Κανένα δε γεννήθηκε πιο σιχαμένο τέρας.
Όπου βρισκόταν, έκλεινε τη μύτη του ο Αγέρας.
Βρόμικος κι απολίτιστος, μ’ ένα απαίσιο μάτι,
θεόρατος-δε φτιάχτηκε γι’ αυτόν ποτέ κρεβάτι.
Τον έλεγαν Πολύφημο, απ’ το γένος των Κυκλώπων-
κάποτε θα τον τύφλωνε ο άριστος των ανθρώπων…
Μια μπόχα ανέδιδε η σπηλιά η σκοτεινή που ζούσε –
όπως τα ζώα του, εκεί κι αυτός αποπατούσε.
Κι αν το νησί του ολόγυρα μια θάλασσα το βρέχει,
τη λίγδα του να ξεπλυθεί ποτέ σ’ αυτήν δεν τρέχει.
Ζώα ν’ αρμέγει συνεχώς, το γάλα τους να πήζει:
αυτό μονάχα ήθελε- μα ο έρωτας ανθίζει
και στις πιο άγονες ψυχές, σ’ αγρίους κι ανοήτους
πετάει ανθάκια μέσα τους-μοσχοβολά η ζωή τους.
Έτσι και του Πολύφημου-πρόσεξε, μη γελάσεις!-
του έλαχε να ερωτευτεί νεράιδα της θαλάσσης.
Άρμα οδηγούσε στο νερό κι είχε δελφίνια γι’ άτια-
στις ράχες τους τα μάτια της καθρέφτιζε η Γαλάτεια!
Το πρόσωπό της σκίαζε μαντήλι από πορφύρα,
τα τσίνορά της μούσκευε ιριδισμών πλημμύρα.
Διάφανο πέπλο φόραγε και φέγγιζε το δέρμα
ολόλευκο στα στήθια της και στων μηρών το τέρμα.
Και όπως του χιτώνα της έπαιρνε ο αέρας
ως τη στεριά την άκρη του, χαστούκιζε το τέρας.
Είκοσι μάτια ήθελε να ‘χει, να μη χορταίνει
να βλέπει την πεντάμορφη πώς απ’ το κύμα βγαίνει…
Στα δάση άνθη έκοβε συχνά η νύμφη μόνη,
μ’ αυτά, για ύπνο ευωδιαστό, την κλίνη της να στρώνει.
Μια μέρα την ξαδέρφη της τη Θόωσα ρωτάει
του αγρού λουλούδια σπάνια για να ‘βρει, πού να πάει.
«Ο γιος μου ο Πολύφημος»,της λέει εκείνη «ξέρει
πούθε φυτρώνουνε αυτά στης Σικελίας τα μέρη.»
Έτσι μιαν άνοιξη έλαχε οι δυο να γνωριστούνε.
Πάνω στα άνθη που ‘βλεπαν, μαζί να κυλιστούνε
πόσο ήθελε ο Κύκλωπας…-μα μόνο να τα κόψει
μπορεί…Και από πίσω τους κρύβει την άθλια του όψη!
Με μια αγκαλιά πολύχρωμη, για να τον ‘φχαριστήσει
δε δίστασε στο μάγουλο η ωραία να τον φιλήσει.
Κι ήταν φιλί ευωδιαστό, περιβολιού αέρας,
η πρώτη-πρώτη αναπνοή μιας μυρωδάτης μέρας…
Τα χείλη της του έφεραν ρίγος κι ανατριχίλα,
με χίλια μύρα του ‘διωξαν μακριά την προβατίλα.
Το μάγουλο τριαντάφυλλο πώς θα ‘θελε να έχει,
με τη δροσιά του- στο φιλί τα χείλη της να βρέχει…
Από εκείνη τη στιγμή τις ώρες του περνούσε
δίπλα στο κύμα-τον αυλό παίζοντας τραγουδούσε:
«Γλυκιά Γαλάτεια ,άφησε τη θάλασσα λιγάκι
μη θέλεις να μαραίνομαι κι εγώ σα λουλουδάκι…»
Μα ήταν το τραγούδι του κοινότοπο και φάλτσο
και ποντικάκια γύρω του χορεύαν ένα μάτσο…
Ώρες πολλές στη θάλασσα σκυφτός καθρεφτιζόταν
με μιαν αρπάγη ολημερίς άγαρμπα χτενιζόταν…
Τα γένια του που ‘ταν σκληρά, δασιά όπως οι θάμνοι,
τα έκοβε ο δύσμοιρος κοντά, μ’ ένα…δρεπάνι.
