Αρ.3 (1971)

JAZZ

Στον Σάκη Παπαδημητρίου

Όχι μικρά αιολικά ψιθυρίσματα
Μουσική δωματίου με μια σιωπή
Περιφερόμενη
Δείχνοντας με το δάχτυλο την ψυχή των πραγμάτων
Ούτε κλασσικές συμφωνίες
Με μια ανθρωπότητα πυκνή-πυκνή και ενωμένη
Σα μυρμηγκοφωλιά
Κιʼ όλον τον κόσμο τούτο
Τόπο πολύ μικρό για τη χαρά

Παράθυρο νʼ αφήσεις το βλέμμα σου
Δεν υπάρχει
Δεν υπάρχει

Το βουνό της συμπόνοιας
Ο λάκκος της αλληλεγγύης
Το έλος της πίστης
Τα λέπια της Ελπίδας
Τα λύτρα της συνουσίας

Υπάρχουν κροταλίες άμμοι
Κροτίδες του Έρωτα
Ο Χριστός αυτοχειριάζεται
Ο Χρόνος ανοίγει διάπλατα τα διοράματά του
Πέφτει το κακοφορμισμένο σπειρί του μέλλοντος
Γκρεμίζεται το αμμοκονίαμα του γάμου
Πριν γίνει μοιχεία
Κομήτες δαγκάνουνε με λύσσα τις ουρές τους
Καμωμένες από σπίθες
Ο Γαλαξίας κουλουριάζεται σα φίδι στις κοιλιές
Χειροβομβίδες πετούν σαν χρυσαλίδες στα χέρια
Στρατιωτών
Ανακαλύπτεται καινούριο αλφάβητο
Δίχως να συνταιριάζεται σε λέξεις
Το ρ θα λείπει από τον Καίσαρα
Το κ θα λείπει από την Καισαριανή

Χρώματα θα τεντώνουν τις χορδές τους
Εκκωφαντικά

Ερμαφρόδιτος θα είναι ο άνθρωπος του μέλλοντος
Θʼ ανακλαδίζει ηδονικά τα μέλη του
Πετώντας στο διάστημα
Θα αγκαλιάζεται εναέρια με πουλιά

Θα πίνει τη μελαγχολία σαν καφέ
Χωρίς ζάχαρη

Ήχος θα τρίβεται στον ήχο σαν τσακμακόπετρα
Αρπάζοντας φωτιά
Ο καϋμός του θα μοιάζει σαν το βώδι
Που μουγκρίζει
Σα φρύδι που θα μεταναστεύει από το πρόσωπο
Κιʼ η σάλπιγγα του Satchmo
Θα σύρει μια φωνή που θʼ αναιρεί
Ό,τι δημιουργήθηκε μέχρι την ώρα αυτή…

ΟΧΗΜΑΤΑ
(Με τους μαιμάκτες με τους μαιμάσσοντες)

Τμήμα της Τρίτης Λεωφόρου
Με τον αφρερό ποταμό των προβολέων
Εκτυφλωτικώτερο κιʼ από τρεις ήλιους
Ορμάς με μάνητα στο Χάρλεμ
(Με τους μαιμάκτες με τους μαιμάσσοντες)
Σαχάρες ηρωίνης ύφαλοι της καρδιάς
Δόντια αφρός και ενέσεις ενδοφλέβιες
Μεγάφωνα διαφημίζουνε τα πεπρωμένα της φυλής
Σαβούρες αρμενίζοντας στου ανέμου τη φουρτούνα
Σάπια οπωρικά και ήπειροι με απορρίματα
Γιαπιά με γόους αψιδωτούς και στερρά σπέρματα
Σωσιμελείς σκιές εκεί «ψυχή γυαλίζεις σα χρυσόμυγα»
Σαν κάτουρο στον ήλιο οικοδομές κιʼ ολονυχτίες
Μια λιτανεία χρώματα βάφει τον ουρανό
Δόντια αφρός χείλη σαρκώδη σα μισά ροδάκινα
Ηλεκτρικά ανάβουνε το αίμα μες στις φλέβες
Σωσιμελείς σκιές για κίναιδους εκεί ψυχή
Γυαλίζεις σαν χρυσόμυγα βαρειές οσμές ακαθαρσίες
Και βλέννα
Μια ρημοσκότεινη φυλή
Με μόνην αρετή το κάτασπρό της σπέρμα
Τμήμα της Τρίτης Λεωφόρου
Με τους αφρούς του μέλλοντος
Ορμάς με μάνητα
Του Χρόνου τον Τροχό
Κυλάς
Και συ
Πατρίδα μου σιωπάς
Τυλιγμένη σε παχειά έντερα λέξεων…

