Οικογενειακό νεκροταφείο
Μην περπατήσεις
τούτα τα βουνά
η μάνα λέει
δεν κάνει να πατάμε
τους πεθαμένους
Γενέθλιος τόπος
Πατρίδα των απόντων.
Οι φράχτες
κ’ οι φωλιές των βράχων
κρατούν ακόμα βογγητά.
Ο χρόνος μετριέται
με Ψυχοσάββατα.
Μήκος χρόνου
Στον Μιχάλη Γκανά
Θα είναι νύχτα και θα ουρλιάζουν τα βατράχια
και τα σκυλιά θα σεργιανούν στην αγορά
και εσύ μ’ ένα μαχαίρι στα νεφρά
θα συντροφεύεις τα φαντάσματα στα βράχια.
Εκείνος θα ‘ρχεται απ΄’ τ’ ανέμου τον κρυψώνα
-ξύλινα πόδια που κοντεύουν την οργιά-
και συ με τον ανάπηρο σουγιά
θα σκάβεις πάλι τ’ όνομά του στον αιώνα.
Σε κούφια μέρα θα γλιστράς τυφλός σακάτης
θα ν’όλος αίμα του σκυλιού σου ο ζουρνάς
κι αν φύγεις όλο πίσω θα γυρνάς
στα μαυρολίθαρα δεμένος απελάτης
Άστρα
Καπνίζουν κ’ οι άγγελοι, είπε.
Άμα σηκώσετε τη νύχτα
το κεφάλι σας θα τις ιδείτε
τις κάφτρες των τσιγάρων τους.
Τι καφενείο τι ουρανός
ντουμάνι και φτυσιές
κι αέρας σάπιος
(κι ο κάτω κόσμος
στάχτες κι αποτσίγαρα).
(Από την ποιητική του συλλογή “Ορεινό καταφύγιο”, Τυπογραφείο “Κείμενα”, Αθήνα 1983)
Νανούρισμα
Μες στου νεκρού το μάτι
κοιμούνται δέντρα και πουλιά.
Βγαίνουν με το φεγγάρι
τα παιδιά, λεν για τους ζωντανούς
μετρούν τα χρόνια·
φύλλα μασούν της λησμονιάς
και τραγουδάνε.
Τ’ ακούνε οι όμορφες, ξυπνούν
τ’ ακούνε οι κολασμένες, βγαίνουν κρυφά
στη μαύρη χλόη απάνω
τα κοιμούνται.
Μα οι μάνες που μαραίνονται
για τις χαρές δεν ξέρουν
του άλλου κόσμου.
Του λυπημένου
Σε φράχτη θα το δείτε το κεφάλι μου.
Σε καθαρή πετσέτα να το βάλετε
και να το πάτε.
Στάχτη και πριονίδι μη σκορπίσετε–
πίνουν το αίμα όχι τη φωνή του.
Δέστε το μαύρο άλογο που τρέχει
δέστε τ’ άσπρα φτερά του που χτυπούν·
κι ανοίξτε στη γριά με τ’ άγρια
δάχτυλα να μπήξει στο σανίδι
το καρφί της.
(Από την ποιητική του συλλογή “Με των αλόγων τα φαντάσματα, Τυπογραφείο “Κείμενα”, Αθήνα 1985)
Ήμερος ύπνος
Προοίμιο: Μέσα στου νεκρού το μάτι
δέντρα βλέπω και πουλιά
Χιόνι σεντόνι τρυφερό για του φιδιού τον ύπνο,
χιόνι και πένθιμο σκυλί, βραχνός προφήτης.
Κι όμως το πιο γλυκό βιολί
το παίζει ο θάνατος
Κοιτάς απ΄ το παράθυρο, καπνίζουν τα πηγάδια.
Χιόνι κι ανάψαν τη φωτιά στον κάτω κόσμο.
Ο κυνηγός στο πέρασμα το σπίρτο πίνει.
Τον λύκο που εχύμηξε πίσω του δεν τον βλέπει.
