ΠΡΟΣ
Την Επιτροπή κρατικών βραβείων λογοτεχνίας, συνεδρίαση της 10ης Δεκεμβρίου 2007: κατάλογος των πέντε, μάλλον, ισχυρότερων συλλογών, από τις εκατόν πενήντα τέσσαρες (154), που είδα, περί των οποίων θα υποβληθεί σχολιασμένος κατάλογος.
———————…….———————
01.- Θεώνη Κοτίνη, Ανίδεοι πάλι, “Πλανόδιον”, 2006: Λυρικά στοχαστική, κυριαρχεί των εκφραστικών της μέσων, με καλά ελληνικά και αίσθηση του καίριου. Χαμηλόφωνη, ίσα που ακούγεται πίσω από το τεχνικότατο, συχνά, σκηνικό, η οιμωγή που παρήγαγε τους στίχους.
02.- Γιώργος Βέης, Λεπτομέριες κόσμων, “Ύψιλον/βιβλία”, Αθήνα 2006: Λυρική, υπαινικτικά ερωτική, ποίηση. Προφανής η προσπάθεια μιμίσεως των μεταξωτών στίχων της αποανατολικής παράδοσης. Γενικώς, καλή συλλογή. Σώζονται στίχοι και δυό – τρία ποιήματα.
03.- Ορέστης Αλεξάκης, Θίασος στην εξέδρα, “Γαβριηλίδης”, Αθήνα, 2006: Σημαίνουσα, παραστατική, υπαρξιακά δονούμενη ποίηση. Πάντα καλός, συχνά πολύ καλός, ο Αλεξάκης.
04.- Μαρία Κέντρου Αγαθοπούλου, Σεντόνια της αγρύπνιας, “Μεταίχμιο”, Αθήνα, 2006:
Καλή, απλώς καλή – στο ύφος όσων, δικών της, προηγήθηκαν.
05.- Ντίνος Σιώτης, Αυτοβιογραφάι ενός στόχου, “Κέδρος”, Αθήνα 2006: Αν οι Ανιπτόποδες και σφενδονίτες, του Τάσου Γαλάτη, βραβεύτηκαν γιατί απέδιδε, όσο καμία άλλη συλλογή, τα τελευταία καμποσα, χρόνια, την καταποντισμένη, μετεμφυλιακή – προδικτατορική Ελλάδα και τους παλαιόπτωχους ήρωές της, η Αυτοβιογραφία ενός στόχου, του Ντίνου Σιώτη, πρέπει να βραβευθεί, γιατί, ήδη από τον τίτλο, αποδίδει, όσο καμία άλλη, τα κάμποσα, επίσης τελευταία χρόνια, την μεταπολιτευτική Ελλάδα και τον, σε όλα του καιρου, “νεόπλουτο” ήρωα που την εκφράζει, ένα ήρωα του καιρού μας: αυτόν, που μπορεί, όπως ο Σιώτης λέει, να πει: “τα περασμένα μεγαλεία ανήκουν στο μέλλον μας.”. Η Αυτοβιογραφία ενός στόχου, είναι πράγματι, η αυτοβιογραφία ενός στόχου. Ενός στόχου ανόδου, απ΄τα χαμηλά στα ψηλά, από τα λίγα στα πολλά, από τον ποδαρόδρομο στην υπουργική λιμουζίνα, του πανέξυπνου ρωμιού που “ως μετανάστης και ως ξένος / ως έκπατρις και ως μειονότης / < με > δουλειές του ποδαριού / δουλειές με φούντες αλλά και / δουλειές δημοσίου συμφέροντος” – πέτυχε τον στόχο του. Μένει βέβαια το κενό μεταξύ του χθες και του σήμερα, μεταξύ της πατρίδας εκείνης, που βυθίζεται και της πατρίδας αυτής, που δεν αναγνωρίζεται, εφ΄ώ και ο ποιητής διαπιστώνει ότι “παρ΄ όλο που επέστρεψ< ε> πάλι λείπ< ει>.”. Εντούτοις, παρά που καταναλωτικός και καταναλώσιμος, εκσυγχρονισμένος και μεταμοντέρνος, ρεαλιστής και σουρεαλιστής, ο ήρωας αυτός του καιρού μας, σαρκάζων και αυτοσαρκαζόμενος, κουβαλάει μέσα του, δόξα και κατάρα, το καραγιοζοποιημένο αρχέτυπο του Οδυσσέα. Καραγκιόζης μαζί και Χατζηαβάτης, παριστάνει τον πεσμένο στα χώματα, για να τον λυπηθούν, μα πιάνει πουλιά στον αέρα. Περνάει είκοσι χρόνια στην Αμερική, μα αμερικανάκι δε πίανεται. Στρογγυλοκάθεται στα έδρανα του Ευρωκοινοβουλίου και στα γραφεία της Επιτροπής, μα κουτόφραγκος δε γίνεται. Εισπράττει τα χρήματα που του δίνουν “οι χορηγοί της ήττας” του, “όμως τελευταία στιγμή / κάτι ψυλλιάστηκ< ε>, / το < έ>πιασ< ε> το κόλπο τους και < έδωσε> / τα χρήματά τους στον αντίπαλο / ηττήθηκε και τώρα κοντεύουν / να σκάσουν από το κακό τους.”. Δεν είναι λοιπόν να απορεί κανείς που “< Τον> μέμφονται επειδή βλέπ< ει> / το αόρατο δια γυμνού οφθαλμού / επειδή ακού< ει> τα ανήκουστα / με βουλωμένα αυτιά, επειδή / φθάν< ει> σε συμπεράσματα / χωρίς να ξέρ< ει> τα γεγονότα […]”. Δεν ίδρώνει όμως τ΄αυτί του, “αλλάζ< ει> επιφάνειες όπως το φίδι δέρμα / κατά βάθος εί< ναι> σκληρό καρύδι / < άλλωστε> Such is life here .”. Τα ποιήματα του Γαλάτη είναι λυρικά έπη. Η ποίηση του Σιώτη, λιτή, ολιγόστιχη, ορθο-λογικώς σουρεαλίζουσα, με αιχμές πολιτικής και κοινωνικής κριτικής, έξυπνη, εύστροφη, ειλικρινής, αυτοαπομυθοποιητική του, είναι υπόδειγμα λυρικού κυνισμού. Είναι, επίσης, και από τις πιό βατές για τον μέσο, τον μη μυημένο στην ιδιόλεκτο των πιό “προωθημένων” ποιητών μας, αναγνώστη, κριτήριο που βάρυνε, εξ ίσου, στην επιλογή της.
