
(Εγκαινιάζοντας σήμερα την 11η κατηγορία του “ποιείν” με τον τίτλο “Αυθόρμητη Ανθολογία”, θέλουμε κατ’ αρχάς να ευχαριστήσουμε όλους εσάς, που δεν είσαστε μόνο αναγνώστες αλλά και συνεργάτες. Η κατηγορία είναι από μια ιδέα της Σοφίας Κολοτούρου-όπως από μια ιδέα του Νίκου Λέκκα φτιάξαμε το “Καθαρτήριο” κι από μια ιδέα του Σπύρου Αραβανή το “Ξανατύλιγμα”-…Το ποιείν περιμένει τις συνεργασίες όλων σας. Πέντε αγαπημένα ποιήματα και δυο λόγια γι’ αυτά και τον ποιητή τους…να φτιάξουμε όλοι μαζί την ανθολογία της σύγχρονης ελληνικής ποίησης).
ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ «ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΑΝΑΡΕΣ»
ΕΝΑΣ ΚΑΒΑΛΑΡΗΣ ΑΠ ΤΗ ΔΥΣΗ
Τρεις σκηνές στημένες όπως – όπως
στην κορφή του ανέμου, ένα κακό
πέρασμα και γύρω αυτός ο τόπος
σάμπως παραμύθι εφιαλτικό
Δυο πιστόλια εβγήκανε στο λόττο
τρεις λαχνοί και μέσα ο τυχερός.
Λείπει ο Τέξ . Τι τύχη! Με το πρώτο
βόλι τους σωριάστηκε νεκρός.
Δίπλα στους κροτάφους μου σαν αίμα
η φωνή του επάγωσε η ζεστή
κι’ αν νεκρός δεν έλεγε απ’ το βλέμμα
το κρυστάλλινό του να σβηστεί.
Ένας καβαλάρης απ’ τη δύση
έρχεται καλπάζοντας , κι ως μια
φλόγα , που απ’ το γέρμα έχει πηδήσει
καταχτάει της πάμπας την ερμιά
Κι έτσι χτυπημένος από πίσω
με του ήλιου τα βέλη τ’ αργυρά
κάτω απ’ της παλάμης του το γείσο
χώριζε απ’ τον ήλιο καθαρά…
Τρεις σκηνές στημένες όπως –όπως
σε μια απόσταση όλες στη σειρά
άδειασαν την πλήξη τους κι ο τόπος
γιόμισε προαισθήματα πικρά…
Θα σταθεί στη δεύτερη; Παγώνει,
κρέμεται απ’ τα βλέφαρα η ψυχή
Θα σταθεί στη δεύτερη παγώνει
τούτη η σύγκρυα απαντοχή.
Πέρασε σαν διάνεμα του αγέρα,
μές στην αγωνία μας σκοτεινή
φρίκη ορμάει στη δεύτερη μα πέρα
κι απ’ την τρίτη εχάθηκε σκηνή.
Τον κατάπιε η πάμπα μα εδώ γύρω
στοίχειωσε ένας ίσκιος παγερός.
Δυο πιστόλια εβγήκανε στον κλήρο
Λείπει ο Τέξ, ποιος θα ναι ο τυχερός;
ΝΤΟΛΟΡΕΣ
Στη φαντασία τους ασελγούνε οι κάκτοι
πέρα από τη φάρμα. Η νύχτα είναι σα μια
τρομαχτική και ωραία λιποθυμιά
κάτου απ’ του φεγγαριού τον καταρράχτη
Πώς να χωρέσεις κάλλιο μην ερχόσουν
σε τούτη την ελάχιστη στιγμή.
Κι έτσι κυνηγημένος, τρέμεις μη
Και τα φιλιά μου ακόμη σε προδώσουν!
Σαν το βαθύ χαμόγελό σου, κι όπως
χαράζει απ’ τους μαιάνδρους της σγουρής
γενειάδας σου απαράλλαχτα θαρρείς
οι κάκτοι ανθούν , κι ημέρωσε ο τόπος.
Τρεις μήνες αγωνίας, κι εσύ αφήκες
Να κοιμηθούν σε μόνη μια βραδιά:
Αν σου έχει λείψει η φλόγα απ’ την καρδιά
πάρ την απ’ τις ζυγές πιστολοθήκες
και χτύπα με. Περσότερο από χίλια
πέζος, σου αποτιμούν την κεφαλή…
Κάθε μια νέα σου δόξα αντιλαλεί
η έρημος σε διακόσια τόσα μίλια
Μια γη από πέτρα κίτρινη, κι αγκάθι
σε βύζαξε. Έρωτα μου. Είναι βαρύ
το χρέος σου σε μια γη φαρμακερή
που ανθούν οι κάκτοι αντάμα με τα πάθη!