Την κοπριά απ’ τη σπηλιά όλη την καθαρίζει,
με άνθη γεμάτη τώρα πια, παράδεισο θυμίζει…
Μέχρι και μπάνιο βάλθηκε-αλλά… ματαίως -να μάθει,
να φτάσει στη Γαλάτεια του, στου πέλαου τα βάθη.
(Και ήτανε το θέαμα τούτο εδώ γελοίο,
έτσι όπως πλατσούριζε στ’ άβαθα ένα θηρίο!…)
Στη θάλασσα το μάτι του για χρόνια είχε καρφώσει-
ώσπου ο Οδυσσέας θα ‘ρχονταν, σωτήρια να τυφλώσει…
«Γιατί, νεράιδα μου καλή, δεν έρχεσαι να μείνεις
μεσ’ στη σπηλιά, για πάντοτε γυναίκα μου να γίνεις;…
Γαλάτεια, γάλα και τυρί ποτέ δε θα σου λείψουν,
εσένα όλα τα ζώα μου γι’ αυτό θα ανταμείψουν.
Μήπως που ‘μαι μονόφθαλμος όλα σου τα χαλάει;
Μ’ ένα οφθαλμό, ματάκια μου, κι ο ήλιος μας κοιτάει….»
Έτσι, γυρνώντας στο γιαλό τις μέρες και τα βράδια
φώναζε, μα του απάνταγε βέλασμα απ’ τα κοπάδια…
Γιατί ούτε να το σκεφτεί, στον κόπο αυτή δεν μπαίνει,
ν’ αφήσει ξάφνου το νερό, σε μια σπηλιά να μένει…
Πώς να ξαπλώσει δίπλα του, κοντά του ν’ αγρυπνάει
όχι απ’ την αγάπη της, αλλά που θα βρομάει!
Και πώς το κεφαλάκι της στο στήθος του να χώσει,
όχι από αγάπη, αλλ’ απ’ αυτόν το βλέμμα της να σώσει!
Τι κι αν μια τρυφερή καρδιά στο άθλιο κορμί κρυβόταν;
Το δέρμα της στα χάδια του ποτέ δε θα δινόταν.
Γιατί από τότε ως σήμερα- πόσους αιώνες, μέτρα!-
κάτω από σάρκα απαλή, θα βρεις καρδιά από πέτρα.
Εξαιρετική διασκευή. Μου αρέσουν τα ποιήματα που λένε ιστορίες, ειδικά αυτά που διαθέτουν και χιούμορ.
Συγχαρητήρια στον ΙΝΚ τόσο για το μεράκι του, όσο και για το αποτέλεσμά του. Αισθαντικότητα, ευαισθησία, λεπτή ειρωνεία, ρυθμός, διακριτικός αστεϊσμός, διεισδυτική εικονοπλασία σε ακριβείς αναλογίες επί άκρως ενδιαφέρουσας ιδέας-συνταγής.
Να αντιγράψω και το τέλος:
“Τι κι αν μια τρυφερή καρδιά στο άθλιο κορμί κρυβόταν;
Το δέρμα της στα χάδια του ποτέ δε θα δινόταν.
Γιατί από τότε ως σήμερα- πόσους αιώνες, μέτρα!-
κάτω από σάρκα απαλή, θα βρεις καρδιά από πέτρα”.
΄Οταν ο μύθος ντύνεται ποιητικά το αποτέλεσμα του καλού ποιητή είναι να μας ταξιδέψει σε μυθικές ιστορίες…
“Το πρόσωπό της σκίαζε μαντήλι από πορφύρα,
τα τσίνορά της μούσκευε ιριδισμών πλημμύρα”.
“Και όπως του χιτώνα της έπαιρνε ο αέρας
ως τη στεριά την άκρη του, χαστούκιζε το τέρας”.