Α. Μάνθος
Όπου, στα 1923 ο επικυρηγμένος Θωμάς Γκαντάρας
ο ληστής, αποφασίζει να φωτογραφηθεί…”
Ο φωτογράφος των Τρικάλων Α. Μάνθος
έπαιρνε νύχτα τα στενά γυρνώντας σπίτι του
τους γάμους θα σκεφτότανε αλλά και τους θανάτους
που εκράτησε παντοτινά στο ακριβό χαρτί
Μα πιο πολύ θυμότανε το βράδυ του Αυγούστου
που πόρτες έκλεισε βαριά, έλυσε τα σκυλιά
κλέφτης μην έρθει κι έπεσε για του δικαίου τον ύπνο
κλέφτης μην έρθει κι έπεσε όπως κάθε φορά
Μήτε που άκουσε σκυλί, θυρόφυλο να τρίζει
και απ’ το φεγγίτη της σκεπής τον είδε να γλυστρά
από την άκρη Άγγελος, στα δόντια το μαχαίρι
Άγγελος, Εξάγγελος, μας ήρθε από μακριά
(Από το δίσκο του Θανάση Παπακωνσταντίνου (διασκευή-μελοποίηση), “Βραχνός προφήτης”, Lyra, 2000)
Πένα που ξύνει το χαρτί
όσο το άσπρο σουρουπώνει.
Αλλά το Πάσχα πρώιμο
η νύχτα στο γλυκύ μου έαρ
κι ένα τραγούδι σιγανό με λιβανίζει.
Πραματευτής κατέβαινε μεσ’ από την Αυλώνα
σέρνει μουλάρια δώδεκα και μούλες δεκαπέντε
φέρνει το Χρήστο-Χρήστο μου!με πλάκα και κοντύλι.
Με το κοντύλι έγραφε κι η πλάκα μαρτυρούσε
αργά πολύ συλλαβιστά με κεφαλαία ΜΝΗ-ΜΗ
Αντιλαλώ σαν τρικλιτη βασιλική
από φωνές πολλών κεκοιμημένων.
Το πιο γλυκό βιολί το παίζει ο θάνατος-θυμάμαι-
και τότε ξεχωρίζω τη δική του
(Από την ποιητική συλλογη του Μιχάλη Γκανά, “Παραλογή”, εκδ. Καστανιώτη, 1993)
ΜΝΗΜΗ ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΠΡΑΒΟΥ
Η ποίηση είναι γερόντισσα της υπαίθρου.
Έχει ρυτιδωμένο, μελανιασμένο δέρμα
Και πεντακάθαρα σπλάχνα. Το μικρό της
Κεφάλι ξεπροβάλλει μες από το δάσος:
Πεύκα, κυπαρίσσια, κλαδάκια φορτωμένα με χιόνι.
Μας φέρνει ένα δεμάτι ξύλα.
Λίγοι την βλέπουν κι αυτοί πάλι δεν ξέρουν
Σε ποιανού την πολυκατοικία θα ʽρθει να τʼ αποθέσει.
(Από την ποιητική συλλογή του Σωτήρη Παστάκα, “Η μάθηση της αναπνοής…σε τρεις κινήσεις”, εκδόσεις Μελάνι, 2006)
Ο Χρήστος Μπράβος γεννήθηκε το 1948 στη Δεσκάτη, αλλά από τα δεκαοχτώ του χρόνια έζησε στην Αθήνα. Σπούδασε Μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Πατρών και εργάστηκε στο Υπουργείο Οικονομικών. Ανήκει στη γενιά του 1970, αλλά κυκλοφορεί όψιμα την πρώτη του ποιητική συλλογή Ορεινό καταφύγιο, μόλις το 1983. Δυο χρόνια αργότερα εκδίδει μια δεύτερη, Με των αλόγων τα φαντάσματα, κι ένα μονόφυλλο το 1986 με το ποίημα «Σονέτο του σκοτεινού θανάτου», το οποίο γράφεται με αφορμή τα πενήντα χρόνια από το θάνατο του Λόρκα. Δημοσίευσε άρθρα, χρονογραφήματα και κείμενα κριτικής. Ανάμεσα στα τελευταία, πέντε όλα κι όλα, ενήμερα από βιβλιογραφική άποψη και οξυδερκή από αναγνωστική, ξεχωρίζουν τρία, για το λόγο ότι αναφέρονται στο Μίλτο Σαχτούρη, έναν ποιητή στον οποίο ο Μπράβος μαθήτεψε ιδιαίτερα γόνιμα: «Η κριτική και ο Μίλτος Σαχτούρης. Ένας “περίπατος” από αφορμή την Εισαγωγή στην ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη