Κατά Σαδδουκαίων
Πλήθος Σαδδουκαίων
Ρωμαίων υπαλλήλων
μάντεις και αστρονόμοι
(κάποιος Βαλβίλος εξ Εφέσου)
περιστοιχίζουν τον Αυτοκράτορα.
Κραυγές απʼ τον προνάρθηκα του Ναού.
Απʼ τη φατρία των Εβιονιτών κραυγές:
Ο ψευδο-Μάρκελος να παριστάνει το Χριστό.
Διδάσκετε την επανάστασιν κατά του πρίγκηπος
Οι Χριστιανοί να ʽχουνε δούλους Χριστιανούς.
Η αριστοκρατία του Ναού να εκλείψει.
Εγώ απέναντι σας ένας μάρτυρας
η θέληση μου που καταπατήθηκε
τόσους αιώνες.
Τους ύπατους εγώ ανέδειξα στις συνελεύσεις
κι αυτοί κληρονομήσανε τα δικαιώματα
φορέσαν πορφυρούν ατίθασον ένδυμα
σανδάλια μεταξωτά ή πανοπλία
εξακοντίζουν τα βέλη τους εναντίον μου –
η θέληση μου που καταπατήθηκε
τόσους αιώνες.
Τους άλλους απʼ την πέτρα και το τείχος μου
καθώς νερό πηγής τους είχα φέρει
η θρησκεία τους μυστηριώδης δεισιδαιμονία
τʼ άλογα τους απʼ τον κάμπο μου•
δε μου επέτρεψαν να δω τον Αυτοκράτορα
τους υπάτους δεν άφηναν να πλησιάσω
σε μυστικά συμπόσια και ένδοξα
τη θέληση μου που την καταπατήσανε
τόσους αιώνες.
Τώρα κι εγώ υποψιάζομαι
όλο το πλήθος των αυλοκολάκων
όλους τους ταπεινούς γραμματικούς
τους βραβευμένους με χρυσά παράσημα
λεγεωνάριους και στρατηλάτες
υποψιάζομαι τις αυλητρίδες τη γιορτή
όλους τους λόγους και προπόσεις
αυτούς που παριστάνουνε τους εθνικούς
τον πορφυρούν χιτώνα του πρίγκηπος
τους συμβουλάτορες και τους αιρετικούς
υποψιάζομαι συνωμοσία
νύκτα θα ρεύσει πολύ αίμα
νύχτα θα εγκαταστήσουν τη βασιλεία τους
νέοι πρίγκιπες με νέους στέφανους
οι πονηροί ρωμαίοι υπάλληλοι
του Αυτοκράτορος
ʽτοιμάζουνε κρυφά να παραδώσουν
να παραδώσουν τα κλειδιά και την
υπόκλιση τους.
Εγώ πάλι μέσα στο πλήθος διακλαδίζομαι
η θέληση μου διακλαδίζεται μέσα στο πλήθος
μαζεύω τους σκόρπιους σπόρους μου
για την καινούργια μακρινή μου ανάσταση
μαζεύω.
Βησιγότθοι
Άξαφνα η πόρτα μας άνοιξε.
πρώτος κατέβαινε ο αυτοκράτορας
με καινούργια στολή
ο νέος αρχιεπίσκοπος
ο υπουργός παιδείας και θρησκευμάτων
(η εργάτρια Ντούμπιοβα παρήγαγε
δεκαπέντε χιλιάδες ποτήρια)
ο στρατάρχης ήρωας της μάχης Σαρώ
πιο πίσω οι αυλοκόλακες
οι υπάλληλοι όλοι με τας συζύγους των
ο πρόεδρος τους ανωτάτου δικαστηρίου
στο τέλος ένα παιδί που ήταν ο γελωτοποιός.
Εγώ αντιπροσώπευα τα στρατεύματα της Κορέας
των Γάλλων πατριωτών
των Ισπανών εξόριστων
την παυμένη εφημερίδα «Ελεύθερη Γνώμη»
την άλλη που έμεινε μόνον ο τίτλος της.
Οι ποιητές κρατώντας τα λάβαρα
έγραφαν ύμνους
κρατούσαν την αναπνοή μπροστά στους
επισήμους
χειροκροτούσαν ακατάπαυστα όλους
τους ρήτορες.
Τώρα το πώς εγίνηκε το απαίσιο πλήθος
να στριμώχνεται πάλι στα κάγκελα
το πώς εγίνηκε
το συνδικάτο των οικοδόμων να στέλνει
ομόφωνα ψηφίσματα
να στρώνει χαλιά γι αυτή την παρέλαση
μην το ρωτήσετε.