Κώστας Σοφιανός
————————————————————————————————————-
Kaι αυτά μεν ως προς τις συλλογές που, τελικώς, ξεχώρισα. ΄Οσον αφορά τώρα στα καθ΄ημάς, δεν θάταν άσκοπο να επαναληφθούν και στον εδώ δημόσιο χώρο, τα κοινότυπα που βλέπει κανείς εκεί όπου ο καθένας μπορεί, κατεβάζοντας τα βρακιά του, να κάνει κατά
πως των παρωθεί το βασικό του ένστικτο – όθεν:
ΠΑΡΑΚΑΛΩ
ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΧΡΗΣΗ ΝΑ ΑΦΗΝΕΤΕ ΤΟΝ ΧΩΡΟ ΟΠΩΣ ΘΑ ΘΕΛΑΤΕ ΝΑ ΤΟΝ ΒΡΕΙΤΕ
ΠΑΡΑΚΑΛΟΥΝΤΑΙ
ΟΙ ΕΚ ΤΩΝ ΕΠΙΣΚΕΠΤΩΝ ΕΝΤΙΜOΤΑΤΟΙ ΛΟΥΣΤΡΟΙ ΝΑ ΑΦΗΝΟΥΝ ΤΑ ΛΕΚΤΙΚΑ ΚΑΣΕΛΑΚΙΑ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΕΙΣΟΔΟ
ΠΑΡΑΚΑΛΟΥΝΤΑΙ
ΟΙ ΕΚ ΤΩΝ ΕΠΙΣΚΕΠΤΩΝ ΝΤΙΠ ΚΑΤΑ ΝΤΙΠ BEAT ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΔΗΜΟΣΙΑ ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΕΝΤΥΠΩΣΙΑΣΜΟΥ ΤΩΝ ΜΙΚΡΟΑΣΤΩΝ ΤΟΥ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΚΟΥ ΚΑΙ ΦΙΛΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΤΟΥΣ
ΝΑ ΜΗ ΞΕΧΝΟΥΝ
(αν ποτέ κατάφεραν να μάθουν)
ΟΤΙ:
΄ΑΛΛΟ ΜΗΔΕΝΙΣΤΗΣ και ΄ΑΛΛΟ ΤΣΟΓΛΑΝΟΣ
και
ΟΤΙ:
΄ΑΛΛΟ ΚΥΝΙΚΟΣ και ΄ΑΛΛΟ ΚΟΠΡΙΤΗΣ
Για την ώρα αυτά. Τα άλλα, τα περί εγκιβωτισμένων ταλέντων που προσπέρασα κυνηγώντας, λέει, τη θέση, τη φήμη και τα “παράφερνά” μου, όταν ολοκληρωθεί η δημοσίευση των κειμένων, και αφού καταπέσει λίγο ο κουρνιαχτός, θα τα πούμε. Το αυτό ισχύει και για τα περί μη παραιτήσεώς μου (ελπίζω και εύχομαι, ο απορών εραστής του απολύτου – απολύτως να παραγματοποιεί τα απόλυτα που κυνηγάει στη ζωή, ώστε να μη τεθεί ποτέ προ του τραγικού διλήμματος: θα συνεχίσω να ζω συμβιβασμένη μετριότητα ή θα σαλτάρω;)
Κατά τα λοιπά, και μέσα σε όλη αυτή την παρακμή, υπήρξε παρήγορη, η είδηση, ότι επιτέλους, ο μικρός σας φίλος ανακάλυψε ότι έχει και αυτός πουλάκι! Εύγε!
Μία ακόμη ανάρτηση που απο τους μικρόνοες θα εκληφθεί ως μια τρικυμία εν ποτηρίω [αναλυτικότερα: μια προσπάθεια να αναταράξουμε την επιφάνεια του βούρκου ωστε να αρπάξουμε τα τελευταία ψιχία της πολυδιαφημισμένης πρωτόγνωρης (ξανά και ξανά), ασυμβίβαστης κριτικής τόλμης]. Για τους μικρόνοες αυτούς ταιριάζει φυσικά η παροιμία: “Όσα δεν φτάνει η αλεπού…”.
Ευγενική πρό[σ]κληση, ω Σώτερ.
Βηματίζω [αδόκιμος νεολογισμός: λογοτεχνίζω] επικίνδυνα μέσα σε οσμές από
“βασιλικό πλατύφυλλης αποδημίας”
[στου Μ. Γκανά την οδό],
γνωρίζοντας σε διάφανα πρωινά μετά από βροχή
ότι
“τα ωραιότερα ποιήματα
τα ‘γραψαν οι ρακένδυτοι ληστές”
[Σπύρος Τσακνιάς, σχωρεμένος!]
και προσεύχομαι γονυπετής
“Κύριε
αν και δεν δάγκωσα και κρατήθηκα
αλίμονο, ό,τι κι αν έκανα
πάλι η γλώσσα μου αίμα βγάζει”
[στον σεπτό Μονσινιόρ του Γιώργου Κακουλίδη].
Όσο για βραβεία, πολλά!,
κυρίως γι’ αυτούς που
“δεν είδαν το κεφάλι του Άρη
να αιωρείται σε μια πλατεία των Τρικάλων.
Δε στάθηκαν δίγνωμοι
μπροστά στη φωτογραφία του Νίκου Πλουμπίδη
άσπρου σαν το χαλάζι, πεσμένου μέσα στα ρείκια
στεφανωμένου με αγκάθια και χώματα”
[φευγάτος κι ο Θαν. Κωσταβάρας, ως κοσμική ενέργεια!].
Καλά ραγισμένα σύγνεφα, σύντεκνοι…
ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΣΑΣ,
ΚΥΡΙΕ ΓΕΩΡΓΙΕ Κ. ΜΥΑΡΗ ΤΟΝ “ΜΟΝΣΙΝΙΟΡ” ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΚΟΥΛΙΔΗ ΕΓΩ ΤΟΥ ΤΟΝ ΕΝΕΠΝΕΥΣΑ…”ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΟΥ ΜΑΓΟΥ”.
ΜΕ ΕΚΤΙΜΗΣΗ
ΚΩΣΤΑΣ ΡΕΟΥΣΗΣ
!*!
ΣΤΙΧΟΛΟΓΙΑ
ΤΩΝ ΕΝΝΕΑ ΩΔΩΝ
Εις στίχους η΄
Τότε έσπευσαν ηγεμόνες Εδώμ, και άρχοντες Μωαβιτών
έλαβεν αυτούς τρόμος
ετάκησαν πάντες οι κατοικούντες Χαναάν.
Επιπέσοι επ’ αυτούς φόβος και τρόμος
μεγέθει βραχίονός σου απολιθωθήτωσαν.
Οποία οργή!
Όποιος κρίνει, κρίνεται αυτό κυρίως θα ήθελα να υπενθυμίσω
Είναι δικαίωμα των υπολοίπων σε ό,τι εκτίθεται.
Εδώ οι αναρτήσεις κρίνονται από τους αναγνώστες, κατά ποιαν έννοιαν οι αναρτήσεις βρίσκονται στο απυρόβλητο;
Και πώς η σύστασις για καλή συμπεριφορά των σχολιαστών, όταν η ίδια η ανάρτηση δεν σέβεται αυτήν την καλή συμπεριφορά συμπεριλαμβάνοντας και μια –καθόλα περιττή εν τη οργή της- σύσταση για να μείνει ο χώρος “όπως θα θέλαμε να τον βρούμε;”
(οξύμωρον…)
Φράσεις κεφαλαιογράμματες και λέξεις όπως “λούστροι” (έστω και εντιμότατοι) “βρακιά” (και δη κατεβασμένα) κλπ. δεν ξέρω αν αφήνουν τον χώρο ως είχε ή αν οξύνουν το κλίμα ευθύς εξ αρχής.
(αυτό αν κάποιος είναι ΚΑΙ νομικός σύμβουλος οφείλει να το ξέρει)
Οι άνθρωποι κρίνονται από τον λόγο τους. Όχι από το επώνυμο ή την ιδιότητά των. Η άνοδός των στις γνώμες των υπολοίπων είναι (ή θα έπρεπε να είναι) τα αποτελέσματα του λόγου, της εν γένει παρουσίας των.
Το όποιο κύρος των.
Και να κρίνονται αυστηρά από τους νουνεχείς για να φανεί εάν αξίζει να παραμένουν ιδιότητες και επώνυμα όπου ψηλά θέλουν οι ίδιοι να πείσουν πως είναι. Ακριβώς όπως κρίνονται και τα βιβλία που παρατίθενται, για να αποφασιστεί ποιο δικαιούται την βράβευση: κανείς εξ αυτών δεν οφείλει την βράβευση στο όνομά του ή στην ιδιότητα που επικαλείται ότι έχει. Όλοι διαγωνίζονται και ευ-αγωνίζονται χάρις εις το περιεχόμενο του πονήματός των, έτσι δεν είναι;;;
Αυτό καλείται να βρει ο κριτής: ποιο στέκει άξιο μιας τέτοιας τιμής.
Και αν είναι να κριθούν αυτοί με αυτά τα αμερόληπτα και σεβαστά κριτήρια, και εγώ ως αναγνώστης με τα ίδια κριτήρια -τα κριτήρια της παρουσίας- θα κρίνω αν κάποιος αξίζει τον σεβασμό μου.