του Γιάννη Δάλλα», περ. Ο Λογοτεχνικός Πολίτης 43 (Ιούνιος 1981) 70-73· «Μίλτου Σαχτούρη Εκτοπλάσματα, σελίδες 21», περ. Το Δέντρο 33-34 (Σεπτέμβριος–Οκτώβριος 1987) 21-23· «Η “αποκριά” του Μίλτου Σαχτούρη: Ξόρκι ή όχημα της φρίκης;», περ. Γράμματα και Τέχνες 16 (Απρίλιος 1983) 24-25. Ο ποιητής ασθένησε σοβαρά και πέθανε στα 39 του χρόνια, στις 20 Απριλίου 1987, δεύτερη μέρα του Πάσχα. Ύστερα από το θάνατό του, το 1996, εκδίδεται η συλλογή Μετά τα μυθικά, με εικόνες του Χρόνη Μπότσογλου, πρόλογο του Μιχάλη Γκανά και επιμέλεια–επίμετρο του Μισέλ Φάις. Η συλλογή, στην οποία 2 εμπεριέχεται και το μονόφυλλο του 1986, μοιράζεται σε δύο ενότητες, «Ξύλινα τείχη» και «Μετά τα μυθικά»,με πέντε και εφτά ποιήματα αντίστοιχα. Τα πρώτα, χρονολογημένα, γράφονται ανάμεσα στις 28-3-1982 και 23-6-1983 (ένα στις 9-4-1985), ενώ τα δεύτερα είναι αχρονολόγητα αλλά πάντως γραμμένα μετά τις δύο δημοσιευμένες συλλογές του.Τ.Κ. ΠΑΠΑΤΣΩΝΗΣ
Θανάσης Μαρκόπουλος, Περ. Νέα Εστία 1774 (Ιανουάριος 2005) 82-91, (Ολόκληρο το κείμενο στο www. diapolitismos.gr)
Υπάρχει κάποια έγκριτη ανθολογία ποιητών της γενιάς του ’70 που θα μπορούσαν να συμβουλευτούν οι κάπως νεώτεροι – και όχι μόνο; Το εξαιρετικό τυπογραφείο του Φίλιππου Βλάχου έπαψε εδώ και αρκετά χρόνια να δημιουργεί, και οι ποιητικές συλλογές που φιλοξενήθηκαν στα ΚΕΙΜΕΝΑ είναι δύσκολο πλέον να βρεθούν στα ράφια των κεντρικών βιλιοπωλείων της Αθήνας.
Της νύχτας και του ανέμου Federico
Garcia Lorca, πέφτει π έ ν τ ε η ώρα.
Τ’ άλογο πάει μιαν άδεια νεκροφόρα·
στ’ αλώνι πολεμά ταύρος με λύκο.
Σε παίρνει η δημοσιά, για να σε βγάλει
κει που η αστραπή κλωσσάει την αστραπή της.
Του φεγγαριού το πέταλο, μαγνήτης,
σέρνει το ματωμένο σου κεφάλι
κουρέλια φασκιωμένο της παντιέρας.
Φυσάει σκοτεινού θανάτου αέρας–
και πού να είν’ εκείνο τ’ άσπρο σάλι
που σου ’ριξε, όταν σ’ έπαιρναν, η νύφη;
Σκυλί τρελό τα κόκαλά του γλείφει
και σ’ άλλον κόσμο αρχίζει καρναβάλι.
(Πηγή: Θανάσης Μαρκόπουλος, Περ. Νέα Εστία 1774)
Γιώργο, βάλε εσύ το “Κείμενο”
να βάλω τις φωτοτυπίες.
Χέρι με χέρι στο προκείμενο.
Παλιές, οι ίδιες πάντα ιστορίες.
Ο στιχοπλόκος Βολκώφ
Καφείνη, μην ψάνεις για έγκυρη Ανθολογία της γενιάς του 70. Διότι ως μη έγκυρη και ως μη γενιά, που υπήρξε αυτό το ρεύμα δεν υπάρχει και έγκυρη Ανθολογία. Βεβαίως όμως υπάρχουν δυό τρεις φωνές από αυτόν τον χώρο, που καλό είναι να ψάξεις και να βρεις στα βιβλιοπωλεία:
1. Μιχάλης Γκανάς
2. Χρήστος Μπράβος
3. Λευτέρης Πούλιος
4. Κώστας Σοφιανός
5. Τάκης Παυλοστάθης
και ίσως ακόμη μερικοί άλλοι
Θεοδόση που είσαι και χάθηκες; Η σοφία δεν θα σχολιάσει τον καλύτερο ποιητή της γενιάς του 70;Μίχο, πάλι με ξέχασες. Μάθε σε ότι ο φίλος σου ο Σωτήρης απολαμβάνει τους ήχους του Ειρηνικού στο Βολπαραίζο. Τώρα μπορεί και ν’ανεβαίνει στο Μάτσου Πίτσου.