Φταίει αυτός που ήτανε δίπλα μου
όπου στην κρίσιμη ώρα σʼ αυτή τη σιωπή
εψιθύρισε:
Η μύτη της κυρίας Δημάρχου θυμίζει τη γεωγραφία.
Το τι επακολούθησε δεν περιγράφεται.
Διαδόθηκε μέσα στο αδιάφορο πλήθος η φήμη
οι υπουργοί θορυβήθησαν
ο πυγμάχος που έγινε χωροφύλακας έλαβε θέση
στους διπλανούς διαδρόμους οι πυροσβέστες
πλησιάσαν
ο πρόεδρος χτυπούσε μέσα στην αίθουσα
τον κώδωνα
σβηστήκαν τα κεριά του ναού
και κει στη μεγάλη τους σύγχυση τα κατάφερα
μʼ ένα μικρό βηματάκι άξαφνα να βρεθώ
να θαυμάζω το θέαμα.
Όταν τα φώτα ξανάναψαν
η χάλκινη πόρτα αμίλητη έκλεισε όπως φαίνεται
και δίπλα μου οι γυναίκες ξεφώνιζαν
τραβούσαν τα μαλλιά τους τσιρίζοντας
όχι γιατί δεν πρόλαβαν την παρέλαση
όλων των επισήμων
αλλά που χάσανε μέσα στο σκότος
τους άντρες τους.
Οι πάροδοι που οδηγούσαν προς τις εξέδρες
στις πόρτες των ναών και των φυλάκων
στους διαδρόμους των εξοχών
στα δημόσια πάρκα
στα κρατικά εκπαιδευτήρια
στη δουλειά με το κομμάτι
στην ποινή του θανάτου
παντού παντού παντού
ως και σε μένα τον αδιάφορο
είχανε εισχωρήσει σα μυστικοί χωροφύλακες
οι Βησιγότθοι.
Μη σκεφτείς άσκημα για τους Βησιγότθους
είναι κάτι ακίνητα μαζεμένα υποκείμενα
που παριστάνουν τους επιδρομείς.
Πάντως θα καταλάβατε τον αρχαίο ναό
τι αντιπροσώπευε ο γελωτοποιός
τι αντιπροσώπευα εγώ ο γελοίος
ποιοι οι Βησιγότθοι οι αρχιεπίσκοποι
κι ο ένδοξος αυτοκράτορας.
Υπάρχουνε προϋποθέσεις
για μια καινούργια άνοιξη.
Όταν…
Όταν ακούω να μιλάν για τον καιρό
όταν ακούω να μιλάνε για τον πόλεμο
όταν ακούω σήμερα το Αιγαίο να γίνεται ποίηση
να πλημμυρίζει τα σαλόνια
όταν ακούω να υποψιάζονται τις ιδέες μου
να τις ταχτοποιούν σε μια θυρίδα
όταν ακούω σένα να μιλάς
εγώ πάντα σωπαίνω.
Όταν ακούω κάποτε στα βέβαια αυτιά μου
ήχους παράξενους ψίθυρους μακρινούς
όταν ακούω σάλπιγγες και θούρια
λόγους ατέλειωτους ύμνους και κρότους
όταν ακούω να μιλούν για την ελευθερία
για νόμους ευαγγέλια και μια ζωή με τάξη
όταν ακούω να γελούν
όταν ακούω πάλι να μιλούν
εγώ πάντα σωπαίνω.
Μα κάποτε που η κρύα σιωπή θα περιβρέχει τη γη
κάποτε που θα στερέψουν οι άσημες φλυαρίες
κι όλοι τους θα προσμένουνε σίγουρα τη φωνή
θʼ ανοίξω το στόμα μου
θα γεμίσουν οι κήποι με καταρράκτες
στις ίδιες βρώμικες αυλές τα οπλοστάσια
οι νέοι έξαλλοι θʼ ακολουθούν με στίχους χωρίς ύμνους
ούτε υποταγή στην τρομερή εξουσία.
Πάλι σας δίνω όραμα.
Η διαθήκη μου
Αντισταθείτε
σʼ αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι
και λέει: καλά είμαι εδώ.
Αντισταθείτε σʼ αυτόν που γύρισε πάλι στο σπίτι
και λέει: Δόξα σοι ο Θεός.
Αντισταθείτε
στον περσικό τάπητα των πολυκατοικιών
στον κοντό άνθρωπο του γραφείου
στην εταιρεία εισαγωγαί – εξαγωγαί
στην κρατική εκπαίδευση
στο φόρο
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ.
Αντισταθείτε
σʼ αυτόν που χαιρετάει απʼ την εξέδρα ώρες
ατελείωτες τις παρελάσεις
σʼ αυτή την άγονη κυρία που μοιράζει
έντυπα αγίων λίβανον και σμύρναν
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ.