Και αν ναι, θα του τον δώσω αμέριστα
(αφήνοντας τον χώρο άψογο όχι μόνον όπως τον βρήκα, αλλά όπως οφείλει να είναι ένας τέτοιος χώρος)
Μιλάω για όσους εδώ παρουσιάζουν, σχολιάζουν και παρουσιάζονται.
Με καθαρά κριτήρια λόγου.
Καμία φορά οι ποιητές αν νοιώθουν πως δεν θα τα καταφέρουν αλλού, καλύτερα να σιωπούν (ή παπάς-παπάς, ή ζευγάς –ζευγάς που λέει και μια παροιμία. Δεν θέλω να απομυθοποιώ όσους η δημιουργική των γραφή μου αρέσει)
Έτσι ώστε να θυμόμαστε ΜΟΝΟΝ τους έξοχους Πετρώνιούς των (φερ’ειπείν), και όχι τις αγριεμένες των ιαχές για επίτευξη σεβασμού.
Ο σεβασμός είναι κάτι που κερδίζεται. Σαν συμπέρασμα συνολικής παρουσίας.
ΥΓ. Η σύσταση μου δεν θα είχε καμία αξία και ουσία αν δεν έβλεπα πόσο προκλητικά ειδοποιεί ο συγγράψας το ανωτέρω ότι δεν θέλει “ου” (πού είσαι Ράλλη)
Αν το κείμενο σταματούσε στο σημείο που αναγράφεται το ονοματεπώνυμο τού συγγράψαντος την κριτική, θα το σεβόμουν τόσο ώστε θα είχα σιωπήσει και θα σας είχα απαλλάξει άπαντες από ένα τόσο περιττό σχόλιο.
Παρακάμπτω ποστ και σχόλια για να δηλώσω γι’ αλλη μια φορά το θαυμασμό μου προς τον άγνωστό μου ποιητή κ. Σοφιανό γι’ αυτό του το ποίημα
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ
Όχι μόνο δεν επέτρεψε
στο Νέρωνα
ν’ απλώσει χέρι απάνω του
μα
ούτε στο Θάνατο δεν καταδέχτηκε να πάει.
Άλυπος, αόργητος, αρρενικός
κάλεσε γύρω του συμπότες
διέταξε: φώτα
εδέσματα
αυλούς
κ’ ενώ οι παίδες γέμιζαν τους κύλικες
πήρε το μαχαίρι
το σίδερο δίστασε- εκείνος όχι
το νερό ταράχτηκε- εκείνος καθόλου
οι φίλοι είπαν μη- εκείνος δεν είπε τίποτα
με μια κίνηση έκοψε τις φλέβες
-δίχως να κόψει την κουβέντα-
και γύρεψε κρασί.
Το κύπελλο έκανε κύκλο
κάποιος πέταξε ένα πείραγμα,
εκείνος το γύρισε πίσω,
μάλωσε για κάτι ασήμαντο στον υπηρέτη
και
συνέχισε ν’ ανοίγει και να κλείνει την πληγή
αφήνοντας το Θάνατο να περιμένει
σαν αχθοφόρος- έξω
Κανείς δεν τόλμησε να προσέξει
τη χλωμάδα π’ απλωνόταν σιγά- σιγά
στ’ αγαπημένο πρόσωπο.
Φρούτα και γέλια ζωντάνευαν τα στόματα
κι όταν το αίμα σώθηκε
κι ο Πετρώνιος ανεχώρησε
και μπήκε ο Θάνατος
-να διεκδικήσει το κουφάρι-
μόνον οι φλόγες των πυρσών
δεν μπόρεσαν να κρατηθούν
κι άρχισαν να τρέμουν.
ΥΓ.Τι να τα κάνω τα προς κρίσιν βιβλία καθώς και τις κριτικές τους,όταν με το παραπάνω ο κ. Σοφιανός έχει απευθείας σύνδεση με την τελειότητα-κάτι που ελάχιστοι κατά την ταπεινή μου γνώμη, το έχουν καταφέρει…
Όλα τ’ άλλα λόγια,περιττά.
Ο “κουρνιαχτός” (ή κυριολεχτικότερα: το “σοκ¨που με κριτική οξυδέρκεία εντοπίστηκε ΗΔΗ από την πρώτη ανάρτηση) πιστεύω, σε αντίθεση ίσως με την Ignis, πως δεν μειώνει την αξία της ανάρτησης. “Για [πανελλήνια] ΠΡΩΤΗ [διαδικτυακή] φορά ένα μέλος της κριτικής επιτροπής των κρατικών βραβείων λογοτεχνίας καταθέτει δημόσια τις κρίσεις του” μέσω ενός εγγράφου “το οποίο αποφενακίζει και απομυθοποιεί την τρέχουσα πραγματικότητα της φήμης” – η περιγραφή (: μια γροθιά στα κατεστημένα λογοτεχνικά ήθη) ειναι για μένα εξαιρετική και προπαντός, όπως ταιριάζει σε έναν ιστότοπο για την ποίηση, άδολη και αληθινή.
Πριν λίγο έλαβα στο ηλεκτρονικό μου ταχυδρομείο
ένα μήνυμα από τον Μονωδό και το αντιγράφω.
«Παράφορος εραστής
των πράξεων
σκαρφαλώνω στη μηχανή μου
και ορμάω
πάνω στη γεύση της ζωής
Πλημμύρισε ο Λόγος
αδέξιους κολυμβητές
που πνίγονται κάθε μέρα
με τη χρόνια δίψα
του έρωτα
στα χείλη τους.»
Κι ένας σύντομος μύθος που ήθελα εδώ και καιρό ν’ ανεβάσω στο Ποιείν μα όλο το ανέβαλα-νομίζω ταιριάζει σε οποιοδήποτε ποστ…
“Κάποτε ένας πετεινός επιδείκνυε το λειρί που είχε αυτός και δεν το είχαν οι κότες.Κι όπως ήταν αναμενόμενο οι τελευταίες τον θαύμαζαν γι’ αυτό.Είπε λοιπόν να επεκτείνει την επικράτεια των θαυμαστριών του γιατί οι κότες δεν του αρκούσαν.
Βγήκε λοιπόν από το κοτέτσι του κι εκεί…κοκορευόταν για το μοναδικό του λειρί,μπροστά στα έκπληκτα μάτια μιας αλεπούς.
Μόλις η αλεπού τον έφαγε,το λειρί του πετεινού μ’ ένα υπόλοιπο φαγωμένου προσώπου θα κουνιόταν για λίγο ακόμη ,σφαδάζοντας στο έδαφος,σε μιαν ύστατη επίδειξη… της μοναδικότητας του θανάτου.”
Για τις Ποιητικές Μετριότητες
http://monody-monody.blogspot.com/2009/01/blog-post_25.html
Για τα Βιβλία των Αφανών
http://monody-monody.blogspot.com/2009/02/blog-post_14.html
Μετά το τελευταίο σχόλιο του κυρίου Μίχου, θυμήθηκα τον Γιώργο Σαββίδη, ο οποίος, πίσω απ’ το “Ηρώδειο” του κυρίου Σοφιανού, έβλεπε τον Κώστα Καρυωτάκη. Αν αληθεύει αυτή η κρίση, που έκανε τόσο γνωστό τον Κώστα Σοφιανό, υπό την προστασία των φτερών του αυτόχειρα, (και γιατί να μην αληθεύει;, που θα έλεγε κι ο Σπύρος) είναι ενδιαφέρον να εξετάσει κανείς στη στάση του κυρίου Σοφιανού -όχι μόνο στα ποιήματα- εκείνη την εκδίκηση της “συγκαταφάσκουσας μπουρζουαζίας”, που οραματίστηκε κι ο Καρυωτάκης… και η οποία, παραφράζοντας τον Καμύ στον “Σίσσυφό” του, ενώ ο θόρυβος δημιουργήθηκε, αυτή καθόλου δεν επλήγη!
Ελληνική παροιμία
Αγκυλώθηκε η βασιλοπούλα από το αυγό
Το αυγό δεν αγκυλώνει.Μερικοί παραπονούνται και στεναχωριούνται ή θέλουν να φαίνονται ότι στεναχωρούνται με το τίποτα.