“Ώρες πολλές στη θάλασσα σκυφτός καθρεφτιζόταν
με μιαν αρπάγη ολημερίς άγαρμπα χτενιζόταν…”
“Το μάγουλο τριαντάφυλλο πώς θα ‘θελε να έχει,
με τη δροσιά του- στο φιλί τα χείλη της να βρέχει”…
“Μήπως που ‘μαι μονόφθαλμος όλα σου τα χαλάει;
Μ’ ένα οφθαλμό, ματάκια μου, κι ο ήλιος μας κοιτάει….»”
Aπομονώνω στοιχειωδώς και υποτυπωδώς κάποια σημεία της αριστουργηματικής αυτής απόδοσης για να μου δώσει η ίδια η γλώσσα του ποιητή τη δύναμη να μιλήσω για τους θησαυρούς που ολοένα αποκαλύπτει η μαγική του πένα…
Και αν το τραγούδι είναι το φάρμακο που απ τα φαρμάκια του έρωτα λυτρώνει , τότε η πένα Σου , Ιωάννη Ν. Κυριαζή, είναι το όχημα για τη διείσδυση και μετάγγιση μιας τεράστιας λογοτεχνικής παρακαταθήκης στις ψυχές μας…
Και ναι μεν πραγματικά κάτω από ένα δέρμα απαλό μπορεί συχνά να κρύβεται μια πέτρινη καρδιά όμως ο τρόπος που η λύρα σου τραγουδά τον θελξίπικρο έρωτα του Πολύφημου και της Γαλάτειας δηλώνει σαφώς πως το χέρι που αυτούς τους στίχους χαράσσει στο χαρτί είναι η προέκταση μιας φάουσας ψυχής κι ενός αυγάζοντος νου – του Δικού Σου.
Ιωάννη Ν. Κυριαζή
Υποκλίνομαι στο πολυσχιδές ταλέντο σου και εναγκαλίζομαι τα γραφτά σου.
Θερμά Συγχαρητήρια
‘Ερρωσο
Με τιμάτε κ. Μίχο με τον ευφυή σας τρόπο…΄
Ως τριαντάφυλλο θα κρατήσω το λινκ που προτάξατε στο σχόλιό σας και ως μαργαριτάρι πολύτιμο θα το φυλάξω…:)
Χαίρομαι που συμφωνούμε για τα μεγαλουργήματα του Γιάννη
Σας ευχαριστώ
΄
‘Ερρωσθε
Μερικές παρατηρήσεις που σκέφτηκα
Η επιλογή της ζευγαρωτής ομοιοκαταληξίας (ανά ζεύγος στίχων), θεωρώ πως είναι ιδανική για το θέμα ( η ωραία και το τέρας) που διαπραγματεύεται ο μύθος
Δεν ξέρω αν ο ποιητής την επέλεξε συνειδητά ή η ικανότητά του , το ικανό χάρισμα, τον οδήγησε αυτόματα εκεί
Ο έρωτας εδώ μονομερής, η ζευγαρωτή επιτείνει την ανάγκη της ένωσης, της σύγκλισης στην ευτυχία των δυο προσώπων, εξορκίζει τις διαφορές τους τουλάχιστον μορφικά και συμβαδίζει και με την επιθυμία του αναγνώστη να λειτουργήσει το μαγνητικό πεδίο του έρωτα ανάμεσά τους, για να οδηγήσει στο ευτυχές τέλος, παρόλα τα ανυπέρβλητα εμπόδια.
