρτη του ποιητική προσπάθεια.

Ποιήματά του Χριστοδουλίδη μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες και συμπεριλήφθηκαν σε ελληνικές και ξένες ανθολογίες, ενώ ο ποιητής εκπροσώπησε την Κύπρο σε πολλές ποιητικές συναντήσεις στο εξωτερικό.