Ζητούν ανοήτους προφάσεις παραπόνων ή δια να προκαλέσουν την προσοχή των άλλων ή για να κατηγορήσουν άλλους.
Υ.Γ. Οι κότες είναι πτηνά παμφάγα που γεννούν αυγά.Για να είναι γόνιμα τα αυγά πρέπει να επέμβει ο Κόκορας.
Ξέχασα να ευχαριστήσω όσους σχολιογράφους από το Ποιείν μου ενέπνευσαν το συγκεκριμένο μύθο.
Αφορμή πάντως για το ανέβασμά του εδώ στάθηκε η φράση του κ. Σοφιανού :
“…ΟΙ ΕΚ ΤΩΝ ΕΠΙΣΚΕΠΤΩΝ ΝΤΙΠ ΚΑΤΑ ΝΤΙΠ BEAT ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΔΗΜΟΣΙΑ ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΕΝΤΥΠΩΣΙΑΣΜΟΥ ΤΩΝ ΜΙΚΡΟΑΣΤΩΝ ΤΟΥ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ ΚΑΙ ΦΙΛΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΤΟΥΣ”…
Κύριε Γιάννη Τόλια(ελπίζω να είναι η τελευταία φορά που αναφέρομαι σε σας)
μόνο αυτήν την παροιμία ξέρετε για τα κοκόρια και τ’ αυγά;
άλλη μια λαϊκή παροιμία λέει
“όπου λαλούν πολλοί κοκόροι αργεί να ξημερώσει”‘ άλλη
“αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννούν οι κότες” κι άλλη
“σαρανταπέντε Γιάννηδες
ενός κοκόρου γνώση”
Και πριν μου θυμώσετε…,να υπογράψω
ΓΙΑΝΝΗΣ Κυριαζής 🙂
υγ.Το λειρί του ο καθένας μας δεν το βλέπει γιατί το ‘χει πάνω από το κεφάλι του…
Κύριε Παστάκα
Μετά τις γάτες,την τιμητική τους σήμερα είχαν οι κότες 🙂
Μπορεί στο Ποιείν ποίηση ΙΣΩΣ να βρούμε,αλλά …οίηση σίγουρα!
Πολύ φοβούμαι ότι όλη αυτή η συζήτηση γίνεται από τον ενδόμυχο φόβο κάποιων μην παραπέσει σε κανένα κυτίον το βιβλίο τους και δεν προσεχθεί όπως του αξίζει-θεμιτό…
Μα επιτέλους αγαπητοί κύριοι σχολιαστές,
γιατί δε λέτε τόσον καιρό ξεκάθαρα σαν τι θα θέλατε να κάνει ο κύριος Σοφιανός που δεν το έκανε;..
Ελεος πια με τις ξυπνάδες!
υγ.Το πρόβλημα είναι να έχει κάποιος λειρί μεγαλύτερο από το κεφάλι του και δεν μπορεί να το σηκώσει.
Επαναλαμβάνω για μπορούμε να συνεννοηθούμε:
α)Ποιες διαδικασίες είναι αυτές που πρέπει να καταδικαστούν;Να μου τις αναφέρετε να τις καταδικάσω κι εγώ μαζί με όλους.
β)Γιατί δε λέτε τόσον καιρό ξεκάθαρα σαν τι θα θέλατε να κάνει ο κύριος Σοφιανός που δεν το έκανε;..
Νομίζω πως πάνω απ’ όλα σας πείραξε η λέξη “κυτίον”.
Θ’ αρκεστώ να διαβάσω την όποια απάντηση του κ. Μουζάκη και υπόσχομαι να μην συνεχίσω.
Ίδιον κάποιων ανθρώπων είναι τον τελευταίο λόγο να τον έχουν αυτοί-τους το χαρίζω.
Αναβολεύς. Ο βοηθών τον ιππέα(Κριτικό) ν’αναβή επί του ίππου (Πλουτ. Γ Γκράκχ. 7 – Ξενοφ. Αν. 4 4,4)
Καταβάτης. Ο καταβαίνων από του ίππου
και μαχόμενος (τον Κριτικό) πεζή (Πλατ.Κριτ.119 Β)
Παρακαλώ, από τούτο το βήμα, να ενωτιστούμε όχι μόνο τη βουή του κουρνιαχτού αλλά και την ποίηση. Ας αφήσουμε τον λοίδορο ποιητικό λόγο του Σοφιανού να ομαλύνει την τραχύτητα των κριτικών αψιμαχίων κι ας περιθάλψουμε με την την χαρίεσσα διάθεση που μόνον η ανάγνωση της καλής σκωπτικής ποίησης χαρίζει τις κριτικές απόψεις του ποιητή. Είναι εξάλλου φανερό και γνωστό σε όλους τους σχολιαστές πόσο πληγώνουν το κύρος και τον καθαύτο ποιητικό χαρακτήρα του Ποιείν οι εξωλογοτεχνικές κόντρες . Ο Κώστας Σοφιανός ως τακτικός συνεργάτης του Ποιείν και νομικός του σύμβουλος σίγουρα δεν προέβλεψε τον κουρνιαχτό και την τροπή της συζήτησης που προκάλεσε άθελα του η τολμηρή, αδευτέρωτη χειρονομία της αποκάλυψης των εγγράφων.
Σχόλιο προς τους σχολιασθέντες
με όλη μου την εκτίμηση
Κύριοι/ες
Την συγκεκριμένη εγγραφή
θα έπρεπε να την αφήσετε ασχολίαστη
όπως εξάλλου θα της άξιζε
Σχόλιον το απόλυτο κενό
δεν της κάνατε την χάρη
και την φιλοδωρήσατε με παραπάνω
απο αυτό που περίμενε
Την αγαλλίαση της προσπάθειας μείωσης
Η Οργή όπως και άλλα γνήσια συναισθήματα
καλό είναι να κατευθύνονται σε δρόμους
με προορισμό και αποτέλεσμα
Καλό σας Βράδυ !
αχ κ. Μίχο, αφήστε μας (εμένα δηλαδή) να πάμε και να αγοράσουμε κανένα βιβλίο, μην τα παραθέτετε όλα εδώ…
Θέλω τόσο να επαναφέρω την γνώμη μου ως θα έπρεπε να ήταν, και όχι όπως ξημερώθηκε…
(μα τι ήταν κι αυτό πρωινιάτικο σε ιστοχώρο ΠΟΙΗΣΗΣ…)
μόνον ένας τρόπος υπάρχει: να δηλώσει ο καθένας μας εξ αρχής (αφού οι επιτροπές είναι αυτές που είναι) αν θα δεχόταν το Κρατικό Βραβείο Ποίησης ή όχι. Να το δηλώσει από τώρα.
Ήταν ένα από τα αγαπημένα κοινωνικά παιγνίδια του Γιάννη Πατίλη…αν και μετά “κοκορευόταν” για το Βραβείο του Διαβάζω στην Θεώνη Κοτίνη…
Είμαι μαζί την Dark Virtual Poetry. Και επαυξάνω.
Γιά να παραφράσουμε στίχο του κ. Σοφιανού
“Ακόμα και ως πτώμα η ποίησις είναι ωραία”
Ωστόσο η σύγχρονη ποίηση μοιάζει λίγο με την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων (του σχετικού ποιήματος του κ. Σοφιανού)
“Ω , οι άθλιοι, οι πλάνοι , οι αγροίκοι –
παρέσυραν την άπραγη Αλίκη
στη χώρα των θαυμάτων!
Γκαζάκιδες , ροκάδες και φρικιά
την πήραν απ’ το σπίτι μακριά,
την πήραν και την πάν τα τέρατα
στων λαικών συνοικιών τα πέρατα ..”
