ΩΡΑΙΟ ΠΟΤΑΜΙ ΚΥΛΑΕΙ ΑΡΓΑ
Ωραίο ποτάμι κυλάει αργά
νωχελικά στον ήλιο
Είμαι στο τραίνο που πεθύμησα μικρός
πάνω στη γέφυρα
Ο ταξιδιώτης που ήθελα
να υγραίνεται σε μάτια θηλυκά
το ακριβές είδωλό του.
Ωραίο ποτάμι κυλάει αργά
Μια ρανίδα φωτός
κατεβάζει στη θάλασσα
μια νοερή πτυχή
του ανείδωτου εγώ
σε απάτητα βάθη
κι αναδύεται πάλι αυτή
στον ορίζοντα ιριδίζουσα κόρη.
Ωραίο ποτάμι κυλάει αργά
καθρεφτίζει την ως άνω ρανίδα φωτός
μια πτυχή νοερή σʼ ένα σύννεφο άσπρο
πριν να πέσει η βροχή δειλινή
και να σκίσει στα δυο
τον αρχέγονο βράχο
νʼ αναβλύσει ξανά
η αρχαία πηγή.
ΚΑΠΟΤΕ ΕΦΥΓΑ ΜΑΚΡΙΑ
Υπήρξαν βράδια που έφυγα
Και δεν ξέρω πού πήγα.
Κάποτε έπεσα στο πάτωμα
Κάποτε βρέθηκα σʼ ένα στασίδι
και ξημέρωνε
Κάποτε γύρισα σʼ ένα παγκάκι
να δω τι άφησα
Κοιμήθηκα γυμνός
κάποτε
σʼ ένα κύμα.
Έπειτα ανέβηκα ψηλά
κι έβλεπα σύννεφα ηλιόλουστα
που συννεφιάζουν τα βουνά.
Τον ίσκιο μου να τρέμει στα νερά.
Φοβήθηκα ταʼ αεροπλάνα ύστερα
Οι νύχτες μου έμπαζαν νερά
Κι έμεινα μόνος
μʼ ένα πουκάμισο φιδιού στο πλάι μου.
Κάποτε έφυγα μακριά
Και δεν θα μάθουμε ποτέ πού πήγα.
FADE OUT
Αρχίζουνε οι εκπομπές των ρύπων
Ανοίγει το ψιλικατζίδικο
Έρχονται οι εργάτες της οικοδομής
πλακάκια, ελαιοχρωματισμοί, μερεμέτια.
Ξεκινούν τα παιδιά για το σχολείο
Ξεπετάγονται εαρινά κορίτσια
Η τρίτη ηλικία μʼ αθλητικά παπούτσια
ψωνίζει στα μαγαζιά της συνοικίας.
Ανεβαίνει ο ήλιος κατακόρυφα στον ουρανό
Και κόβει τη μέρα στα δυο.
Κάποιος τρυπάει τα χέρια του
Κάποιος σβήνει τη δίψα του με ξύδια
Κάποιος βυθίζει το μαχαίρι στην πληγή.
Κι έπειτα ένας μαύρος ήλιος
Με το φεγγάρι στα σπλάχνα
Σε καπνισμένο γυαλί.
Επιστρέφουμε στην επιφάνεια μετά
Η κάμερα ακίνητη σε μια στιγμή
Τα παιδιά ακούνε μουσική
Τραγουδάνε
Ακούνε μουσική και τραγουδάνε
Και ξεμακραίνει η μουσική
Ξεμακραίνει
Fade out
Κι έρχονται πάλι τα παιδιά
Και τραγουδάνε.
Γαλήνεψα με τις λέξεις..
Η ανάγνωση των τριών ποιημάτων του κ. Καλογερόπουλου με έφερε να σκεφτώ πως ξεκινώ εξαρχής από μια βάση αγάπης, όταν διαβάζω ποιητές, που υφίσταται και τη θεωρώ κι απαραίτητη, μα φυσική όχι δεσμευτική, και πιστεύω πως έτσι κάμνουν με μιαν αυθόρμητα καθαρότητα κι όλοι όσοι αγαπούν την ποίηση και προπαντός όσοι γράφουν ποίηση
Λέω όσοι γράφουν, γιατί η ισχυρή τριβή με τη γραφή ποιημάτων σού παρέχει σιγά σιγά ένα πλεονέκτημα : μπορείς να δεις – πάντως όχι πάντα – ως πού φτάνει ο ποιητής με το λόγο του, να εννοήσεις, να ‘χεις τη θέαση των εκπεφρασμένων δυνατοτήτων του μέσω του μικρού ή μεγάλου τάλαντου και να συν-κινηθείς μαζί του ως εκεί που πάει να εξηγήσει τον κόσμο
Το ” πάντως όχι πάντα” στο καθορίζει άμεσα ο αναγιγνωσκόμενος ποιητής αλλά και σε μεγάλο βαθμό οι προσωπικές σου ικανότητες να εισχωρείς, να διεισδύεις στη χώρα του
Κι υπάρχουν χώρες ή τουλάχιστον εκτενή τοπία απʼ τις χώρες αυτές- ξεχωριστά δόξα τω Θεώ- να ησυχάσεις λίγο την ανάγκη σου για γνήσια ποίηση
Αυτός είναι ποιητής.
Δυό στίχοι του παλαιότερα εδώ.
http://awron.blogspot.com/2007/03/o.html
ποιήματα.
μου άρεσε περισσότερο το τρίτο, αν και με γαλήνεψε, όπως έγραφε κάποιος παραπάνω, και το πρώτο…
πάντως, παρόλο που μπορεί να είναι λίγα, όπως λέει ο μίχος, και εγώ δεν τον ξέρω τον ποιητή, δε θα μιλήσω καθόλου γι’ αυτόν.
είναι όμως ποιήματα αυτά που διάβασα. κι επιμένω στο τρίτο. γιατί φέρνει την ανθρωπιά στο επίπεδο της αρμονικής αποδοχής.
υγ. ευχαριστώ για τη φιλοξενία, α!
🙂