Αντισταθείτε πάλι σʼ όλους αυτούς που λέγονται μεγάλοι
στον πρόεδρο του Εφετείου αντισταθείτε
στις μουσικές τα τούμπανα και τις παράτες
σʼ όλα τʼ ανώτερα συνέδρια που φλυαρούνε
πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλατόροι
σʼ όλους που γράφουν λόγους για την εποχή
δίπλα στη χειμωνιάτικη θερμάστρα
στις κολακείες τις ευχές στις τόσες υποκλίσεις
από γραφιάδες και δειλούς για το σοφό αρχηγό τους.
Αντισταθείτε στις υπηρεσίες των αλλοδαπών
και διαβατηρίων
στις φοβερές σημαίες των κρατών και τη διπλωματία
στα εργοστάσια πολεμικών υλών
σʼ αυτούς που λένε λυρισμό τα ωραία λόγια
στα θούρια
στα γλυκερά τραγούδια με τους θρήνους
στους θεατές
στον άνεμο
σʼ όλους τους αδιάφορους και τους σοφούς
στους άλλους που κάνουνε το φίλο σας
ως και σε μένα, σε μένα ακόμα που σας ιστορώ
αντισταθείτε.
Τότε μπορεί βέβαιοι να περάσουμε προς την
Ελευθερία.
Υστερόγραφο
Η διαθήκη μου πριν διαβαστεί
– καθώς διαβάστηκε –
ήταν ένα ζεστό άλογο ακέραιο.
Πριν διαβαστεί
όχι οι κληρονόμοι που περίμεναν
αλλά σφετεριστές καταπατήσαν τα χωράφια.
Η διαθήκη μου για σένα και για σε
χρόνια καταχωνιάστηκε στα χρονοντούλαπα
από γραφιάδες πονηρούς συμβολαιογράφους.
Αλλάξανε φράσεις σημαντικές
ώρες σκυμμένοι πάνω της με τρόμο
εξαφανίσανε τα μέρη με τους ποταμούς
τη νέα βουή στα δάση
τον άνεμο τον σκότωσαν –
τώρα καταλαβαίνω πια τι έχασα
ποιος είναι αυτός που πνίγει.
Και συ λοιπόν
στέκεσαι έτσι βουβός με τόσες παραιτήσεις
από φωνή
από τροφή
από άλογο
από σπίτι
στέκεις απαίσια βουβός σαν πεθαμένος:
Ελευθερία ανάπηρη πάλι σου τάζουν.
Πάνω σε μια φωτογραφία
Αυτές οι γραμμές στο πρόσωπό του
αυλάκια που κύλησαν οι μέρες
γεωγραφία προσώπων και εποχών
οργωμένα πέρα ως πέρα.
Κι αυτό το στόμα το ανοικτό
κελαηδάει σιωπές
κρατημένες σε δόντι
κιτρινισμένο από τσιγάρα και λέξεις
από καημούς και φιλιά.
Όλα τα υπάρχοντά του
αυτές οι σιωπές
και το δόντι.
Αλλά και ένα μουστάκι ψαλιδισμένο
σαν τα μάτια του.
Πόσο σκληρά ωραίος πόσο ωραία σκληρός Σωτήρη
Σπύρο και Σωτήρη
να τον επιλέξετε άξερα βέβαια
σε φάση χαρακιάς εγώ ο εγωιστής
τον γιατρικόν ετούτον Άνθρωπο
κι έτσι να πλέω στη βαθιά ανάγκη
τη συν και κίνηση
να μην αντιστέκομαι και να εντείνομαι
στ` αρπακτικά του μάτια μεζές
του νου του…
Θέλω να πω αυτό που δε μπορώ
να νικήσω το μάταιο πώς να το πω
που πανεπιθυμώ με της επίτασης το επί και επί
και ξέρω πως δεν γίνεται κι ούτε τελειώνει
θέλω να πω που στα χείλη μου στάζει ανθρωπότητα
κι αλόη κομμένη κόντρα μαζί με τʼ αγκάθι της
θέλω να πω είναι ωραίο να ορίζομαι
μπροστά του δίχως εγώ ένα ευτυχισμένο τίποτα
Θέλω να πω κι ευχαριστώ φίλοι
που υπάρχετε
Θα σας περιμένω
Θα σας περιμένω μέχρι τα φοβερά μεσάνυχτα
Αδιάφορος-
Δεν έχω πια τι άλλο να πιστοποιήσω.
Οι φύλακες κακεντρεχείς παραμονεύουν το τέλος μου
Ανάμεσα σε θρυμματισμένα πουκάμισα και λεγεώνες.
Θα περιμένω τη νύχτα σας αδιάφορος
Χαμογελώντας με ψυχρότητα για τις ένδοξες μέρες.