κι ακόμα όλες αυτές οι κριτικές μοιάζουν με το ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΔΙΑΓΡΑΜΜΕΝΟΥ ΚΑΘΟΔΗΓΗΤΗ (κι αυτό του κ. Σοφιανού)
“Μή φεύγεις” , έλεγες , “μή φεύγεις”
(σου κράταγα ζεστά τα στήθια
για μια Βαλχάλα αταξική…)
Άλλαξαν τώρα τη γραμμή
κι εσύ μικρή με αποφεύγεις
όπως το κόμμα την αλήθεια
Χωρίς ν’ απαντώ σε κανέναν στρεψοδίκη:
α)Ο μύθος που παρέθεσα κατασκευάστηκε διαβάζοντας προηγούμενα ποστς του Ποιείν όπου τα υπερτροφικά εγώ κάποιων,οι αδικαιολόγητες επιθέσεις,οι αφ΄υψηλού κρίσεις και τα σχεδόν αναίτια ειρωνικά σχόλια σφύριζαν γύρω μου σαν σφαίρες.
Ομολογώ σε κάποιες στιγμές αηδίασα.
Την ίδια άποψη φάνηκαν να συμμερίζονται και μεμονωμένοι σχολιαστές,που τολμούσαν ν’ αρθρώσουν λόγο.
Επομένως δεν συσχετίζεται η κατασκευή του μύθου με τις θέσεις-απόψεις που εκφράστηκαν για τα βραβεία.
β)Μεγεθύνεται ο ρόλος των βραβείων και σπαταλιέται πολύτιμη φαιά ουσία για κάτι που μικρή σχέση έχει με την αληθινή αξία μιας ποιητικής φωνής.
γ)Για τους όρους επιλογής των καλύτερων πάντως,απ’ όσα διάβασα στο πρώτο ποστ του κ. Σοφιανού,αδυνατώ να συμπεράνω ευθύνες του ιδίου με βάση τα όσα λέει.
Παραθέτω αυτούσιο το απόσπασμα:
“Αυτές ( 34+17+47= 98 συλλογές) ήταν αντικειμενικώς δυνατόν να δω από τις 450 του καταλό-γου που μου δόθηκε. Η βιβλιοθήκη της Βουλής είχε ελάχιστες, το κεντρικό της Εθνικής Βιβλι-οθήκης (Πανεπιστημίου) έχει τις συλλογές σε κούτες, και μόλις προ ημερών (εξ αιτίας λανθασμένων πληροφοριών) διεπίστωσα ότι στην Αγία Παρασκευή θα μπορούσα να δω περισ-σότερες. Συλλογές, επίσης ζήτησα και από τους εκδότες τους. ”
Σκέφτηκε κανείς ότι θα μπορούσε πανεύκολα να μη δηλώσει τις αδυναμίες αυτές -το κείμενο μάλιστα ήταν και με έντονους χαρακτήρες-κι έτσι να μη βληθεί ο ίδιος ποτέ για όσα σήμερα διάφοροι του καταμαρτυρούν;…
Αυτό το γεγονός από μόνο του με κάνει ν’ αμφιβάλλω πολύ για τις προσωπικές του ευθύνες.
Το μένος που προκάλεσε ο κ. Σοφιανός με το ποστ του είναι αναντίστοιχο με το βάρος των όποιων ευθυνών του.
δ)Καμιά λάμψη κανενός βραβείου δεν θ’ ακυρώσει το σκοτάδι του θανάτου…Το πολύ-πολύ να μας τυφλώσει και να μας κάνει για λίγο να τον ξεχάσουμε.Μα ως εκεί.Προς τι το μίσος κι ο αλληλοσπαραγμός;
Γι’ αυτό ας πάψουμε ν’ ακονίζουμε τα ξίφη μας κι ας αρχίσουμε να ξύνουμε τα μολύβια μας.Ο αντίπαλος δεν είναι ο άλλος ποιητής μα η λευκή σελίδα.
ΟΣΑ ΔΕ ΦΤΑΝΕΙ Η ΑΛΕΠΟΥ ΤΑ ΦΤΑΝΕΙ Η ΚΑΜΗΛΟΠΑΡΔΑΛΗ
Ή ΑΛΛΩΣ
ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΤΡΩΕΙ Η ΜΕΛΙΣΣΑ ΒΟΣΚΑΕΙ ΚΙ Ο ΚΗΦΗΝΑΣ
Κύριε Σοφιανέ, ερωτώ:
Αν ο δικός σας Πετρώνιος ενδημούσε εντός κούτας στοιβαγμένος και περιτριγυρισμένος από χονδρό αλάτι προς συντήρηση, θα φέρατε κάποια πικρία;
Ποιος έχει την ευθύνη εξόρυξης του υλικού της κούτας;
Υ.Γ. Προτρέπω να ανοίξετε το βιβλίο του Αργύρη Χιόνη “Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ” και στη σελίδα 187 να διαβάσετε:
Πρέπει αν είμαι ποιητής τώρα να τ’ αποδείξω
Δεν ξέρω αν θά ‘χω άλλη ευκαιρία
Ο τεχνητός ετούτος ήλιος ο καιρός μας
Γρήγορα εξατμίζει τους ανθρώπους
Πιο γρήγορα τους ποιητές
Πρέπει τώρα πριν εξατμιστώ
Ν’ απασφαλίσω τον εκρηκτικό μηχανισμό
Που κουβαλάω κρυμμένο στο κρανίο μου
Ν’ ανατινάξω τα τοιχώματα της σκέψης
Να ξεχυθούνε τα μυαλά μου σαν ροδιού ρουμπίνια
Σαν πυρωμένα θραύσματα υπέροχης οβίδας
Σφυρίζοντας μες στον αγέρα απειλητικά
Όπως σφυρίζει η ποίηση όταν ποίηση είναι
***
Σε άλλες εποχές τα βιβλία τιμωρούνταν στον δια πυρός θάνατο.
Σήμερα που έχει σχεδόν καταργηθεί η θανατική ποινή των λέξεων
τα φυλακίζουμε ισοβίως εντός κούτας.
Υ.Γ. Παραιτούμαι: «Υποβάλλω την παραίτησή μου, εγκαταλείπω εκουσίως θέση,
αξίωμα ή δικαίωμα που έχω…»
Πόντιος Πιλάτος ο διαχρονικός
Η κριτική απορία της Ignis (:”μα τι ήταν κι αυτό πρωινιάτικο σε ιστοχώρο ΠΟΙΗΣΗΣ…”) φανερώνει ότι η ικανότητα του θαυμάζειν ιδιάζει στους ποιητές. Όντας όμως τακτική σχολιάστρια του Ποιείν απορώ, με τη σειρά μου, πώς η Ignis ένιωσε την ανάγκη να διατυπώσει την ένστασή της (υποθέτω από τα συμφραζόμενα : ένσταση αναφορικά με την έκπτωση της αναμενόμενης ποιητικότητας) γι’ αυτήν μονάχα την ανάρτηση. Κατα τα λοιπά, χαίρομαι που εισακούστηκα: Aρκετοί είναι οι εκλεκτοί σχολιαστές-ποιητές που παραθέτουν ποιημάτα του Σοφιανού αναδεικνύοντας με ενάργεια τα -κατα τη γνώμη τους- κίνητρα των υπόλοιπων σχολιαστών, χωρίς ομώς προς το παρόν να απαντούν στο καυτό ερώτημα του Σωτήρη Παστάκα που συλλάμβανει -κατα την γνώμη μου- τον πυρήνα της προβληματικής των αποκαλυπτικών εγγράφων.
Προφανής έλλειψη ενημέρωσης αγαπητέ κύριε Σπύρο. Δεν φταίτε εσείς βεβαίως. Προσωπικά το έχω δηλώσει δημοσίως από το 2003. Και παραμένω στην θέση μου.
Δώστε λίγη περισσότερη σημασία στα λεγόμενα της Dark…
“Μπορεί ένας να ψαρέψει με το σκουλήκι που ‘φαγε από βασιλιά, και να φάει το ψάρι που ετράφη μ΄αυτό το σκουλήκι.”
Άμλετ, Σαίξπηρ
Εκεί που γαλήνιος καθόμουν στον εξώστη της νύχτας και αισθανόμουν τα βλέφαρα να τα βαραίνουν τα δάχτυλα του Μορφέα, άκουσα στην εξώθυρα, ήχο διακριτικό.