ΠΡΟΣΕΥΧΗ

Κύριε
Αν υπάρχεις έστω και σα μόριο
Αν η πνοή σου δονεί τα έγκατα της γης
Αν πράγματι πετάς στους ουρανούς
Μείγμα γαλάζιου και λευκού
Αν η μεγαλοθυμία κιʼ η προνοητικότητα
Παίρνουν το σχήμα της πτυχής του χιτώνα σου
Αν είσαι Επόπτης
Αν είσαι Προβλεπτής
Αν καιροφυλακτείς στου δέντρου τον φλοιό
Αν στη φτερούγα του πουλιού το πνεύμα σου
[εμφωλεύει
Στις λαδωμένες μηχανές στα πιεστήρια
Αν των ματιών σου οι βολβοί
Κυλούν πυρακτωμένοι απʼ άστρο σʼ άστρο
Κύριε
Συγχώρα με μα δεν μπορώ να πιστέψω σε σένα

Τι ζητάς Κύριε από μας
Άνθρωποι απλοί και προκατειλημμένοι
Ζούμε κάτω από το βάρος της απουσίας σου
Τρώγουμε τους ευλογημένους καρπούς σου
Με σώματα ετοιμόρροπα απʼ το μόχθο
Μα το φτενό φυτίλι της ψυχής μας
Κύριε
Δεν φαιδρύνει ποτέ τη φούρκα του προσώπου σου
Ενύσταξε η ψυχή μας
Κύριε και Δέσποτα της ζωής μας
Ενύσταξε
Από την αργολογία
Από την αδολεσχία
Η καρδιά μας τρυπήθηκε
Με τα κέρατα της δυσειδαιμονίας
Με τις γυάλινες λαμπηδόνες της διαφθοράς
Η καρδιά μας
Τυρώθηκε σαν γάλα
Με την παταγώδη βλακεία σου
Κύριε Κύριε
Σβύσε τα πυρωμένα βέλη του πονηρού
Κατάπαυσε τα πολύηχα κύματα πια
Κατάστειλε την επανάσταση της σάρκας
Αν είναι πράγματι η ειδή σου
Κιʼ απʼ τον παράδεισο ωραιότερη
Βοηθός και Αντιλήπτωρ
Ναι
Αλλά γιατί αυτή η Σιβηρία της Θλίψης
Τόσοι λαοί απεγνωσμένοι και αχθοφόροι
Τα τρισεκατομμύρια δάκρυα
Το αλάτι στις πληγές
Τα βρασμένα αυγά στις μασχάλες
Χωρίς ποτέ να μπει κανείς στον νυμφώνα
[της δόξας σου
Και πάντοτε σε κάθε βήμα να συναντούμε
Την πολικήν αρκούδα του κέρδους
Το γουρλωμένο μάτι του πλούτου
Τις κυνοθρασύτατες αρχές
Τους κόλαφους της εξουσίας στα μάγουλα
[των ταπεινών
Το ατσάλι των μεγιστάνων
Τις εξώσεις των φτωχών
Τις εξορίες των δικαίων
Τους διωγμούς των αθώων
Τους καλπασμούς του πολέμου
Τις αιματόβρεχτες αχτές
Το αίμα που καπνίζει στα πρόσωπα
Από χρόνους αμνημόνευτους
Τις ανεπούλωτες πληγές
Τα βρέφη με χείλη
Σαν αχτίδες σφαγμένα στις φασκιές
Ω
Παντοδυναμότατε
Φορές-φορές
Θαρρώ
Δεν είσαι τίποτα
Άλλο παρά ένα
Δαγκανιάρικο
Σκυλί…

ΗΡΩΙΝΗ

Τρυπάς την ήδη διάτρητη φλέβα
Με μια βελόνα συνήθως βρώμικη
(Το μάτι της βουλώνει κάποτε
Με μια σταγόνα αίμα) και όπως
Τραβιέται μέσα του το υγρό
Τα μάτια σου γλαρώνουνε
Τα νεύρα χαλαρώνουνε κιʼ αυτά
Σαν καρχαρίες που κολυμπούνε στα ρηχά
Νοιώθεις ένα συντάραχο νοιώθεις
Ένα κύμα να σε ξεβράζει
Έναν κλυδωνισμό νοιώθεις να κρέμεσαι
Από μια χορδή μια πλημμύρα
Σου ξερριζώνει την καρδιά σʼ εξουθενώνει
Και πέφτεις απʼ τη μια παράκρουση στην άλλη:
Ο φονικός ορίζοντας πίνει την πάγκαλη μορφή του
Τα τόσο γλυκά μπράτσα του τώρα ανεδεύουν
[την αυγή/
Χαμογελά σαν ρόδο που μαραίνεται μα κλείνει
[πονηρία/
Πίσω απʼ την πόρτα της Σιωπής κλειδώθηκε
[με πάθος/
Ποίηση πλατειά χοάνη της αλίκτυπης ψυχής/
Ποίηση φωτεινέ λαβύρινθε του μίτου της ψυχής/
Μέγαιρα με δρεπανηφόρα δόντια και πικρά μαλλιά/
Θαλάσσιο κήτος που ποθείς να ζήσεις στη στεριά/
Μπλέκεσαι σε κουβάρια λέξεων εκδίκηση ζητάς/
(Ποιητές που μʼ επηρέασαν: ο Spender, ο Larbaud
ο Σολωμός ο Κάλβος)
Είναι υπεργλυκύτατος σαν ανθισμένος ύπνος/
Το κάστρο τρέχει με τα κανόνια του καταμεσίς/
[πελάου
Ο Κολόμβος στο δεύτερο ταξίδι του βρήκε
[το Πορτορίκο/
Παγώνια με κραυγαλέα χρώματα σφάζουν το μεσημέρι/
Αστυνομικά αυτοκίνητα με τα διαβολικά στρέπταιγλα
[φώτα/
Η Ελευθερία σβύνει με μια βαθειά εκπνοή όλους
[τους λυχνοστάτες/
Ξένα μίσθαρνα όργανα νέμονται για καλά
[την Ελλάδα/
Πτώματα λέξεων περιττών σαν πατημένα σκαθάρια/
Η εκκαθάριση τους είναι και αυτή ένας ηράκλειος
[άθλος/
Έρωτας εθελότυφλος διαπρύσιος και εθυμοτυπικός
Ανίκανος νʼ αναπροσαρμοστεί σε ανθρώπινες/
[αδήριτες ανάγκες
Ο Ρεμπώ και ο Βερλαίν
Πιασμένοι χέρι-χέρι
Σπρωγμένοι από τον άνεμο
Σαν λασπωμένα φύλλα…