Πίσω από το χάρτινο κήπο σας
Πίσω από το χάρτινο πρόσωπό σας
Εγώ θα ξαφνιάζω τα πλήθη
Ο άνεμος ο δικός μου
Μάταιοι θόρυβοι και τυμπανοκρουσίες επίσημες
Μάταιοι λόγοι
Μην αμελήσετε.
Πάρτε μαζί σας νερό.
Το μέλλον μας έχει πολλή ξηρασία.
ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ_ ΚΑΤΑ ΣΑΔΔΟΥΚΑΙΩΝ
Ας υπάρχει κι αυτό το προφητικό,…
Σε προηγούμενη ανάρτηση του περιοδικού Ποιείν, διάβασα το ακόλουθο σχόλιο του αξιότιμου συνεργάτη του περιοδικού κ. voas:
“Θα επιθυμούσα να υπογραμμίσω προς τους αγαπητούς υπεύθυνους του Ποιείν το γεγονός ότι στις όλες τις αερομαχίες του προσφάτου παρελθόντος εμπλέκεται το ίδιο κάθε φορά αεροσκάφος . Η επανάληψη του φαινομένου δεν μπορεί να εντάσσεται στα πλαίσια της τυφλής τυχαιότητας…”
Αυθαιρέτως θεώρησα ότι “το ίδιο αεροσκάφος” είμαι εγώ κι ότι ο αξιότιμος συνεργάτης του περιοδικού ενημερώνει, προτείνοντας, κατ’ ουσία, τη δημόσια επίπληξή μου.
Αποφάσισα, λοιπόν, να κινήσω παράλληλα το σημερινό σχόλιό μου για τα ποιήματα του Μ. Κατσαρού με το σχόλιο του αξιότιμου κυρίου voas. Εν προκειμένω (κι ίσως γενικά) δρω έτσι λαμβάνοντας υπόψη στίχο του Ασλάνογλου, επί της επιδράσεως της ποίησης στην καθημερινή πράξη.
Η σημερινή καθημερινή μου πράξη δεν περιλαμβάνει, ευτυχώς ή δυστυχώς, την επιβίωσή μου στο μέτωπο. Δεν πρόκειται να αντιμετωπίσω βόμβες στα σύνορα, κομμάτια σύρματος εισαγόμενα στην ουρήθρα μου και κατόπιν θερμαινόμενα στο ελεύθερό τους άκρο, την απώλεια ολάκερης της περιουσίας μου ή το θάνατο αγαπημένου προσώπου (ελπίζω, τουλάχιστον, και ξύλο χτυπώ).
Θα πληκτρολογήσω κάτι χειρόγραφα, θα βράσω μακαρόνια, θα αναγνώσω θεωρία παρασκευής υποθέτων και θα γράψω κι ένα σχόλιο εδώ.
Θα μπορούσα να γράψω ένα στιχούργημα, γεννημένο μες στο πρόσωπο του Μιχάλη Κατσαρού, όπως εγώ το βλέπω, και να το καταθέσω:
“Λάβε ποιητή το όραμά σου πίσω
Τη σκυτάλη αναγνωρίζουν απ’ το μουστάκι σου
Και με το χέρι τους ψηλά σε χαιρετούν
Όσοι δεν έχουν στην τραγιάσκα ούτε ένα δόντι
Όραμα από τα χέρια σου θέλει αυτός ο κόσμος
Να το ‘χεις έτοιμο σπιτάκι που καταργείς
Να βάλεις μέσα τις σιωπές και να τις συνωστίσεις
Κι έπειτα, τρομερός, να κατεβείς στις εκλογές”
Άποψη δεν έχω επί της πιθανότητας να οδηγηθώ σε αερομαχίες εκ στιχουργήματος.
Άποψη έχω επί του πώς θα μπορούσα-με μαθηματική, σχεδόν, βεβαιότητα-να οδηγηθώ σε αερομαχίες ετεροτρόπως.
Νομίζω πως αν μιλούσα (γράφοντας κάτω από το “θέλω να μάθω τη γνώμη σας” που προϋπαντεί όλα τα επερχόμενα σχόλια στο περιοδικό Ποιείν) για την ανατροπή, τη ρήξη, τον παλμό, την “πολεμική” των ποιημάτων του Μ. Κατσαρού
ή για το πόσο
έτσι, γενικά και ωραία όπως πριν,
μου (!!!) αρέσουν (!!!)
ουδείς θα καταλαμβανόταν από διάθεση αερομαχίας. Ουδείς, νομίζω εκ νέου, θα καταλαμβανόταν από διάθεση αερομαχίας αν επεσήμαινα το δίστιχο:
“όταν ακούω σήμερα το Αιγαίο να γίνεται ποίηση
να πλημμυρίζει τα σαλόνια”
και εξέφραζα έναν προβληματισμό, αποδεχόμενος ότι το δίστιχο αυτό φωταγραφίζει τον Οδυσσέα Ελύτη και την ποιητική του, κατά τρόπο απαξιωτικό.