Καφείνη προσοχή:όχι kanellonoulos, αλλά kanellopoulos. Γιάννης Δάλλας και Τάσος Ρούσσος δεν ανήκουν πλέον σε καμιά γενιά….
Ο Ρούσσος θα πάρει κρατικό βραβείο φέτος. Μια προφητεία κανω………………………………………..
@ Βασίλη σου χρωστάω πράγματι τηλεφωνήματα.
@ έχασα τον Χειλαδάκη. Μήπως τον είδε κανείς; Ανησυχώ!
Η σοφία δεν θα σχολιάσει τον καλύτερο ποιητή της γενιάς του 70;
Μα δεν μπορεί να λείψει μερικές μέρες κανείς; Αλλοι στο Μάτσου Πίτσου και άλλοι στο ταπεινό Γαλαξίδι, απ’ όπου σας στέλνω την αγάπη μου (μα ναι, φυσικά και βρήκα νετ καφέ, όχι παίζουμε)…Εννοείται ότι λάτρεψα πολλά από τα παραπάνω, αλλά κυρίως το σονέτο για τον Λόρκα που το διάβασα τώρα για πρώτη φορά. Το βραδάκι, σας υπόσχομαι να απαγγείλω σε ένα ουζερί στη θάλασσα: “του φεγγαριού το πέταλο, μαγνήτης…” και υπόσχομαι όταν γυρίσω στην Αθήνα να ερευνήσω τη σύνδεση με το “φεγγάρι σέρνει σαν μαγνήτης…” του Τάσου Παππά, για να μην ξεχνιόμαστε…(κ. Κανελλόπουλε θα λάβετε μαιλ σύντομα με αυτά και άλλα πολλά ενδιαφέροντα!)
Οσο το βλέπω, νομίζω ότι πραγματικά η ιδέα του κ. Μίχου περί σύνδεσης Τάσου Παππά και Λόρκα (και στη συνέχεια Καββαδία και τώρα και Μπράβου) ισχυροποιείται με αυτό το σονέτο, είναι μάλλον το κομμάτι που μας έλειπε από το παζλ.
Θεοδόση! όχι τόση απαισιοδοξία, πλιζ, είσαι κι ο πιο νέος απ’ όλους μας (νομίζω; ). Θυμήσου τι έγραψε η Μαριανίνα Κριεζή (και τραγουδάει ο Τσακνής):
Φτιάχνουν απόψε με κουρέλια και σανίδια
έναν συνοικισμό αυτόνομο
Αυτοί που ψάχνουν για διαμάντια στα σκουπίδια
και στον υπόνομο
Να είσαι βέβαιος ότι πάντα κάποιοι θα ψάχνουν για διαμάντια στα σκουπίδια…
@ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ: Ο Γιάννης Υφαντής ανήκει στη (λεγόμενη) “Γενιά του ΄70”; Για ρίξε δυό-τρεις κουβέντες στο διαδίκτυο. Θα τα πούμε και τηλεφωνικώς ή με καφέ.
Κεντρωτή, να απαντάς στο τηλέφωνο (σταθερό και κινητό) όταν σε παίρνει ο Κανελλόπουλος για Χρόνια Πολλά. Κανόνισε να βρεθούμε. Καλός ο ποιητής. Μανθρασπέντα η συλλογή του που μου έρχεται στο νου. Θα τον ανεβάσουμε κάποια στιγμή. Εγώ τον έχω μεταφράσει και εις την ρουμανικήν! Φιλιά. Πάρε τηλέφωνο να τα πούμε
Διαβάζοντας το (Μετά τα μυθικά)
Στη μνήμη του συγγραφέα Χρήστου Μπράβου
Πάνω του κόσμου
η σκουριασμένη πανοπλία
Μέσα της κρύβει ο,τι θυμίζει
να ματώνει
Μια , χιονισμένη , η ζωή μας
προκυμαία
Κʼ ένα σεντόνι ματωμένο
που κρυώνει
Το κάθε βήμα
αφήνει πίσω ένα άλλο·
Χαλάζι , χιόνι και βροχή
κάθε σου λέξη.