Ο Πωλ Ρεμπώ κιʼ ο Αρθούρ Βερλαίν
[πιασμένοι χέρι-χέρι
παράνομοι κιʼ απόκληροι
[τραβούνε γιʼ άλλα μέρη
Κυνηγημένοι απʼ τις αρχές λες κʼ έσπειραν πανώλη
Τα σπίτια των αστών βρωμούν λιβάνι και λυσόλη
(Σκιές πετούνε με μωλωπισμένα φτερά αγόρια
Γερασμένα πρόωρα προβάλλουν από των άστρων
Τα διάκενα απαγγέλοντας ρίμες μελαγχολικές ενώ
Μαδούνε τις προαιώνιες μαργαρίτες τα
Δύστυχα πέταλά τους ραίνουνε με χαμόγελα
Σωφροσύνης τα χώματα της δολοφονημένης γης
Η νύχτα φεύγει φορώντας κατάσαρκα μια
Μαύρη φυλλωσιά νάμα στα φρυμένα από
Το πάθος μέτωπα τύραννοι νανοκέφαλοι
Τρομοκρατούν το ναρκωμένο μας λαό τον
[λυκοδίωκτο…
Ο Αρθούρ Ρεμπώ κιʼ ο Πωλ Βερλαίν
[με πλαστά διαβατήρια
Οφθαλμοπόρνοι κωμαστές τυρβάζουν στα ουρητήρια
Βυσσοδομούν και φωνασκούν
[σε ξένα κρατητήρια…
(Ένας άλικος φθόγγος ανοίγει το πυρακτωμένο
[στόμα του και καταπίνει τη μουσική οιμωγή
[του ανέμου…)
…Η ωραιολογία στην Ποίηση είναι όπως
[η στωμυλία στην Δημοσιογραφία…
Κύματα ελατήρια
Πηδηχτά σαν κατσίκια
Νεοσύλλεκτοι νεκροί κατά τετράδες
Με τον οξειδωμένον οβολό της πατρίδας τους
Κάτω από τη γλώσσα…
«Όλβια
Χώρα
Των
Ελλήνων
Εσύ
Οίκε του κάθε επουράνιου»
Τόπος Κρανίου
Κονάκι της στενοκεφαλιάς
Και κουλουμούντρι του κάθε
Συνταγματάρχη Τουρκοσπορίτη Καραβανά…
Το πέλαγος αφρόκοπο σαν πλούσιο περιβόλι
Βγάζει τις δύσοσμες αρβύλες
Τα βρώμικα άθλια περιπόδια
Και αμφιπλέκει με καλώδια
Τη μοίρα των Γραικών τις πύλες
Της Θεοτόκου τα εισόδια…
Μʼ έσθητες και με θυρεούς
Κουρσάτωρ ενός ανόητου λαού…
………………………………………………………………….
………………………………………………………………….
………………………………………………………………….
Ανέβηκα την υπόλοιπη
Πλεχτή
Σκάλα
Του ύπνου
Πελιδνός
Ωσότου τέλος
Ξύπνησα
Και χαιρέτησα
Τον κόσμο αυτό με γδούπο
Σαν πέτρα που πέφτει στο πηγάδι…

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ
Στον Νίκο Καχτίτση

Κρεμνά με επιμέλεια
Τα μέλη του επάνω σε καρφιά

Παραπαίει σʼ έναν λαβύρινθο
Με φρέατα και έναστρες φωνές

Αθόρυβα συνθλίβει κάτω από το πέλμα του
Κύτταρα γαλανά σαν την ελπίδα

Πάσχει από γενναιοδωρία και πλησμονή
Ταριχεύει τα πτώματα των ημερών του
Υπνοβατεί με τα πόδια των άλλων

Για νʼ ανέβει ψηλά
Φορά μια πανοπλία από κόκκαλα που
Λάμπουν

Ανάμεσα γνώσης και αθωότητας
Απαξίωσης και πίστης
Κενού και απόγνωσης
Χτίζει κάθε πρωί τη γέφυρα της αγάπης του