Ο προβληματισμός θα μπορούσε να είναι πολυκλωνικός:
α) Πώς κρίνει κανείς την επίθεση ενός ποιήματος σε άλλο ποίημα στη βάση της θεματολογίας;
β) Μπορεί η θεματολογία μιας ποιητικής να ακυρώσει την ίδια την ποιητική;
γ) Τίθεται ζήτημα “καθήκοντος” του ποιητή μέσα στο ποίημα, και δη καθήκοντας που σχετίζεται με τα θέματα που επιλέγει;
δ) Για το πού κυκλοφορεί (σε ποια σαλόνια, σε ποιους τόπους εξορίας, σε ποιους δρόμους, σε ποια έντυπα, σε ποιο ιστοχώρο) μία ποιητική φταίει η ποιητική, ο ποιητής ή κάτι άλλο (ή συνδυασμός);
Φθάνω αισίως στην αερομαχία. Αν τολμούσα να πω, φεύγοντας από τους προβληματισμούς ή τα στιχουργήματα ή τους φόρους τιμής, ότι βρίσκω κάτι το άκομψο και κάτι το άδικο στο δίστιχο αυτό, θα διακτινιζόμουν αμέσως στους αιθέρες.
Θα πω και γιατί. ΓΙΑΤΙ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ ΒΡΙΣΚΟΥΝ ΑΚΟΜΨΑ ΔΙΣΤΙΧΑ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΑ, ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΤΟ ΚΑΝΟΥΝ ΘΕΜΑ ΕΠΕΙΔΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΑΡΕΣΚΟΙ.
Να θέσω δύο τελευταία ερωτήματα:
α) Ένα τέτοιο δίστιχο (θαρρώ υπάρχει ανάλογο και στον Αναγνωστάκη και αλλού) το αντιμετωπίζει κανείς διερωτώμενος την πρόθεση του γράφοντος;
β) Στις προθέσεις των ποιητών συγκαταλέγονται, άραγες, η ζήλια, ο φθόνος και η μικροπρέπεια;
Αυτά για σήμερα κι άλλα ουχί.
Με αφορμή το σχόλιο του κυρίου Δημητρίου Μουζάκη.
Θα ήταν χρήσιμο να θυμηθούμε, φίλε Δημήτρη
Ότι ο Μιχάλης Κατσαρός ήταν ένας ποιητής που διώχθηκε για τις ιδέες του. Και από το κράτος της Δεξιάς και από τους μηχανισμούς της Αριστεράς.
Ήταν κατά βάση αντιεξουσιαστής!!
Υπήρξαν αξιόλογοι Ποιητές που η καταγωγή τους και οικογενειακή τους παράδοση και η γενικότερη «απολίτικη» στάση τους, τους «άνοιξε τις πόρτες», που για άλλους έμειναν για πάντα κλειστές,… και την ίδια στιγμή που έγραφαν για το γαλάζιο του Αιγαίου, (είτε από «άγνοια» είτε από «αφέλεια») οι βιομηχανίες τους μόλυναν τα νερά του, ή που οι αποφάσεις των πολιτικών τους φίλων, καταδίκαζαν μια πόλη σαν την Αθήνα σε μαρασμό και «τσιμεντοποίηση» παντοτινή,… βεβαίως δεν ήταν υπεύθυνοι οι ίδιοι αλλά οι ίδιοι ήταν όμως που απόλαυσαν προνόμια και βραβεία μεγάλα και τρανά , τα οποία βεβαίως και τα άξιζαν αλλά δεν ήταν οι μόνοι,…
και άλλοι αξιόλογοι Ποιητές που η στάση τους απέναντι στους άλλους μηχανισμούς τους άνοιξε άλλες πόρτες, που για άλλους έμειναν για πάντα κλειστές, και απόλαυσαν και αυτοί προνόμια και βραβεία μεγάλα και τρανά, τα οποία βεβαίως και τα άξιζαν, αλλά δεν ήταν οι μόνοι,…και οι οποίοι με τη στάση τους μάλιστα νομιμοποίησαν θεσμούς, πρακτικές και πρόσωπα, τα οποία ελέγχονται πια από την ιστορία,…
Ένα είναι το βέβαιο ότι ο Μιχάλης Κατσαρός δεν άνηκε, ούτε επρόκειτο να ανήκει ποτέ, σε καμία από τις δύο παραπάνω κατηγορίες και νομίζω ότι υπήρξε κι αυτός όπως όλοι
«γελαστός και γελασμένος», άδικος και αδικημένος, καυστικός και καμένος, με ένα και μόνο ελαφρυντικό: ό,τι έγραψε, το «έζησε» κιόλας με μια μοναδική καθαρότητα και παλικαριά, πληρώνοντας το τίμημα, με την ίδια, την εξαντλημένη και «άσημη» ζωή του,…
Οι ποιητές αυτοί δεν είναι ποιητές του κανόνα,…
Είναι Μεγάλοι Ποιητές.