Συχνά, η ηθελημένη (πιστεύω) χασμωδία σε πολλούς στίχους, παίζει το ρόλο της ανάδειξης της ασυμφωνίας των δυο προσώπων-πόλων, κι απʼ την άλλη η χρησιμοποίηση άψογης συνίζησης αφαιρεί από τον αναγνώστη το δικαίωμα σχολιασμού για ελαττώματα του μέτρου
Υπάρχει φανερή σκωπτικότητα στην αντιμετώπιση από τον ποιητή του «τέρατος»,
με λεξιλόγιο που κινείται σε αρκετές εποχές της γλώσσας μας, αναγκαίο για να εκφραστεί, έχοντας τεράστια χρονική απόσταση από το πρωτότυπο κείμενο, να προσδώσει με σύγχρονο λόγο και καθομιλουμένη την ένταση αλλά και την τρυφερότητα, να διεγείρει τη συμπάθεια, να καταλήξει στο πως ο έρωτας όσο απλό φαίνεται είναι πράγμα ζόρικο και δε χαρίζεται εύκολα στα κουσούρια, στο ότι υφίσταται σ΄ αυτόν κάτι το νομοτελειακό που δεν υπερνικιέται
ή στο ξεγέλασμα
γιατί « η ωραία εμφάνιση στον άνθρωπο μετράει πολύ
τρέχει να σου πει τα καλά νέα
πριν καν ανοίξει το σώμα της»
Ο 15σύλλαβος, με το ρυθμό και την πανάρχαια μουσικότητά του βοηθά άμεσα, σε παραπέμπει σε άλλα ερωτικά ζεύγη (κρητική λογοτεχνία), που δυστύχησαν στο χώρια και το καλύτερο -θες δε θες- το ποίημα το συνοδεύει ο ήχος ενός άφαντου μουσικού οργάνου, που συνδιηγείται όχι τον αποτυχημένο έρωτα λόγω κοινωνικής τάξης αλλά την αποτυχία διάχυσης της εξωτερικής ασχήμιας , την απόπειρα εξουδετέρωσής της μέσα στην ομορφιά, την ενσωμάτωση του «άλλου» συμπληρώματος που μας λείπει
Σκέφτομαι πόσο αστείρευτη είναι η δεξαμενή των αρχαίων μύθων, κι όχι μόνο, και πόσο πολύ νηστικοί είμαστε για όντως ωραία κείμενα, όπως αυτό το ποιητικό εγχείρημα του Γιάννη Ν. Κυριαζή.
Θερμά να ευχαριστήσω όλους τους σχολιαστές.
Εύστοχες παρατηρήσεις που με βοηθούν όλες τους με κάποιον τρόπο.
Χαίρομαι στ’ αλήθεια για το τόσο υψηλό επίπεδο των αναγνωστών του Ποιείν…
Οι εξαιρετικές παρατηρήσεις του Ξένου μα κι η αναφορά του Μίχου στη στιχουργική,μου δίνουν την αφορμή να παραπέμψω σε μια σελίδα με τους κανόνες της στιχουργικής,χρήσιμη ελπίζω σε πολλούς:
http://paroutsas.jmc.gr/verses.htm
Τέλος επιτρέψτε μου να παραθέσω κάποιες σκέψεις σχετικές με το εγχείρημά μου να διασκευάσω ποιητικά κάποιους αρχαιοελληνικούς μύθους.
Η μυθική σκέψη συγγένευε πάντα με την ελεύθερη συνειρμική ανασύνθεση της πραγματικότητας από την ποίηση. Οι δεσμοί αυτών των δύο, δηλ. της ποίησης και του μύθου, είναι εξ ορισμού ακατάλυτοι. Ο μύθος έχει ανάγκη την ενεργοποίηση της ποιητικής ευαισθησίας, όπως ακριβώς και η ποίηση οδηγεί στη… μυθο-ποίηση της αξίας της γλώσσας.
Η εργασία αυτή αποτελεί ένα εγχείρημα να αναδειχθεί ακριβώς αυτή η σχέση μύθου-ποίησης και ταυτόχρονα ν’ αντιμετωπιστούν οι αρχαίοι ελληνικοί μύθοι όχι ως μουσειακά εκθέματα που χρήζουν του –αυτονόητου-σεβασμού μας, αλλά ως ζωντανό κομμάτι του σημερινού πολιτισμού μας, με το οποίο μπορούμε να έρθουμε σε επαφή, να το θαυμάσουμε, αλλά και να του δώσουμε νέα μορφή και περιεχόμενο, τέτοια που θα ταίριαζαν στη σημερινή αισθητική μας και στη σύγχρονη πραγματικότητα.