Μοιράζεται την ηδονή και την ανάγκη
Με τέτοιαν ισομέρεια
Που το σωστό τους κράμα
Κάμουν το πεπρωμένο του

Με χέρια σκωληκόβρωτα
Περνάει στο κεφάλι του
Στεφάνια από ορίζοντες

Ασφυκτιά από τα μύχια αναβρυτήρια
Του Μαρτυρίου και της Χαράς

Από τα δένδρα όλα μοιάζει το πιο πολύ
Στο άφεγγο κυπαρίσσι

Οι ρίζες του φυτρώνουν ανάστροφα
Από τον ουρανό στο χώμα

Είναι πανδάκρυτος και ροϊκός
Σε στιγμές δύσκολης εκλογής
Εκπορνεύεται
Είναι πάντοτε ο ιστουργός του χάους
Είναι πάντοτε ο τοκογλύφος τʼ ουρανού

Ο καρποφόρος ποταμός αρχίζει από τη ματιά του

Τρυπιέται με την πένα του
Αποσπά μια-μια τις λέξεις
Από το πλευρό του σαν παΐδια

Σαρώνει τα σαρίδια και την άμμο
Με της αναπνοής του τον κυκλώνα
Αναστυλώνει το φως
Με τις ομοβροντίες των πεποιθήσεών του

BEETHOVEN

Η μοναξιά του
Η κακορρίζικη ζωή του
Η πλακουτσή πρόστυχη μύτη του
Τα μάτια του χυμώντας σα δίδυμα γεράκια
Απʼ το κεφάλι του
Τα μαλλιά του σα δάσος από σπίθες
Η θλίψη του που σκούζει σαν χασές που σχίζεται
Το στριγγό γέλιο του σαν ποτήρι που σπάζει
Η δυσκοιλιότητά του
Η απελπισία του…
Οι κίτρινοι ταρταρικοί κοπτήρες του
Οι σεισμικοί θυμοί του
Τα μάγουλά του ζαρωμένα σαν περγαμηνές
Η κάππα του
Που υψώνεται σαν κύμα
Σα μελανή απέραντη Ήπειρος
Σκεπάζοντας τον άθλιο στενό μας τόπο
Που ασφυκτιά από συνουσία και πόλεμο
Η ακηδία του
Η ζηλομανία του
Η αγαμία του…
Η αγαμία του στητή
Σαν κερασφόρος αίγαγρος
Γλιστρώντας στο κενό…
…«Η γλώσσα μου
»πάνω στη γλώσσα σου και δες
»Πώς πίνω όλο το σάλιο σου
»Γιατί είμαστε εραστές!…»
Εγώ όμως
Ποιητής
Ανήσυχος
Εξορισμένος
Τρυπώντας
Ένα πανάρχαιο βουνό με νόμους αδυσώπητους
Και έθιμα σκονισμένα
Μεθώ
Από τον βροντερό καταρράχτη
Της φωνής σου
Ω Πράσινο Ω Πνιγερό Ω Μαύρο Ω Λατρεμένο
Ζητώ να προσφερθώ σαν δώρο στον καθένα
Ζητώ έρωτες τρισμέγιστους και εραστές σαν τίγρεις
Ζητώ να με φιλήσουνε ζητιάνοι μες στο στόμα
Ω Ομηρικέ
Ω Ευρυμέτωπε σαν βώδι
Εσένα στεφανώνω με το Ελληνικό Ωμέγα
Της Ωδής!
Η φαντασία μου παίρνει φωτιά
Με τις σημαίες της μουσικής σου
Ω χτήνος λυρικό
Ω θεϊκή αρκούδα!
Τα κόκκαλα του στέρνου σου
Κρέμονται απʼ τα χέρια
Τʼ ουρανού
Σαν εναέρια άρπα
Από τα διάκενά της
Σφυρίζει ο Χρόνος
Ζοφερός
Σαν έκπτωτος
Μονάρχης…

AMOR, NO TE VAYAS SIN MI
(para Enrique)

Ελκυστικώτερος
Στρεπτότερος από αντιλόπη
Γάργαρος
Σαν εξελληνισμένη λέξη
Απʼ τη φωνήεσσα γλώσσα σου
Πολύφυλλος σα νύχτα
Περιττός σαν δίγαμμα
Γέρνοντας απʼ τα πολλά
Κλαδιά της ομορφιάς σου
Αποσπώντας κομμάτια νύχτας με τα νύχια σου
Βγάζοντας μυθικούς καπνούς απʼ τα μαλλιά σου
Ούτε λευκός ή μαύρος μα χρυσοκίτρινος
Με φλέβες πρισμένες από θαμμένα όνειρα
Με τα μαυρογάλαζα βαρειά μαλλιά σου
Με τον σκοτεινό καθρέφτη του γυμνού κορμιού σου
Με τα τρυφερά φιλιά σου κουδουνίζοντας από μακριά
Με τους πάνθηρες των ποδιών σου
Με το βάκτρο της ήβης σου
Με την κιθάρα της κοιλιάς σου
Με τους σπόρους του στήθους σου
Με τους μαγνήτες της γλώσσας σου
Με τους πανσέδες των ματιών σου
Με την ατελείωτη βροχή των απαριθμήσεών σου
Με το κεφάλι υπνόγερτο από το όπιο
Με το κεφάλι τανυσμένο σαν κραυγή
Σκίζοντας τον αέρα
Έρωτα
Μη με προσπερνάς
Μη με εγκαταλείπεις εδώ πέρα…

Αρ. 2 (1965)

MATER DOMINATRIX

Με μιά σου πνοή
Ηλεκτρικά ρόδα
Λύνονται και πάλι
Συναρμολογούνται.