Βέβαια είναι διαφορετικό πράγμα να γράφεις στο σαλόνι του σπιτιού σου κουβαλώντας τα φλιτζάνια του καφέ, την μπορντό εσάρπα ή μυρίζοντας το γαλλικό εσάνς στα νυχτικά της αγαπημένης σου και με τη συνοδεία κλασικής μουσικής,…και διαφορετικό πράγμα να γράφεις στο αντίσκηνο της εξορίας κουβαλώντας πέτρα από την μία κορυφή στην άλλη και τα τετζερέδια του συσσιτίου ή τα βουρκωμένα γράμματα της αγαπημένης σου βαθιά στη βρώμικη τσέπη σου με τη συνοδεία στρατιωτικών παραγγελμάτων και φορές φορές της ακατάπαυτης βροχής,…
Στις Προθέσεις των Ποιητών , Όλων των Ποιητών,
Η ζήλια, ο φθόνος, η μικροπρέπεια δεν είχαν, ούτε έχουν θέση.
Όμως και ο χώρος αυτός ήταν και είναι γεμάτος από λοχαγούς και ταγματάρχες, κομματάρχες, αυλικούς και επετηριδιστές.
Εκεί συναντάς τα πάντα και ιδιαίτερα τον «κανόνα»:
Την παγκόσμια μονάδα μέτρησης της μετριότητας.
Όμως για πόσους μέτριους εκείνης της εποχής συζητάμε άραγε σήμερα;
Ως προς τα άκομψα δίστιχα, σ’ όλους υπάρχουν τέτοια και δε χρειάζεται να μένουμε σ’ αυτά
Τα άκομψα δίστιχα των ποιητών του κανόνα, είναι ο κανόνας
Τα άκομψα δίστιχα των Ποιητών είναι μια τρυφερή εξαίρεση…
Καλημέρα σας
Μια από τις τελευταίες δημόσιες εμφανίσεις του είναι στις 18 Σεπτεμβρίου 1998, στο Ηρώδειο, όπου παρουσιάζεται η καντάτα «Κατά Σαδδουκαίων». Ανάμεσα στους χιλιάδες ακροατές, ακούγεται μία κραυγή: «Ηρθαμε όλοι οι αριστεροί σήμερα εδώ, Μιχάλη, για να σου ζητήσουμε συγγνώμη…». Το πρωινό της 21ης Νοεμβρίου της ίδιας χρονιάς ο Μιχάλης Κατσαρός πεθαίνει και κηδεύεται με στρατιωτικές τιμές, τυλιγμένος με ελληνική σημαία και με παραστάτες Ικάρους της Πολεμικής Αεροπορίας.
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ – 21/03/2006
Πρόταση
Οι προσερχόμενοι εραστές της ποίησης σκαρώνουν ποιήματα ad memoriam…
Άκομψο αλλά τρυφερό δίστιχο:
“Αλλά και ένα μουστάκι ψαλιδισμένο/σαν τα μάτια του.”
“Όταν ακούω να μιλάνε για κράτος” θα έγραφε πιθάνόν σήμερα ο Μιχάλης Κατσαρός….
και συνεχίζει ο έξοχος πάντα Στάθης:
“Επιστροφή του κράτους (δια)κήρυξε ο κ. Γιώργος Α. Παπανδρέου (με συνέντευξή του στη χθεσινή «Ε»).
Ναι; ποιου κράτους ακριβώς;
Του κράτους του ΠΑΣΟΚ; δηλαδή των ιδιωτικοποιήσεων ή των συντεχνιών; Του χρηματιστηρίου ή των ρουσφετιών; Της ήσσονος προσπάθειας μήπως ή των σκανδάλων;
Το θέμα (και το πρόβλημα) δεν ήταν ποτέ το περισσότερο ή το λιγότερο κράτος, αλλά το τι κράτος!