Το μόνο που πρόλαβα να δω ήταν μια απόκοσμη σκιά να απομακρύνεται και ένα γράμμα πεσμένο.
Το άνοιξα, το διάβασα και το αντιγράφω:
19. – ΤΑ ΜΕΤΡΑ
Εκεί είδα άνθρωπον με ύφος αυστηρόν και σοβαρόν, που εκρατούσεν ένα πήχυ ελαστικόν και εμετρούσε τους Διαβάτας.
Κύτταξε, μου λέει ο Δαίμων αυτός είναι συνηθισμένος να τα βλέπη όλα ανάποδα τίποτα δεν τον ευχαριστεί να είσαι βέβαιος πως εις το τέλος θα κατηγορήση και τον εαυτόν του επί εσχάτη προδοσία κατά της φύσεως, όταν θα αποφασίση να καταλάβη, ότι περιπατεί όπως όλοι με το κεφάλι επάνω και με τα πόδια κάτω!
Και τι μετράει αυτός;
Μετράει την ηθικήν των άλλων με την ιδικήν του. Είναι Censor.
Αλλά, βλέπεις ο πήχυς του είναι ελαστικός όταν διακρίνη μιαν ηθικήν μεγαλυτέραν από την ιδικήν του, τεντώνει το μέτρον και την παρουσιάζει μικροτέραν.
Από το μέτρημα αυτό εβγήκαν όλοι ζημιωμένοι και του έμειναν χρεώσται.
Και επρόσθεσεν ακόμη:
Όπου και να στραφής, όπου και να πας, το είδος αυτό των «αρνητικών ανθρώπων» δεν θα αποφύγης έχει τόσας παραλλαγάς εις την ζωήν, ώστε δεν έχει τέλος.
Είναι το «αρνητικόν άπειρον»>.
Πρόσεξε και εις αυτό που θα ιδής εδώ.
Τότε με ωδήγησεν εις μίαν αίθουσαν, που υπήρχε πλήθος από εικόνας, κρεμασμένας εις τους τοίχους.
Οι άνθρωποι επερνούσαν, εθαύμαζον τας εικόνας και έφευγον ευχαριστημένοι και χορτάτοι από μιαν απόλαυσιν.
Διότι η ικανοποίησις κάθε αισθήσεως, από του ανθρώπου μέχρι του τελευταίου ζώου,
οταν αποτελή ευχαρίστησιν, αποτελεί ταυτοχρόνως και τροφήν.
Τότε εμβήκεν ένας άνθρωπος, που επροκάλεσε την προσοχήν των θεατών, οι οποίοι εψιθύρισαν μεταξύ των:
Ο Κριτικός… ο αισθητικός… ο σοφός…
Και άφησαν την απόλαυσίν των, που τους ευχαριστούσε μέχρι της στιγμής εκείνης, δια ν’ ακούσουν τι θα έλεγεν ο εισελθών «Κριτικός».
Εκείνος έρριψεν ένα βλέμμα εις τας εικόνας και εκίνησε το κεφάλι του με απελπισίαν κατόπιν έβγαλε και αυτός ένα μέτρον τεραστίας ελαστικότητος και ήρχισε να μετρή τας εικόνας…
Καμμία δεν εβγήκε μεγαλυτέρα από το μέτρον του.
Τότε εστρέφετο και έλεγε προς τους θεατάς:
Αυτή η εικόνα έχει μεγάλα σφάλματα το δένδρον αυτό έχει πολλά φύλλα, και σκεπάζεται ο ουρανός του βάθους…
Ο άνθρωπος είναι ξαπλωμένος εις την ρίζαν του και ακουμβά αριστερά…
Εκείνος ο σκύλος, που τρέχει εις το βάθος και κυνηγάει τον λαγόν, δεν προοιωνίζει την «μελλοντικήν» σύνθεσιν, διότι εις το μέλλον θ’ αρχίσουν οι λαγοί να κυνηγούν τους σκύλους…
Και εξακολούθούσεν ο άνθρωπος να κρίνη, ν’ αναλύη, να επικρίνη, τέλος δε έσχισε την εικόνα με ένα ψαλίδι, και επροχωρούσε παρακάτω δια να επαναλάβη τα ίδια…
Πολύ μεγάλος ζωγράφος θα είναι αυτός, εσκέφθην, που ευρίσκει με τόσην ευκολίαν τα σφάλματα των συναδέλφων του.
Εκίνησε το κεφάλι του με θλίψιν το Φάσμα και απήντησεν:
Αυτός απεπειράθη μίαν φοράν να γίνη ζωγράφος και δεν το κατώρθωσεν.
Ο άνθρωπος δεν είχε μέσα του την «σύνθεσιν».
Από τότε δεν ανέχεται εμπρός του κανένα είδος συνθέσεως έτσι η τάσις του προς την Τέχνην διεμορφώθει «αρνητική» : μετεβλήθη εις μανίαν «αποσυνθέσεως»
Αυτόν τον τύπον θα τον απαντήσης εις όλας τας εκδηλώσεις του πνεύματος: εις την φιλολογίαν, εις την ποίησιν, εις την επιστήμην, εις την τέχνην, εις την πολιτικήν.
Σου τον επαρουσίασα εις την ζωγραφικήν, δια να αντιληφθής καλύτερα την εικόνα, επειδή είσαι ζώον και με εικόνας διανοείσαι.
Και τον πιστεύουν αυτόν όλοι εκείνοι που είναι γύρω του και τον ανέχονται να κατακερματίζη τας συνθέσεις των άλλων, που έγιναν με τόσον κόπον;
Τον πιστεύουν όσοι διαισθάνονται μέσα των την τάσιν προς την αποσύνθεσιν, η δε καταστροφή κάθε συνθέσεως τους ικανοποιεί.
Δηλαδή έχουν μέσα των την υποκειμενικήν «άρνησιν», η οποία μαζί με την αντικειμενικήν «άρνησιν» μεταβάλλεται εις «θέσιν» και επομένως εις ικανοποίησιν.
Η ψυχή των είναι μια κουκουβάγια, δια την οποίαν τα ερείπια είναι το πολυτελέστερον και ανετώτερον παλάτι.
Εστράφην πάλιν δια να παρατηρήσω τον Αποσυνθετικόν αυτόν άνθρωπον, που κατέστρεφε το έργον των Συνθετικών.
Φρικτόν! Η ωραία Πινακοθήκη είχε γυμνωθή εντελώς όλαι αι εικόνες είχον κατακερματισθή, εις δε την θέσιν των δεν απέμεινεν άλλο, παρά αδειανά και χαίνοντα πλαίσια.
Και είδα τους ανθρώπους, που ήσαν προτήτερα τόσον ευχαριστημένοι με τας εικόνας που έβλεπον, να φεύγουν τώρα μελαγχολικοί και σκυθρωποί.
Μόνον δε ο Αποσυνθετικός έφυγε με ευχαρίστησιν και ικανοποίησιν, ότι είχεν εκπληρώση καθήκον ιερόν προς μιαν θρησκείαν,–της οποίας δεν είχε κατορθώση να γείνη λειτουργός,–καταστρέφων τα είδωλά της.
Η «αποσυνθετικότης» του είχε μεταβληθή και εις ένα είδος «συνειδήσεως»!
POL ARCAS
Υ.Γ. “Ο αλάνθαστος τρόπος για να πλανηθείς, είναι να θεωρήσεις πως γνωρίζεις περισσότερα από τους άλλους”
…Γιατί αν τη ροή αίματος τη μετρούν απ’ τ’ αυτί μου, όπως και στους άλλους ανθρώπους, όμως τη ροή σπέρματος την καταγράφουν από την αφή μου.