Σκοινιά γλυστράνε σαν λυγμοί
Είναι οι αρτηρίες μου ώρες
Που τρέφονται με πυρετό
Τα δυναμό του αίματός μου.
Κυκλοφορώ σαν το νόμισμα
Κιʼ απʼ τονα χέρι στʼ άλλο
Πόλεις με πολιορκείτε μʼ εξισώσεις
Με χιλιάδες χημικές ενώσεις
Πάθη από κατράμι εκλάμψεις
Μνήμες τούνελ και συνωστισμούς.

Ποίηση είναι ένας κόμπος ιδρώτα
Δεν είναι όγκος σύννεφου. Φτάνει.

Η σκιά σου σαν βουλιμία
Απέραντη πέφτει πάνω
Στις πράξεις μου μπερδεύεται
Στα βήματά μου αν κι είσαι
Ελάχιστη όπως μια φούχτα στάχτης
Ελέγχεις τη ζωή μου.

Η στοργή σου κυρίαρχη
Και μητριαρχική με φέρνει
Σʼ αδιέξοδο: δανείζεις αιωνίως
Την καρδιά μου. Δεν ξέρω
Αν κάνω καλά. Ασκούμαι
Στην υπομονή: τη βρίσκω
Πρακτική σαν γέφυρα.
Δεν ξέρω αν κάνω καλά.
Μεταναστεύω: σε κάθε
Διάλειμμα χαράς ή λύπης
Η σιωπή σου φορά το σχήμα
Μουσικής και γνέφει.
Η αρετή σου απλώνεται σαν ήπειρος
Εμπρός μου.
Σʼ ευγνωμονώ.
Μεσʼ από έλη ονείρου σε ανακαλώ.

Σκύβοντας μες τον ύπνο μου
Να σʼ αποθέσω ένα φιλί
Όχι με σύγχιση και έπαρση
Καθώς φιλά κανείς σημαία
Αλλά με ένα κόμπο στο λαιμό
Ξυπνώ κι είμαι έτοιμος να
Τρέφομαι με πυρετό είμαι
Έτοιμος να πάλλομαι σαν ένα
Δυναμό…

ΑΝΤΙΠΟΙΗΜΑ

Tu demandes pourquoi jʼ ai tant de rage au Cœur
Et sur un col flexible une tête indompté…..
Gérard De Nerval

Γράφω το φαρμακερό ποίημά μου.
Ένας άνθρωπος στέκεται σαν άγαλμα στάχτης
Για να διαλυθεί από μια μολυσμένη
Βρώμικη αναπνοή. Γράφω το ποίημά μου.

Ένας άνθρωπος απλώνει τα μπράτσα του
Σαν χαλιά για να περπατά κάποιος άλλος.
Γράφω το φαρμακερό ποίημά μου.
Ένα ποίημα τινάζεται σαν ελατήριο
Νʼ ανεβοκατεβαίνει σαν σούστα
Να σφίγγει στην αγκαλιά του τη βία
Και το έγκλημα.

Ένας άνθρωπος βλέπει τις ώρες του
Να στάζουν ιδρώτα και να οικοδομούν
Ένα Κενό Παλάτι για να μπαίνουν
Οι πλούσιοι νʼ αδειάζουν τʼ άντερά τους.

Γράφω το ποίημά μου.

Ένας άνθρωπος βλέπει ένα ξερριζωμένο
Δέντρο νʼ αλλάζει ανάερα σε Άγιο
Και ύστερα σε ματωμένη πόρνη.

Γράφω ένα ποίημα να μουγκρίζει
Σαν σφαγμένος ταύρος ένα ποίημα
Να κόβει σαν σουγιάς ένα ποίημα
Να μεταμορφώνει τους βολβούς των
Δυνατών σε κόκκους αλάτι.

Γράφω το φαρμακερό ποίημά μου
Ένα ποίημα να εξυμνεί το πλήγμα
Που φοβόμαστε να καταφέρουμε
Τα μέτρα που φοβόμαστε να λάβουμε
Τις λέξεις που φοβόμαστε νʼ αλλάξουμε
Ένα ποίημα να περιφρονεί τη δειλή
Ψυχή του ανθρώπου που τρυπώνει
Σαν ψείρα στις ραφές των ρούχων του.

Γράφω ένα ποίημα
Γεμάτο
Δόντια
Λαμπερά
Γεμάτο
Αδιάντροπα
Μεριά
Γεμάτο
Μάτια
Ανοιχτά
Γεμάτο
Από το σπέρμα τις απολύτρωσης

Γράφω το φαρμακερό ποίημά μου.

