έξη χιλιάδες νέοι κι έφηβοι παιδιά και κλείστηκαν με φωνές. Απ’ έξω ένας στρατός και πολιορκεί κι άλλος λαός και φώναζε. Ξαφνικά κατέβηκε μια σιωπή κι αυτοί οι νέοι βάρυναν. Αισθάνθηκαν να αποχτούν ένα ακατανίκητο βάρος και σαν ένα τεράστιο και ταραγμένο σύμπλεγμα όπως εκείνα τα σπαραγμένα ανθρώπινα μαζώματα της καταστροφής. Αβάσταχτα σώματα κι άρχισαν να βουλιάζουν ξαφνικά μέσα στη γη κι οι ακίνητες χειρονομίες τους αναπήδησαν από τη γη σαν τελευταίοι θάμνοι και χάθηκαν. Σ’ εκείνο το μέρος η γη δεν άντεξε και υποχώρησε σαν μια καθίζηση και χωρίς κανέναν κρότο ο σωρός βούλιαζε μαρμαρωμένος κι αργά σαν καράβι και τεντωμένα άλογα που πέφτουν σε γκρεμνό κι έσπανε σε μεγάλα κομάτια το κάθε κομάτι μεγαλύτερο από το ολόκληρο. Γλυστράν βαθειά και βυθίζονται βαρειά κι αργά στα μαλακά βάθη της γης που έχουν ένα τρυφερό χώμα και πιο βαθειά απ’ όλες τις ρίζες κι από όλους τους τάφους κι ακόμα πιο βαθειά κι από τις παραχωμένες άγκυρες του κακού και σκαλωμένες. Απότομα η γη έγειρε κι έκανε κλίση προς τα εκεί. Αλλά κανείς δεν πλησιάζει το βάραθρο και όλοι αποστρέφονται. Κανείς ποτέ δεν θα τολμήσει να σκύψει και να ιδεί κι ούτε κι οι μάνες. Κανείς να μην τολμήσει.