Ούτε το κράτος του κ. Σημίτη – Τσουκάτου, ούτε το κράτος Καραμανλή – Ρουσόπουλου μπόρεσαν να καταφέρουν τίποτε περισσότερο από τη συντριπτική απόφανση: «αυτή είναι η Ελλάδα! τι να κάνουμε;»…
Ποια επιστροφή του κράτους ευαγγελίζεται ο κ. Παπανδρέου; την επιστροφή Χρυσοχοΐδη; την αναγόρευση Καρχιμάκη σε Επώνυμο Αρχοντα της επόμενης τετραετίας; Την ανάθεση μήπως στην κυρία Μιλένα Αποστολάκη της Παιδείας;
Ο,τι καλό έχει συμβεί σε αυτήν τη χώρα κι ό,τι μπορεί να θεωρηθεί ως επίτευγμα οφείλεται στη σκληρή δουλειά της εργασίας και του επιχειρείν, στο φιλότιμο της εργατικής τάξης και στο δαιμόνιο της τρισχιλιόχρονης εμπειρίας του λαού περί την επιβίωση. Κι ό,τι καθαιρεί και υποβαθμίζει αυτόν τον τόπο και τους ανθρώπους του οφείλεται στην απληστία και τους φόβους της άρχουσας τάξης και του κράτους της.
Ενα κράτος εξαρτημένο από τους ξένους. Γραφειοκρατικό και αδηφάγο. Ενα κράτος στην υπηρεσία των εταιρειών, των τραστ, των τραπεζών, κομπραδόρικο μεταπρατικό – ένα κράτος εχθρός του λαού.
Δεν είναι τυχαίο πως όταν ο κ. Καραμανλής και ο κ. Παπανδρέου μιλούν για το κράτος χρησιμοποιούν λέξεις όπως «λιγότερο», «περισσότερο», «καλύτερο», ακριβώς για να κρύψουν την ταξική φύση του κρατισμού τους.
Ενα κράτος που του πιάνουν τον πωπό είτε στα Υμια είτε με τις υποκλοπές, ένα κράτος χαφιέ και χωροφύλακα, έτοιμο για τσαμπουκάδες, πώς να ξεφουσκώσει τα λάστιχα απ’ τα τρακτέρ των αγροτών και πώς να ξεφτιλίσει τον φουκαριάρη μετανάστη
έτοιμο να ξεβρακώσει και να μαντρώσει, ικανό να διαλαλεί την ισχύ του στις εφορίες και την ανικανότητά του στα νοσοκομεία -ποιο κράτος; Αυτό που δεν
μπορεί να γράψει πέντε διδακτικά βιβλία της προκοπής; αυτό που δεν μπορεί να αναβαθμίσει τα ΑΕΙ και να τα υπερασπισθεί απ’ την επιδρομή των δραχμοφονιάδων που ορμώνται από τα «κολλέγια»; ποιο κράτος; αυτό που ο δικομματισμός έχει κάνει σαν τα μούτρα του τόσα χρόνια τώρα; Επιτέλους με τις τρίχες του Γιωργάκη και του Κωστάκη για το κράτος τους!
* * *
Το ελληνικό κράτος είναι η διαφορά του φέρ’ ειπείν απ’ το γερμανικό -και τα δύο στην ίδια Ενωση είναι, αλλά η κυρία Μέρκελ εν όψει της κρίσης συγκεντρώνει 30 δισ. ευρώ για επενδύσεις (και δημιουργία νέων θέσεων εργασίας) ενώ εδώ στην Ψωροκώσταινα ο Κωστάκης συγκέντρωσε 28 δισ. για να τα πάρουν-δεν-θα-τα-πάρουν οι Τράπεζες, δεν περνάς-κυρά-Μαρία-(παίρνω και) περνώ-περνώ.
Αλογοσκουφιές.
Αυτό είναι το ελληνικό κράτος. Αλογοσκουφιές πράσινες και μπλε.
Σε ποιο κράτος θέλει να επιστρέψουμε ο Γιωργάκης; σε αυτό απ’ το οποίο δεν φύγαμε ποτέ; Στο κράτος των «νταβατζήδων» είμαστε και παραμένουμε εγκλωβισμένοι και αιχμάλωτοι, άλλος δουλεύοντας 10-12 ώρες την ημέρα, άλλος κάνοντας δύο δουλειές κι άλλος ωρομίσθιος, άλλος άνεργος κι άλλος μακροχρόνια άνεργος – όλοι μαλάκες
μαλάκες για τα παπαγαλάκια, τα λαμόγια, τους αεριτζήδες, τους «πνευματικούς», τους κουμπάρους -αυτοί είναι το κράτος τους- κράτος εν κράτει και μέγα παρακράτος του Κωστάκη και του Γιωργάκη.
……………………………………….