Ένα ποίημα σαν παλάμη
Να χαστουκίζει όποιον μιλά
Ανόητα ένα ποίημα για τον
Φουκαρά και για τον μπάσταρδο,
Τον αξιοθρήνητο κομφορμιστή
Τον ηλίθιο φαφούτη τον μάγερα
Που τηγανίζει ένα λουκάνικο
Αντί την άχρηστή του γλώσσα.

Ένας άνθρωπος βλέπει στον ύπνο του
Άλογα κι όταν ξυπνά περπατά
Σʼ έναν ατέλειωτο δρόμο.

Γράφω ένα ποίημα εναντίον
Των καθυστερημένων αναρρυθμίσεων
Της Καθολικής Εκκλησίας εναντίον
Του ίδιου του Πάπα και εναντίον
Της Λεγεώνος της Ευπρέπειας
Εναντίον του συλλόγου Α και του
Συλλόγου Β εναντίον των τελειοφοίτων
Που εντρυφούν στην πραγματεία τους
Περί πριαπισμού.

Ένας άνθρωπος λαχταρά
Να γίνει ζώο προϊστορικό
Ένα μαστόδοντο ή ένα ποτάμι γάλα.

Γράφω ένα ποίημα εναντίον
Των ξανθών αγγέλων που οι
Ομοφυλόφιλοι συγχίζουνε στον
Ταραγμένον ύπνο τους με την
Χρυσή νεότητα.

Ένα ποίημα εναντίον των σπόρων
Που ανοίγουνε σε δειγματολόγια
Εναντίον των ανθρώπων που αναρριχώνται
Κάθε μέρα στο δέντρο των πλατυασμών.

Γράφω το φαρμακερό ποίημά μου.

Ένα ποίημα να ρίξει φως
Στον εικοστόν αιώνα
Στο μυστήριο του βαπτίσματος
Ένα ποίημα να μας απαλλάξει
Από τα πατρικά μας ονόματα
Ένα ποίημα να εκραγεί
Σα βόμβα αφήνοντας
Για πάντα πίσω του
Ένα παραπέτασμα
Πνιγερού καπνού…

ΚΑΛΥΤΕΡΑ

Το πεπρωμένο μας ορμά
Κύμα παράλυτο και σκοτεινό
Ανοίγοντας ρήγματα στα
Κορμιά σαν βάρκες που βουλιάζουνε
Τινάζοντας εδώ και κει
Τις μέρες μας σε μελανούς αφρούς
Ανάβοντας φώτα εκεί που
Το σκοτάδι στέφεται βασιληάς.

Επισημάνετε με προσοχή την τύχη αυτού του εφήβου

Ελάτρεψε την πατρίδα του παράφορα σαν ερωμένη
Εκμίσθωσε το αίμα του στις αγορεύσεις των πολιτευτών
Εμέθυσε από λεφτεριά και μαύρες ζαρωμένες σταφίδες
Επρόσφερε δίπλα το σώμα του στους άλλους για προσάναμμα

Και τώρα περπατά με πόδια από τέφρα το πλάτος της γης.

Καλύτερα
Να ουρλιάζεις σα σκυλί με λύσσα το φεγγάρι
Να δέρνεσαι
Μʼ επιληψία στο χιόνι σαν άρκτος πολική
Καλύτερα
Να αδελφώνεσαι
Σε σκοτεινούς βυθούς με παγερά χταπόδια
Καλύτερα
Νασαι κουρέλι βουτηγμένο στο πετρέλαιο
Νασαι γροθιά σφιγμένη γόνατο με γάγγραινα
Να τρέφεσαι
Με τα εντόσθιά σου να τρως το συκώτι σου
Καλύτερα
Να δένεις
Τα οστά σου πίσω με σπάγγο και να τα σέρνεις

Παρά να βλέπεις τον Πάπα
Να δωρίζει ένα στέμμα στους φτωχούς
Ποντήφικες-Αράχνες
Να παρελαύνουν με δικτάτορες ρακένδυτες οι εποχές
Αρμάτων-Οράματα

Να διαιρείς τη δραχμή
Τόσο για νοίκι και τόσο για αγάπη
Να φιλάς μια σάρκα αγαπημένη κι έξαφνα νʼ ανοίγει η πόρτα
Να σβύνουν οι εξάψεις σου πιο γρήγορα κι από βεγγαλικά
Νʼ ανοίγουν οι λαχτάρες σου βαθειές κι ακένωτες σαν τις σπη-
λιές.

AMERICAN BLUES

1.

Tα ταξιά που βελάζουν είναι
Η διακορευμένη μου καρδιά.
Άσφαλτος υγρή μʼ αντικρύζει στα μάτια.
Ήχοι κατρακυλούν στις φλέβες μου
Με τέλεια μόνωση και το κρανίο μου
Παθαίνει εκρήξεις από τους έρωτες
Που δεν αρμόζει καθόλου να μιλώ.
Ιδού το δίκτυο των συσχετίσεων.
Το εκτυφλωτικό φως της μέρας
Είναι το πεπρωμένο μας
Δίχως τις νύχτες να γλυκαίνουμε
Τα σώματά μας στις σκιές.
Οι εκατόγχειρες είναι τα όνειρά μας.
Ένα πανόραμα διαθλασμένο
Από κραυγές και δρόμους
Ζαλισμένους
Είναι η πραγματικότητά μας
Τίποτα άλλο
Παρά χαρτί
Που το κατάπιε μια φωτιά.