Γι’ αυτό ρίχνομαι τόσο συχνά πάνω σε γυναίκες ανέτοιμες (Μα πού πάει το χέρι σας; Μια χειραψία αθώα, κι εσείς τα φτάσατε ως τη μασχάλη), μου αρνούνται όλες γιατί παρουσιάζομαι έτσι αβάσταχτος…
***
Κι έπειτα, είναι κι αυτή η ματαιοδοξία που συμπεριφέρομαι γκορπικά, μια τελευταία προσπάθεια να υπάρξω κατόπι με τ’ αναιμικά μου γραφτά.
Μήπως υπήρξα και πριν να θέλω να υπάρξω μετά;
Κι αν θα υπάρξω, είμαι τώρα βέβαιος, δε θα οφείλεται στα γραφτά μου, αλλά στις πράξεις μου,
στα κορίτσια που χάιδεψα, στους φίλους που φίλεψα παρηγοριά και εγκαρτέρηση, για όσο καιρό φυσικά θα υπάρχουν κι αυτοί.
Γκορπισμός ΜΑΡΙΟΣ ΧΑΚΚΑΣ Ο ΜΠΙΝΤΕΣ
…Όλοι τώρα βλέπαμε το ανοιγμένο κρανίο, τη μαύρη τρύπα να χάσκει.
Μερικοί σκύβαν πάνω απ’ την άβυσσο μήπως και διακρίνουν στο σκοτάδι της ποίησης νέα σχήματα, ρίζες για νέα λουλούδια, αν υπήρχε έδαφος και για άλλη ανθοφορία να κλείσει το χάσμα.
Οι περισσότεροι σιωπούσαμε.Καθόμασταν στο μικρό σαλονάκι καπνίζοντας σβησμένα τσιγάρα,παίζοντας μουγγά κομπολόγια κι έχοντας κόντρα τον ήλιο,ενώ το φεγγάρι έκαιγε.
Ένα κρανίο γεμάτο λουλούδια ΜΑΡΙΟΣ ΧΑΚΚΑΣ Ο ΜΠΙΝΤΕΣ
Το να μην μιλήσει κανείς σημαίνει ότι αποδέχεται τα παραπάνω.
Σημαίνει ότι αποδέχεται τους χαρακτηρισμούς στην κυρία ανάρτηση. Που απευθύνονται είτε σε εκείνον ως σχολιαστή, είτε στους συνομιλητές του σχολιαστές.
Στο κοινό που συμμετέχει σε μια ιστοσελίδα δηλαδή…
(τέτοιο κοινό λοιπόν εδώ; Κοινό;;;)
Και το να διαπληκτίζονται κάποιοι μεταξύ των, να ομαδοποιούνται κάποιοι άλλοι, άλλοι πάλι να προσεταιρίζονται κάποιους μπας και δεν απομείνουν μόνοι τους, είναι φυσιολογικό και σύνηθες σε έναν μεγάλο ιστοχώρο (και όχι μόνον).
Αλλά το να διαθέτει μια καθ’ όλα ενδιαφέρουσα ανάρτηση, μια τόσο διαφωτιστική ανάρτηση για το σκεπτικό και τις δυσκολίες ενός που καλείται να κρίνει και να αποφασίσει, να συμπεριλαμβάνει κι ένα αρκούντως εριστικό και απαξιωτικό ως προς τους πιθανούς σχολιαστές του παράρτημα….. ε αυτό επιτρέψτε μου, να μην μπορώ να το καταπιώ!
Η σιωπή εδώ θα δήλωνε αποδοχή
Ότι οι συνομιλητές κάθισαν σαν βρεγμένες κότες και κατάπιαν αμάσητη την σύσταση. Και ότι αυτό είναι. (=λούστροι ή με τα εσώρουχα κατεβασμένα, πιθανοί κοπρίτες και τσόγλανοι)
Και σαφώς οι λέξεις που μεταχειρίστηκα (βρεγμένες κότες κλπ) δεν είναι οι δέουσες για ένα τέτοιο χώρο και ποτέ μου δεν ήθελα να καταντάω να γράφω σχόλια σαν και αυτό εδώ..
(ναι, έχω υψηλές απαιτήσεις από την ποίηση κ.Σπύρο, πολύ υψηλές.. από τους ποιητές να δείτε πόσες…ίσως για αυτό δεν διανέμω τόσο εύκολα αυτήν την ιδιότητα “ποιητής”, μου χρειάζονται να δω πολύ περισσότερα από ένα η δυο καλά ποιήματα. Μου χρειάζεται σύνολο. Έργου και γιατί όχι, συνολικού γραπτού λόγου)
Οι ποιητές για μένα ούτε σαν μοδίστρες μπορούν να ερίζουν (πολύ καλά το είπε ο κ. Κυριαζής, ο αντίπαλος δεν είναι ο άλλος αλλά η λευκή σελίδα, όπου για να υπενθυμίσω ένα ποίημα του Νικανόρ Πάρρα, οφείλει να γίνει καλύτερη) (αλλιώς καλύτερα να παραμείνει άγραφη, μακάρι να το έπρατταν αυτό πολλοί “ποιητές” που στιχορροούν ακατασχέτως) πάνω από το ποια έφτιαξε το πιο καλό μανίκι ή ποιανής κρεμά το στρίφωμα, ούτε σαν λιμενεργάτες μπορούν να μιλούν, ούτε σαν τραμπούκοι, ούτε σαν οτιδήποτε άλλο που χαμηλώνει τον Λόγο.
(ναι αυτές οι…”βιογραφίες”, είναι ένα πρόβλημα, αποκαλύπτουν την αλήθεια την αήθεια, μα κυρίως την (προσπ) -οίηση)
Τα σχόλια του καθενός και η συμπεριφορά του αφορούν τον εαυτό του. Χαρακτηρίζουν τον εαυτό του (και ο νοών νοείτω)
Οι αναρτήσεις όμως και το τι ανέχεται κανείς ευρισκόμενος σε ένα χώρο, χαρακτηρίζουν, στιγματίζουν το ποιόν όλων.
Ό,τι αρέσει στον καθένα επομένως, κι όπως ανέχεται να του απευθύνονται. (Κάποια στιγμή διαπιστώνεις ότι πάει “πολύ”. Τότε μιλάς…
Αν υπάρχει προηγούμενο ανάρτησης που υποτιμά εκ προοιμίου το κοινό της, λυπούμαι, δεν έτυχε να το δω. Δεν είμαι πάντα και ούτε ανέκαθεν εδώ παρούσα, ούτε συνεχής διαδικτυακός διαβάτης, δόξα τω θεώ!!!!)
Αν έχω κάνει ένα σφάλμα, είναι ότι έχω τις υψηλότερες απαιτήσεις από αυτήν την ιστοσελίδα που είχα από οποιονδήποτε χώρο στο διαδίκτυο που κινήθηκα ποτέ. Πιστεύω ότι μου έχει δώσει ήδη πολλά πράγματα, έχω ωφεληθεί πολλά που δεν θα τα επληροφορούμην αλλιώς, και δεν θα ήθελα σε καμία περίπτωση να γνωρίζω ότι ευρίσκομαι εν μέσω ανθρώπων που άλλη δουλειά δεν κάνουν από το να ξεσκονίζουν τα υποδήματα του καθενός επ’ αμοιβή (αυτό δεν κάνει ο λούστρος;)
Αλλά εν μέσω ποιητών και ατόμων που εκτιμούν και εμφορούνται από την Ποίηση.
Αυτό είναι η ψυχ-αγωγία. Η της ψυχής αγωγή και αναβάθμιση του ατόμου.
Το άλλο το λέμε περνάμε την ώρα μας, χαζεύουμε και φροντίζουμε για την αυτοπροβολή μας. Γυαλίζοντας υποδήματα.
Αρκετά με αυτά, προς το παρόν απολαμβάνω την σημερινή ανάρτηση για τον Λορεντζάτο.
Κι ίσως να τολμήσω να σκεφτώ πως η ομορφιά είναι ανεξάντλητη…
ΥΓ.