Το ελληνικό κράτος είναι το πρόγραμμα STAGE! Φτιαγμένο επί Σημίτη (ποίου άλλου;), υπό την αιγίδα της Ενωσης (ποίας άλλης;). Το πρόγραμμα αυτό προβλέπει νέοι άνθρωποι, σπουδαγμένοι κι όχι, να δουλεύουν με 500 και 450 ευρώ για τα αφεντικά, άλλοι για να «μάθουν τη δουλειά» κι άλλοι για να μαζέψουν μόρια προκειμένου κάποτε να διορισθούν στο δημόσιο (πού αλλού;) -νέοι άνθρωποι ανασφάλιστοι, δουλεύουν για 500 ευρώ δύο και τρία χρόνια, για να πιάσουν μετά, αν πιάσουν, μια δουλειά με 700 ευρώ! Και δεν είναι το κράτος αυτό δουλέμπορος; Και δεν είναι ραγιάδες αυτοί που τα βρίσκουν κάτι τέτοια «φυσιολογικά» -νόμιμα και άρα ηθικά, όπως είπε εσχάτως και ο αποπεμφθείς νεόπλουτος βλαξ.
Φαύλο είναι αυτό το κράτος, φαύλοι είναι οι ηγέτες του, φαύλο είναι το αποτέλεσμα της ύπαρξής του -μπουρλότο θέλει κι από μπουρλότο θα πάει. Εως τότε θα σκοτώνει ανθρώπους, θα τους αποβλακώνει με Δρούζες Τ.V., θα επιδοτεί ανώδυνους συγγραφείς και κάργα μπιενάλε, θα γαμάει με τα επιτόκια και θα δέρνει με την αύξησή τους.
Το κράτος του Κωστάκη και του Γιωργάκη.
Ικανό μόνον να πουλάει τον πλούτο του λαού, ΟΤΕ, ΔΕΗ, Ολυμπιακή, Τράπεζες -όχι επειδή δεν μπορεί να τον διαχειριστεί, αλλά για να κονομάνε οι «νταβατζήδες» ακόμα κι απ’ τη φτώχεια μας.”
ΣΤΑΘΗΣ Σ. 4.ΧΙ.2008 stathis@enet.gr
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ – 04/11/2008
Το 1996 μου φώτισε το δρόμο που βάδιζα
με κλειστά μάτια.
Το νέον στο σύνταγμα το είχε στέκι για τον απογευματινό καφέ του
Ελληνικό καφέ πάντα και σκέψη παγκόσμια.
Σαν σχολνούσα από την κουζίνα που δούλευα έψαχνα να βρω μια καρεκλά άδεια για να κάτσω να φάω. Ήταν πάντα δίπλα του μια άδεια ο κόσμος τον απέφευγε και οι άλλοι που ήταν στο κατάστημα μου έλεγαν! τι κανείς εκεί ? που κάθεσαι?
Γιώργο μου λέει! ενώ έτρωγα και μένω με την μπουκιά να την μασάω,
<>
<>
Μιχάλης Κατσαρός, 1996
Είχα ένα ραδιοφονακι που του σκάλιζα τον δείκτη και έπιανε όλη την Ευρώπη
μέχρι Ντόιτσε Βέλε!
Τώρα το σκαλίζω και δεν ακούω κανένα λες να έχουν πεθάνει όλοι;
Μιχάλης Κατσαρός, 1996
Είμαι από τη Μεσσηνία εγώ και ξέρω από καλούς αγώνες.
Εδώ ο ποιητής διαβάζει το “Η διαθήκη μου”
το 1983
http://www.youtube.com/watch?v=gtDamb3dYW4&feature=watch_response_rev
ΘΕΛΩ ΑΝ ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΜΟΥ ΠΕΙΤΕ ΑΝ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΚΑΤΣΑΡΟΥ ΕΧΕΙ ΠΡΟΦΗΤΙΚΟ ΤΟΝΟ ΚΑΙ ΑΝ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΑΥΤΟ ΑΠΟ ΠΟΥ ΠΗΓΑΖΕΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ ΟΥΤΩΣ ΩΣΤΕ ΝΑ ΜΠΟΡΕΣΩ ΝΑ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΘΩ ΣΤΙΣ ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ ΤΗΣ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑΣ ΜΟΥ..!!! ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΠΟΥ ΜΕ ΑΚΟΥΣΑΤΕ ΚΑΙ ΘΑ ΗΘΕΛΑ ΒΟΗΘΕΙΑ ΕΦΟΣΟΝ ΕΙΣΤΕ ΝΟΗΜΟΝΕΣ..:)
Τον θυμάμαι να κινείται στο κέντρο της Αθήνας (1974-76) πάντα με πολύ γρήγορο βηματισμό. Λες και τον κυνηγούσαν. Με μακριά μαλλιά (μπροστά βέβαια του έλλειπαν) και με ένα ύφος που έστελνε προς κάθε κατεύθυνση πως ήταν ασυμβίβαστος. Ανυποχώρητος στις ιδέες του!