4.
Όταν ο Μάϊκ με χτύπησε πάνω απʼ το μάτι
κατάλαβα τι ήταν να πέφτεις μες το Χρόνο
Οι παγωτατζήδες ντυμένοι στα λευκά γινήκαν
Άγγελοι το ρινγκ έπλεε σαν σχεδία στη θάλασσα
Η γλώσσα μου τεζάρισε σαν το γυαλόχαρτο
Και φύρανε το φως.
Ανοίγω με δυσκολία το πρισμένο μάτι
ΜΑΝΙΤΑΡΙΑ
Κλείνω με δυσκολία το πρισμένο μάτι
ΚΕΦΑΛΙΑ
Μες το κρανίο μου κούρνιασε μια αράχνη
Κερκίδες Ύφαλα Σχεδίες Ωκεανός
Ο Όμηρος φόραγε μαύρα ματογυάλια
Το πετσί μου ήτανε τεντωμένο τύμπανο
Κατάρτι Κύματα Βαμβάκι Νύν
Ο ουρανός είναι φυτεία του Νικητή
Ο ήλιος του Νότου διαφεντεύει τη ζωή μου
Ο Μάϊκ σκύβει δακρύζοντας επάνω μου
Πράσινο πρίσμα των ποσειδόνειων ματιών

Φασματικά Φιλάργυρα σα φίλτρα τα υπεραγαπώ
Ωραία! Θαρρώ πως σα να λειτουργούσε πάλι
Η καρδιά και το μυαλό…

Αρ. 1 (1963)

*

Βαθύτερα από κάθε Επιστήμη, Τέχνη
Ιδεολογία, το σεξ με εκφράζει. Είμαι
ο εστεμμένος ποιητής του. Η αρχή είναι δύσκολη.
Συχνά-πυκνά καταφεύγει σε διφορούμενα
και νύξεις αλλά το νόημα του εινʼ ολοφάνερο
και γυμνό σαν το σπαθί. Εισχωρεί
και στην πιο φλογερή πίστη. Δίχως
ευλάβεια ατενίζει την Pietá. Προσκολλάται
σε κάθε άνθιση, ακμή και παρακμή.
Μεταρρυθμιστικά προγράμματα καθόλου
δεν το επηρεάζουν. Αδιάσειστο, αδιαφιλονίκητο,
άλυτο σαν γόρδιος δεσμός πιο πεινασμένο
από κάθε πείνα, λυρισμός του η αδήριτη
ανάγκη του. Ο πυρετός του είναι υψηλός
αλλά χάρη σʼ αυτό βρήκα σημείο να
ταυτίζομαι. Αρωγός στην επίλυση σπουδαίων
ζητημάτων. Οι πολύπτυχες εκδοχές και
ερμηνείες του ρίχνουνε φως πολύτιμο στην
ιστορία. Ο υλισμός του συντάσσει με γλώσσα
νοητή την καθημερινή μας ειδησεογραφία
και η αταξική του φύση καθηλώνει στον ίδιο
παρανομαστή όλες τις τάξεις. Παρακαλώ!
Προσέξτε τον κυνισμό μου γιατί δίχως παραμικρή
Προσπάθεια για διαφήμιση απόχτησε
δια μιας καθολικότητα και πλάτος.

BROOKLYN BRIDGE

Όλα θα γίνουν σκηνικό της μνήμης.
Τʼ αργόκοβο χέρι κιʼ αυτό
το τόσο ανθρώπινο, γαλανό βλέμμα
να δραπετεύει υγρό σαν κύμα.
Το φεγγάρι πλατύ και στοργικό
σαν επιστήθιος φίλος, πάνω μας.
Όλα θα γίνουν σκηνικό της νύχτας.
Απέναντι,
βουίζει με λάμψη σα σμάρι ανενόχλητο
ο πολιτισμός.
Μόνο η δειλία δεν γίνεται το τέλειο πεπρωμένο μας
καθώς ορθοί, στο άπειρο, ανάμεσα σε δυο κόσμους
πειθαρχούμε σε μιαν άλλη επιταγή.
Μη φύγεις στα μυστικά οροπέδια της ψυχής.
Τώρα που σμίγουν οι σφενδόνες της φωτιάς με το σεισμό,
ας τιναχτούμε με τη γέφυρα,
το καύχημα του περασμένου αιώνα,
ας βουλιάξουμε με κόκκους αλάτι στα μάτια
παίρνοντας μαζύ μας σαν τελευταίο όραμα
το χέρι της Ελευθερίας γεμάτο λειχήνες
πριν απολιθωθούμε στην αιώνια ανωνυμία
του έρωτα.