Σβήνει στα μάτια σου
μυστήριο μεγάλο
Και δειλινό που ʼχει
το θάνατο μαγέψει.
08/11/2009
Η εντύπωση μπορεί και να σκοτώσει
από απόσταση
μονοσύλλαβα με Ναι και Όχι
σε μηχανοστάσια
εγκιβωτισμένα
μαύρων τετράγωνων εργοστασίου
που είναι σε κουτιά
γκρίζων παγωμένων σχέσεων
και ολισθαίνουν σε ένα εύθραυστο
από το στόμα σου
μέχρι ένα λάθος από πάθος
από άσπρο ένα περιστέρι
σε μάρμαρα γεωστρατηγικά
με ελαφρό χώμα γεωμετρικά
να το σκεπάζει ταριχευμένο
όσο δηλαδή ήρθε
είδε και απήλθε
ότι ήταν από θέση
σημείο εστίασης
ορισμένο ως στιγμή
που καλά κάνετε και την περιμένετε
για ένα θαύμα
Αντιστέκομαι σε όσους θέλουν
αλληλέγγυα σπίτια από κυπαρίσσια
για τυφλούς σκίουρους
Σε όσους μοιράζουν άτοκα υποκλίσεις
για ένα υπογραμμένο χαμόγελο εις τριπλούν
Σε όσους κρύβουν στις παιδικές χαρές
κάτω από ασημένιες φωτιές πέτρες
από τα αμαξοστάσια ιπτάμενων χαλιών
Σε όσους με λόγια σού βάζουν λόγια
Σε όσους συντηρούνται με αλατόνερο
και μουρουνέλαιο
Σε όσους θαυμάζουν τις χελώνες ενώ
ο λαγός είναι πιο κοντά στο χιόνι
Σε όσους έχουν ένδυμα εργασίας με τσέπες
Σε όσους αγνοούν ότι η μετριοφροσύνη
είναι για τους μέτριους
Αντιστέκομαι στους μετρονόμους
Στους ερμηνευτές σημαδεμένων ονείρων
Στους λειτουργούς ναών εμπορίου
Στους ιεροψάλτες κωδικών που πληρώνεις τα λάθη τους
Στις βρύσες αυτοκινήτων πολυτελείας
Στα χάπια που μυρίζουν αναπνοή βαλσαμωμένου βάτραχου
Στα μεταξωτά βρακιά που στεγνώνουν μυρμήγκια
Στις μαύρες σακούλες από τα φάρμακα
Στις οργανωμένες πλειοψηφίες που οικοδομούν
Στα καρπούζια
Στις οργανωμένες μειοψηφίες που αποδομούν
Σε όσους καίνε τις σημαίες άλλων
Στα κορδόνια τών παπουτσιών
Στα μικρά όνειρα που αρνούνται να μεγαλώσουν
Στους χαρισματικούς ηγέτες δώρα φέροντες
Στους αρχαιολάγνους επιτηρητές μαυσωλείων
Αντιστέκομαι στα τυπωμένα ηλιοβασιλέματα
Στην αλλαγή τής ώρας
Στο ανάρμοστο ξεπάγωμα υποσχέσεων
Σε όσους πιστεύουν ότι υπάρχει τέχνη και τους αρέσει κιόλας
Στους παροικούντες στα μουσεία άνοιας και ανίας
Στους διδάσκοντες που ενορχηστρώνουν μιμήσεις
Στους δημιουργούς που ταυτίζονται με τους θεατές
Στους κατασκευαστές δρόμων που δεν στρώνουν ροδοπέταλα
Στα αφρόψαρα που δεν είναι φάλαινες
Σε όσους πεθαίνουν για να αναστηθούν σε τρεις μέρες
Στους λογικούς αριθμομνήμονες
Στους επαγγελματίες ευαίσθητους που σχίζουν τα ιμάτιά σου
Στις κιβωτούς μνήμης που είναι σφουγγάρια
Στους αναρχοαυτόνομους της διπλανής πόρτας
Στους ορίζοντες που είναι μονότονες ευθείες
Σε όσους δεν πιστεύουν ότι η γη είναι επίπεδη
Αντιστέκομαι στους ταχυδρόμους
Στους ταχυδρομικούς κώδικες που μεγαλώνουν με ορμόνες
Στην βαρύτητα
Σε όσους πιστεύουν ότι ο ήλιος φωτίζει