και αν υποψιαστώ (ΑΝ!) ότι με τυχόν ρεβεράντζες και λοιπά σκουπίσματα δίδονται οι τιμές και τα βραβεία, πιστέψτε με, ούτε καν το …παράσημο του Τάγματος της Ευποιίας δεν θα ήθελα, αν ήταν να το πάρω έρποντας ή γλείφοντας…
Eνα υποδειγματικό σχόλιο από την Ιgnis. Απαντήσατε Ιgnis στο ερώτημα του Σωτήρη Παστάκα: (“δεν θα ήθελα [τα βραβεία] , αν ήταν να [τα] πάρω έρποντας ή γλείφοντας”) και δηλώσατε με κατηγορηματικό τρόπο την άρνηση σας να σιωπήσετε (“Η σιωπή ΕΔΩ θα δήλωνε αποδοχή”) σε τυχόν υποβάθμιση του Λόγου σε αυτήν τον ιστόσελίδα. Ο διακριτικός τόνος της παρέμβασής σας μου έφερε στο νου τη περίφημη δήλωση του Σεφέρη – όταν διακυβεύονταν αντίστοιχης σπουδαιότητας πνευματικά ζητήματα. Την παράθετω αυτούσια για να θυμούνται οι παλαιότεροι και να μαθαίνουν οι νεότεροι:
«Πάει καιρὸς ποὺ πῆρα τὴν ἀπόφαση νὰ κρατηθῶ ἔξω ἀπὸ τὰ πολιτικὰ τοῦ τόπου. Προσπάθησα ἄλλοτε νὰ τὸ ἐξηγήσω. Αὐτὸ δὲ σημαίνει διόλου πὼς μοῦ εἶναι ἀδιάφορη ἡ πολιτικὴ ζωή μας. Ἔτσι, ἀπὸ τὰ χρόνια ἐκεῖνα, ὡς τώρα τελευταῖα, ἔπαψα κατὰ κανόνα νὰ ἀγγίζω τέτοια θέματα· ἐξάλλου τὰ ὅσα δημοσίεψα ὡς τὶς ἀρχὲς τοῦ 1967 καὶ ἡ κατοπινὴ στάση μου – δὲν ἔχω δημοσιέψει τίποτα στὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τότε ποὺ φιμώθηκε ἡ ἐλευθερία – ἔδειχναν, μοῦ φαίνεται, ἀρκετὰ καθαρὰ τὴ σκέψη μου.
Μολαταῦτα, μῆνες τώρα, αἰσθάνομαι μέσα μου καὶ γύρω μου, ὁλοένα πιὸ ἐπιτακτικά, τὸ χρέος νὰ πῶ ἕνα λόγο γιὰ τὴ σημερινὴ κατάστασή μας. Μὲ ὅλη τὴ δυνατὴ συντομία, νὰ τί θὰ ἔλεγα:
Κλείνουν δυὸ χρόνια ποὺ μᾶς ἔχει ἐπιβληθεῖ ἕνα καθεστὼς ὁλωσδιόλου ἀντίθετο μὲ τὰ ἰδεώδη γιὰ τὰ ὁποῖα πολέμησε ὁ κόσμος μας καὶ τόσο περίλαμπρα ὁ λαός μας στὸν τελευταῖο παγκόσμιο πόλεμο. Εἶναι μία κατάσταση ὑποχρεωτικῆς νάρκης, ὅπου ὅσες πνευματικὲς ἀξίες κατορθώσαμε νὰ κρατήσουμε ζωντανές, μὲ πόνους καὶ μὲ κόπους, πᾶνε κι αὐτὲς νὰ καταποντιστοῦν μέσα στὰ ἑλώδη στεκούμενα νερά. Δὲ θὰ μοῦ ἦταν δύσκολο νὰ καταλάβω πῶς τέτοιες ζημιὲς δὲ λογαριάζουν πάρα πολὺ γιὰ ὁρισμένους ἀνθρώπους.
Δυστυχῶς δὲν πρόκειται μόνον γι᾿ αὐτὸ τὸν κίνδυνο. Ὅλοι πιὰ τὸ διδάχτηκαν καὶ τὸ ξέρουν πὼς στὶς δικτατορικὲς καταστάσεις ἡ ἀρχὴ μπορεῖ νὰ μοιάζει εὔκολη, ὅμως ἡ τραγωδία περιμένει ἀναπότρεπτη στὸ τέλος. Τὸ δράμα αὐτοῦ τοῦ τέλους μᾶς βασανίζει, συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα, ὅπως στοὺς παμπάλαιους χοροὺς τοῦ Αἰσχύλου. Ὅσο μένει ἡ ἀνωμαλία, τόσο προχωρεῖ τὸ κακό.
Εἶμαι ἕνας ἄνθρωπος χωρὶς κανένα ἀπολύτως πολιτικὸ δεσμὸ καί, μπορῶ νὰ τὸ πῶ, μιλῶ χωρὶς φόβο καὶ χωρὶς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τὸν γκρεμὸ ὅπου μᾶς ὁδηγεῖ ἡ καταπίεση ποὺ κάλυψε τὸν τόπο. Αὐτὴ ἡ ἀνωμαλία πρέπει νὰ σταματήσει. Εἶναι ἐθνικὴ ἐπιταγή.
Τώρα ξαναγυρίζω στὴ σιωπή μου. Παρακαλῶ τὸ Θεὸ νὰ μὴ μὲ φέρει ἄλλη φορὰ σὲ παρόμοια ἀνάγκη νὰ ξαναμιλήσω».
Πόσο επίκαιροι οι στίχοι του ποιητή:
“Τι φταίω εγώ αν μου δίνουν φτερά οι θεοί και νύχια οι άνθρωποι;…”
προς τους σχολιαστές και πάλι
φωνές βοώντος εν τη ερήμω…
ο καθείς μπορεί να φωνασκεί
οι ωτοασπίδες φθηνές
και οι λέξεις μπόλικες
και συνεχίζω 🙂
κ.Παστάκα
στην ερώτηση που θέτετε και την οποία σκέφτηκα πολύ
Βραβεία Ποίησης κύριε;
Παρακαλώ
Πείτε μου ποιός βραβεύει ποιόν;
και τελικά όλη αυτή η φασαρία
από όλους είναι για το γλυκό κεράσι;
συγνώμη αλλά είχα την εντύπωση
ότι όσοι γράφουν
γράφουν γιατί
ΤΟ ΓΟΥΣΤΑΡΟΥΝ
τα υπόλοιπα…φιοριτούρες
Φτύνω κατάμουτρα τα βραβεία
ΚΡΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΜΗ
οπως επίσης και τους κριτικούς ποίησης
κανείς δεν θα μου πει τι θα διαβάζω
και δεν χρειάζεται να βγαίνω να το ουρλιάζω
όλοι το ίδιο κάνουμε
γράφετε; καλώς
δεν γράφετε ; πάλι καλώς
οι τραγωδίες γράφτηκαν απο τους αρχαίους ημών
δεν χρειάζονται ρετουσάρισμα και νέες
εκδόσεις
νομίζω ότι εγγραφές σας πολύ καλές
έχουν αγνοηθεί και δεν ξέρω για ποιόν λόγο
ενώ εγγραφές αμφιβόλου στόχου
προκαλούν…
χμμμ…μου θυμίζει λίγο Star Chanel η υπόθεση
χωρίς την Έφη Θωδη
(εντάξει τώρα όλοι την ξέρουμε μην κοκκινίζετε!!)
Αν θυμάμαι καλά, σ’ ένα ποίημά του, ο Σεφέρης έγραψε (κυριολεκτικώς και μεταφορικώς):
ΠΡΟΤΙΜΩ ΕΝΑ ΠΟΤΗΡΙ ΑΙΜΑ, ΠΑΡΑ ΜΙΑ ΣΤΑΛΑ ΜΕΛΑΝΙ
Δεν είναι μακριά αυτά τα δυο κ. Ψαραδάκη
Αν κάποιος θέλει να γράψει, έτσι γράφει
Και είτε συμβολικά, μια και η ποίηση για να γραφτεί απαιτεί το αίμα του, είτε πραγματικά όπως λέγεται ότι έγραψε ο Λιαντίνης ευρισκόμενος στην Γερμανία όταν του είχε σωθεί το μελάνι..