Στον Alain Bosquet

Λυκαυγές. –Ακάθιστος άνεμος. Ήχοι
δαγκωμένοι μέχρι θανάτου. Κόκκινα
φώτα ρυθμίζουν την αόρατη κυκλοφορία.
Πάχνη, υδρατμοί, μουσκεμένα φύλλα, έντυπα,
άσφαλτος, πείσμα. Πελώρια συρμάτινα καλάθια
βαστάζουνε αποκαλυπτικά απορρίματα.
Ρόχθοι και έμβολα καταχθόνια αναμοχλεύουνε
το εμβαδόν της πόλης. Όνειρα αναπόσπαστα
με βήχες και φλέμματα. Δυο φθονερά
σκουλήκια απομυζούνε με φειδώ τις άκρηες
των ματιών δυο αγκαλιασμένων αγοριών.
Το προανάκρουσμα της ώρας.

Μεσημέρι. –Αγέρωχος ήλιος, σα φασιστής
νικημένος από την ίδια του την έπαρση
μεσουρανεί. Παραμονή βλάστησης αυχμηρής.
Ασημένια πουλιά και ηλιοτρόπια πολλαπλασιασμένα
στους αιθέρες. Φως. Παρυφές. Κορυφές ονείρου,
σύννεφο δροσερό. Κιʼ υπάρχουν στο βυθό τα
κοράλλια. Η αγωνία κατέβηκε στο μηδέν.

Λυκόφως. –Το καταβρεχτήρι του Δήμου
δροσίζει σα λύρα τις καρδιές. Ηδονική
κατατομή του αλμυρού πασσατέμπου,
Peppitas, πουλιά, πολίτες. Λίγο ακόμη
και το φως, χωρίζοντας τη μέρα από τη
νύχτα θʼ αποσυρθεί. Αν ζητάς τʼ αβυσσαλέο
θα το βρεις στο πράσινο. Λίγο ακόμη
υπάρχουν στο βυθό τα κοράλλια.

Νύχτα. – Μαρμαρυγές δοντιών
Μέρα τη μέρα
η απουσία σου
μπήγει κιʼ ένα
καρφί στη σάρκα.
Το ματωμένο παρελθόν μου
τώρα το μετρώ με δεκα-
εφτά καρφιά.
Η ψυχή τη νύχτα αυτή είναι αφρός, άφρισμα
άθροισμα, έτοιμη να δαρθεί, να γδαρθεί,
να ματώσει, να γλύψει τον κίνδυνο, να πάρει
τη μοιραία φορά να βγει τσιρίζοντας μεσʼ
από μια πληγή μαχαιριού στενή σαν μια
κουμπότρυπα, να σταθεί ορθή, σα λευκό
αλύγιστο κόκκαλο για μια καινούρια
πτώση.

ΕΠΙΜΕΤΡΟ: ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΧΑΧΗΣ

Ο Νίκος Σπάνιας γεννήθηκε στην Αθήνα στις 23 Δεκεμβρίου του 1923. Φοίτησε αρχικά στην Ανωτάτη Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών χωρίς ωστόσο να πάρει πτυχίο. Το 1946 με παρότρυνση του Κ. Κουν μετέφρασε τον Γυάλινο Κόσμο του Τ. Ουίλιαμς για το Θέατρο Τέχνης. Η μετάφραση αυτή θα σταθεί αφορμή για μια υποτροφία από την αμερικάνικη κυβέρνηση για σπουδές στην Αμερική.
Εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Νέα Υόρκη όπου σπούδασε σύγχρονη αμερικάνικη λογοτεχνία, δραματουργία και σκηνοθεσία ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με τη μετάφραση θεατρικών έργων. Συνεργάστηκε με διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά της Αθήνας δημοσιεύοντας ποιήματα, μεταφράσεις Αμερικάνων και Ευρωπαίων ποιητών, καθώς και δοκίμια. Πέθανε στις 7 Αυγούστου του 1990 και η τέφρα του, σύμφωνα με επιθυμία του, ρίχτηκε στο λιμάνι της Νέας Υόρκης.

Εργογραφία: Ποιήματα της Τρίτης Λεωφόρου (1963)
Γλυκός Τρόμος (1964)
Ποιήματα της Τρίτης Λεωφόρου 2 (1965)
Ποιήματα της Τρίτης Λεωφόρου 3 (1971)
Φόρος τιμής στον Georgio de Chirico, Γνώση (1981)
Το μαύρο γάλα της αυγής, Οδός Πανός (1987)
Αμερική, Οδός Πανός (1988)
Το ράμφος της αϋπνίας, Οδός Πανός (2001)

Μεταφράσεις: Γ.Β. Κάτουλος, Ποιήματα, Γνώση (1981)
Γ. Απολλιναίρ, Ποίηματα, Γνώση (1982)
Α. Ζιντ, Κορυντον, Γνώση (1984)
Τ. Ουίλιαμς, Γυάλινος Κόσμος, Δωδώνη (1987)
Α. Ρεμπώ, Μια εποχή στην κόλαση, Γνώση (1993)

Ευχαριστώ τον ποιητή Γιάννη Λειβαδά για την ευγενική παραχώρηση των τριών σπάνιων αυτών συλλογών.