«Κι αν μ’ αγαπάς παράφορα, με κάνεις
να πλήττω , όταν το ακούω τόσες φορές! »
Μα διάβολε, μικρή μου Ντολορές,
πως θα με πείσεις, δίχως…να πεθάνεις!»
ΚΑΚΤΟΙ
Κάκτοι απά στους βράχους, κάκτοι ολόγυρά τους
Μ’ άγριο φράχτη, οι κάκτοι σ’ έζωσαν παντού!
Τρόχιζαν οι κάκτοι τα γυμνά σπαθιά τους
στη χρυσήν οπλή του φεγγαριού.
Σε παραμονεύουν σκυθρωποί
Κάτω απ’ το κατάπληχτο φεγγάρι.
Κράτα το άλογό σου Καβαλάρη
Στης στερνής σου νύχτας την καμπή.
Πως θα το περάσεις το πλατύ
που άνοιξε η ναβάγια σου ποτάμι;
Χείμαρρος στ’ αχνάρια σου έχει δράμει
Κι’ αίμα ,το αίμα που χυσες ζητεί.
Κρουσταλλώνει η πάχνη των βουνών
Τ άκουρα μαλλιά σου και τα γένια
Σε γκρεμούς σε φέρνουν φιλντισένια
Τα ίχνη τραγικών καραβανιών.
Κάκτοι απά στους βράχους, κάκτοι ολόγυρά τους
Μ’ άγριο φράχτη, οι κάκτοι σ’ έζωσαν παντού!
Τρόχιζαν οι κάκτοι τα γυμνά σπαθιά τους
στο γυμνό κρανίο του φεγγαριού.
Κάλλιο στην αγχόνη σου να πας,
πέρα απ’ τ’ αδυσώπητα αυτά μέρη.
Θάχεις έναν τάφο και θα ξέρει
Που να κλάψει εκείνη που αγαπάς.
Τώρα δε σου απόμεινε παρά
Μια στερνή σου ελπίδα ίδια με τύψη
το άθλιο σου κρανίο για να συντρίψει
μες στα βράχια αυτά τα κοφτερά….
Κι ως η παντοδύναμη Σιωπή
διώξει αυτά τα σχήματα που τρέμεις,
κόντωρας θα πέσει γυμνολαίμης
τα σβησμένα μάτια σου να πιεί.
Κάκτοι απά στους βράχους, πετρωμένοι γρίφοι!
Τον κακό τους ίσκιο πήρε η χαραυγή
Κι έκρυψαν οι κάκτοι τα γυμνά τους ξίφη
Κάτω απ’ τη βαθιά τους συλλογή.
ΚΟΥΚΑΡΑΤΣΕΑ
Μαύρο χιόνι η νύχτα κατεβαίνει
στο αίμα μου, ποιος άναψε εδώ χάμου
μια φωτιά, που τρώει και δε χορταίνει
καίει, μα δε ζεσταίνει την καρδιά μου!
Τα μαλλιά της ρίχτε να φουντώσει
τούτη η φλόγα, ρίχτε τα φιλιά της
να ψηθούν στη θράκα, έχω παγώσει
ν’ αγκαλιάζω μόνο τ’ όνομά της!
Το φεγγάρι σέρνει σα μαγνήτης,
Τα νερά της λίμνης , κι από πάνου
Τα βουνά σαν ήχοι ενός τυμπάνου,
Πέφτουν στην υδάτινη ψυχή της.
Έννοια σου, τρελή Κουκαρατσέα,
κι ένα ωραίο μονόπετρο από πάγο
κι αίμα, αυτή τη νύχτα σου φυλάγω
και θα σου πηγαίνει τόσο ωραία!
Με μια βλεφαρίδα έχουνε δέσει
φεγγαριού το μάτι του, – φαντάσου
με τι νοσταλγία θα το φορέσει
στο μικρό της δάχτυλο η καρδιά σου!
Κι έτσι αργά, ποτίζοντας τα φύλλα,
Κι ως τη ρίζα πέφτοντας σα στάλα
μέλι απ’ το λεπίδι , τα μεγάλα
βάθη θα σου ανοίξει της Τζουαλίλα.
Στάζει απ’ το μαχαίρι μου ένας τόσο
ήπιος ύπνος, παίζει στα νερά του
το φεγγάρι , δείχνοντας ως κάτου
το βυθό που πάω να σ’ ανταμώσω!
ΠΑΙΓΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΕΤΑΛΟΥ
Παίζει τ’ αλογάκι μου με τα πέταλά του
Και χορεύουν στο αίμα του τα βουνά κι οι τόποι
Πάνω σ’ ένα πέταλο, κι άλογα κι ανθρώποι
Τη ζωή μας παίζουμε εδώ κάτου.
Διασκεδάζουν ώρες τα παιδιά
ρίχνοντας το πέταλο – ούτε λέξη
για το σύντροφό μας που ‘χε παίξει
κι έχασε την ίδια του καρδιά.
Μέσα σε μια μέθη ερωτική
μάτωσε ο Κεντάκυ τ’ όνομά του.
Το παιγνίδι ετούτο του θανάτου
σ’ όλους μας πρωτάρχισε από κεί.
Κι έτσι με μιάν άπιστη καρδιά
Κάτω απ’ το σπιρούνι και την τρέλα
του όρθια απά στου αλόγου του τη σέλλα
βγήκε έξω από το νόμο μια βραδιά.
Παίζει το αλογάκι μου με τα πέταλά του
και κοπάδια αλλόφρονα φεύγουν γύρω οι τόποι.
Πίσω από ένα πέταλο, κι άλογα κι ανθρώποι
Κυνηγούμε το άστρο μας δω κάτου.
Της Σελήνης γύρω ο πυρετός
Καβαλάρη κι άλογο εμεθούσε
κι όμοια η Πολιτεία τον κυνηγούσε
όπως τ’ άλογό του ο κουρνιαχτός.
Τον ξεχάσαν κιόλας τα παιδιά
ρίχνοντας το πέταλο – μονάχο
τον αφήκαν κάτου από ένα βράχο
μ’ ένα γύπα επάνω στην καρδιά.
Πάνω από το γέλιο ενός νεκρού
πέρνα τ’ άλογό σου, έτσι μοιραία
κάποτε θα σμίξει όλη η παρέα
στα φαράγγια εκεί του φεγγαριού.
Παίζει τ’ αλογάκι μου ορθό και τα πέταλά του
σκάνε απά στου φεγγαριού το ασημένιο φρύδι.
Μ’ ένα μισοφέγγαρο τούτο το παιγνίδι
Παίζει ο Παθανάρες στα βουνά του…
ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ – ΤΑΣΟΣ ΠΑΠΠΑΣ
Ο Τάσος Παππάς γεννήθηκε το 1921 και (σύμφωνα με ανεξακρίβωτες πληροφορίες) απεβίωσε το 2001. Η γνωστότερη συλλογή που κυκλοφόρησε ήταν τα “Τραγούδια του Παθανάρες” το 1948. Κατά τη δημοσίευση αυτής της συλλογής, ο ποιητής ανακοίνωσε πως επρόκειτο για τα Τραγούδια ενός Μεξικανού ποιητή, του Παθανάρες και ότι ο ίδιος απλώς τα μετέφρασε στη γλώσσα μας. Αν και τα ποιήματα αρχικά έγιναν δεκτά με ενθουσιασμό από τη φιλολογική κοινότητα, στη συνέχεια και όταν αποκαλύφθηκε η απάτη, ο ποιητής αγνοήθηκε πλέον από τους κριτικούς, με αποτέλεσμα να παραμείνει, (κατά την προσωπική μου γνώμη) πολύ παραγνωρισμένος.
Τα ποιήματα του Τάσου Παππά τα εντόπισα αρχικά σε κάνα δυο ανθολογίες ποίησης κι έπειτα σε κάποια ποιήματα που μου έστειλαν από το διαδίκτυο (κυρίως ο κ. Ανυφαντής από την Καρδίτσα και τον ευχαριστώ πολύ). Τον ξεχώρισα αμέσως για το ύφος του (ο ρυθμός του θυμίζει σε μένα καλπασμό αλόγων κατά την απαγγελία), τη σύγχρονη γλώσσα του, τις ρίμες, και τα πρωτότυπα (για το 1948 τουλάχιστον, αλλά και για σήμερα πιστεύω) θέματά του.
Στη συνέχεια μίλησα με όσους πιθανόν να γνώριζαν περισσότερα για εκείνον, αλλά ελάχιστες επιπλέον πληροφορίες κατόρθωσα να συγκεντρώσω. Ούτε την περίφημη συλλογή του Παθανάρες δεν έχω κατορθώσει να βρω ολόκληρη. Γιʼ αυτό θέλησα τώρα να σας παρουσιάσω μερικά από τα ποιήματά του, ώστε να έρθουν σε επαφή με την ποίησή του και κάποιοι νεώτεροι αναγνώστες, αλλά και για να συλλέξω πληροφορίες από όσους τυχόν έχουν έρθει σε επαφή με το έργο του και το εκτιμούν όσο εγώ.