Στους ετερόφωτους
Σε όσους δεν πιστεύουν στον αέρα
Σε όσους πιστεύουν ότι είναι κάτι περισσότερο
από μια πάπια με παπιά
Σε όσους δεν πιστεύουν ότι η μόνη αλήθεια είναι το ψέμα
Σε όσους τους γράφεις και σε γράφουν και δεν σε γράφουν
Στον δηθενισμό τού κυρίαρχου λόγου
Στις στρογγυλές τελείες χωρίς κατεύθυνση
Σε όσους λένε όχι και δεν το εννοούν
Σε όσους ξεχνούν να μη ξεχνούν
Σε όσους δεν ξεχνούν να ξεχνούν με αστερίσκους
Στην διαδικασία που ξεκοιλιάζει
Αντιστέκομαι στα τηλέφωνα που έξυπνα ματώνουν
Στα ριζωμένα δάση που καίγονται όμορφα
Στη βροχή που δεν είναι ψωμιά
Στους αόρατους που αερίζονται γονατιστοί
Στα οικοδομικά τετράγωνα χωρίς όνομα
Στις ενώσεις με ιεραρχίες
Στα δίκροκα αυγά που είναι τα μάτια τού κόσμου
Στους ψαλιδιστές ονείρων
Στους ήχους που χαράζουν σύνορα
Στις μέλισσες που χαιρετούν χαρταετούς
Στο άγγιγμα του Μίδα
Στη μόδα που είναι ρόδα και γυρίζει
Στους απόντες που είναι παρόντες
Στους λίγο πριν σαπίσουν
Στους άνω κάτω
Στα μαύρα άλογα με άσπρα φτερά
Αντιστέκομαι στο ασαφές σαφές
Στη φθαρτή προβολή ιδεών
Στην αντικειμενικοποίηση του υποκειμενικού
Στην ιδιοτελή μορφοποίηση του απροσδόκητου
Σε αυτό που υπάρχει γιατί δεν υπάρχει
Στο προπατορικό αμάρτημα
Στο παρελθόν τού μέλλοντος αιώνος αμήν
Στις ιδέες που πεθαίνουν από εξάντληση
Στο χάσμα γενεών που δεν επαναπροσδιορίζεται
Στην γνώση που είναι απόγνωση
Στο ένα συν ένα ίσον δύο
Στην ιστορία και την φιλοσοφία που είναι δεσμώτες
Στους χώρους που ευδοκιμούν σκώροι
Σε ότι υπερέχει ως τίποτα
Στους φόβους που σε κάνουν να πιστεύεις σε κάτι
Στις υπεραξίες των μελλοθανάτων
Αντιστέκομαι στο καλύτερο του χειρότερου
Στα δημιουργικά κενά τών λέξεων
Στα κεφαλαία γράμματα
Στα πέτρινα σπίτια που είναι ζάχαρη
Στα ανοιχτά μυαλά που μπάζουν
Στους επαγγελματίες απαισιόδοξους
Στο κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα στο κεφάλι
Στο άδικο που είναι το δίκιο του εργάτη
Στο Ελλάδα έχεις ταλέντο
Στους κοινωνικούς εααυτοματισμούς
Στο δόξα τα λεφτά έχουμε Θεό
Στο ψέμα που γίνετε ιδεολογία
Στο ότι σε πληγώνει και δεν σε πληγώνει
Στα πολλά μηδενικά της ευτυχίας
Στο διαφανές χρώμα
Αντιστέκομαι για την κλιματική αλλαγή μη βρέξει
ιπποπόταμους και μας πνίξουν στα ποτάμια
για την κοινωνική δικαιοσύνη
Για την αποϊδρυματοποίηση των κατοικίδιων
Για την ελευθερία τής ευθιξίας τής ανορεξικής κάμπιας
Γιατί άμα βρέχει δεν χιονίζει
Γιατί ότι δεν πωλείται αγοράζεται
Γιατί δεν ελπίζω άρα δεν απογοητεύομαι
Γιατί ζωή είναι και θα περάσει
Οι μεγαλόσχημοι
σκαλιστές
φύτεψαν
τα χρώματα
πίσω
από σιδερένια
πρόσωπα
να αναγνωριζόμαστε
από μυρωδιές
και όχι από
τα μάτια.