Η απόδοση λοιπόν του περιεχομένου αυτών των μύθων σε έμμετρο-ομοιοκατάληκτο λόγο, εξυπηρετεί αυτούς τους στόχους. Οι αρμονικές «αναπνοές» του μέτρου, το ρυθμικό «χτυποκάρδι» της ομοιοκαταληξίας, ο «σκελετός» των στροφών, επιστρατεύτηκαν για να ξαναστήσουν στα πόδια του «ζωντανό», το μυθολογικό corpus που διασώθηκε ως τις μέρες μας, με όλες τις ρυτίδες του από τη φθορά του χρόνου, αλλά και με όλη το εφηβικό του σφρίγος από την αφθαρσία του πνεύματος…
Με πιο απλά λόγια: είναι καιρός να σηκωθούν –για να ξεμουδιάσουν-από τις σελίδες των σχολικών βιβλίων και των λεξικών τα μυθικά πρόσωπα των μαθητικών μας αναγνώσεων, να μας κοιτάξουν στα μάτια, να τους δούμε κι εμείς επιτέλους ως ανθρώπινες υπάρξεις, «με σάρκα και οστά», και τέλος να τους κατευοδώσουμε στο ξαναβύθισμά τους στο μύθο, αφού πρώτα τους κλέψουμε ένα χαμόγελο ή ένα δάκρυ, που θα μας συντροφεύει για πάντα στη δική μας «αληθινή» ζωή…
Θα ήταν λοιπόν ευχής έργον, αν οι μύθοι, αυτά δηλ. τα αμύθητης αξίας διαμάντια του αρχαιοελληνικού πνεύματος, δε βρίσκονταν θαμμένοι κάτω απ’ το βαρύ χώμα της ιστορίας μας, αλλά φυλάσσονταν εκθαμβωτικά λαμπεροί μέσα στο υψίστης ασφαλείας θησαυροφυλάκιο-της ψυχής μας!…
“Η απόδοση λοιπόν του περιεχομένου αυτών των μύθων σε έμμετρο-ομοιοκατάληκτο λόγο, εξυπηρετεί αυτούς τους στόχους. Οι αρμονικές «αναπνοές» του μέτρου, το ρυθμικό «χτυποκάρδι» της ομοιοκαταληξίας, ο «σκελετός» των στροφών, επιστρατεύτηκαν για να ξαναστήσουν στα πόδια του «ζωντανό», το μυθολογικό corpus που διασώθηκε ως τις μέρες μας, με όλες τις ρυτίδες του από τη φθορά του χρόνου, αλλά και με όλη το εφηβικό του σφρίγος από την αφθαρσία του πνεύματος…
Με πιο απλά λόγια: είναι καιρός να σηκωθούν –για να ξεμουδιάσουν-από τις σελίδες των σχολικών βιβλίων και των λεξικών τα μυθικά πρόσωπα των μαθητικών μας αναγνώσεων, να μας κοιτάξουν στα μάτια, να τους δούμε κι εμείς επιτέλους ως ανθρώπινες υπάρξεις, «με σάρκα και οστά», και τέλος να τους κατευοδώσουμε στο ξαναβύθισμά τους στο μύθο, αφού πρώτα τους κλέψουμε ένα χαμόγελο ή ένα δάκρυ, που θα μας συντροφεύει για πάντα στη δική μας «αληθινή» ζωή…”
Να ξέρεις , Γιάννη, πως με τα χέρια , την ψυχή και το μυαλό σου επιμελείσαι με φροντίδα περισσή και ζήλο εμπνευσμένο τη διατήρηση , διάσωση, διάδοση και διάχυση του κάλλους και της λάμψης των θησαυρών αυτών…
Δεδομένου ότι η παρακαταθήκη αυτή αναγεννάται μέσα από τη φωνή σου που της δίνει φωνή, τότε θα είναι όντως EΥΧΗΣ ΕΡΓΟΝ να δούμε την τέχνη σου να φέρνει στο φως και άλλα πολλά διαμάντια ανεκτίμητα…
Για τον τρόπο που τιμάς και σέβεσαι τόσο την λογοτεχνική μας παράδοση όσο και τη σύγχρονη ποιητική αίσθηση και αντίληψη , για τα μοναδικά κοσμήματα που ολοένα μας χαρίζεις, δέξου από το βήμα αυτό το φιλόξενο τις Θερμές μου Ευχαριστίες…
Να είσαι καλά και να ποιείς!