Σοφία Κολοτούρου
(Photo by Stratos Lampousis, “Spring of Valencia”, 2007, Private collection)
Σοφία κατ’ αρχήν να σε ευχαριστήσω για τον κόπο να τα ποστάρεις. Η αγάπη σου για τα παραμελημένα μας έχει θυμίσει αρκετές φορές όμορφα πράγματα…
Σκέφτομαι τώρα ότι η συλλογή αυτή θα πρέπει να είναι το ακρότατο όριο της επίδρασης του Λόρκα.
Το 1948 είναι σημαδιακή χρονιά για την διάδοση του έργου του Λόρκα στα ελληνικά. Ουσιαστικά αρχίζουν οι μεταφράσεις του έργου του και οι παραστάσεις στο θέατρο.
Σε ευχαριστώ που μου τον θύμισες.
Βασίλη, κα-τα-πλη-κτι-κή σκέψη η σύνδεση Λόρκα και Τάσου Παππά, δεν το έχω ξαναδιαβάσει αλλού αυτό και τώρα που το σκέφτομαι το παζλ ταιριάζει απόλυτα: άλογα, αιματοβαμμένο τοπίο, παράξενη σκληρή γλώσσα…Φυσικά, δεν θα μπορούσε ο Παππάς να έχει επηρεαστεί από κάποιον προγενέστερο Ελληνα.
Ο κ. Νικορέτζος σε προφορική μας συζήτηση (το έχει αναλύσει και στο επίμετρο των βιβλίων του)είχε κάνει σύνδεση Παππά-Καββαδία, λόγω της εξωτικής θεματολογίας και της ιδιαίτερης ρίμας (μια σκέψη που την είχα κάνει κι εγώ παλαιότερα και είχα συμφωνήσει μαζί του).
Επίσης, κάπου αλλού είχα διαβάσει για συσχέτιση του Παθανάρες με τον Αρη Βελουχιώτη, κι ότι επειδή προφανέστατα ο Παππάς δεν μπορούσε να εξυμνήσει το Βελουχιώτη το 1948 χρησιμοποίησε τον φανταστικό Παθανάρες για να μιλήσει για τους “μαίανδρους της σγουρής γενειάδας” και τον κυνηγημένο επαναστάτη (και γι’ αυτό το λόγο χτυπήθηκε αργότερα από το φιλολογικό κατεστημένο).
Επίσης θέλω να σχολιάσω ότι στο πρώτο ποίημα κάπου στη μέση επαναλαμβάνεται δύο φορές ο στίχος “Θα σταθεί στη δεύτερη παγώνει” που είναι εμφανώς τυπογραφικό λάθος, αλλά μια και δεν έχω το σωστό στίχο προτίμησα να το αφήσω ως έχει.
Όπου ακούς Καββαδίας να σκέφτεσαι Καραβίας εκδότης του Λόρκα. Στο τυπογραφείο του ο Καββαδίας διάβαζε Λόρκα.
Ο στίχος του Καββαδία : Καβάλαγες ασέλωτο με δίχως χαλινάρι είναι παραφθορά από το Ρομανθέρο Χιτάνο : Σε φοράδα από σεντέφι και με δίχως χαλινάρια, έτσι το απέδοσα.
Κι άσε τα καταπληκτικά. Μόνο την αγάπη σου δείχνουν για την ανακάλυψη πηγών και όχι καμιά κριτική μου δεινότητα.
Να είσαι πάντα καλά.
Άφού ευχαριστήσω τη Σοφία, για την αναφορά στην ασήμαντη συμμετοχή μου στις πληροφορίες για τον Τάσο Παππά , να σημειώσω τα εξής: Ένα εξαιρετικό άρθρο του Τάσου Πορφύρη “Ο ανυπεράσπιστος καημός του Παθανάρες” , όπου και η συσχέτιση Παθανάρες – Βελουχιώτη μπορεί να διαβάσει κανείς στο http://genesis.ee.auth.gr/dimakis/simeioseis/53/sim81.jpg . Εκεί αναφέρεται ως χρόνος θανάτου του Τάσου Παππά το 1999.
Από τα ποιήματα του Τάσου Παππά δυό μου άρεσαν περισσότερο: “Το τραγούδι του αδερφού ” (από τα Τραγούδια του Παθανάρες) και το “Μάθημα Γεωγραφίας” Τα παραθέτω:
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΑΔΕΡΦΟΥ
Πάνε χρόνια απ’ τη βραδιά πού ’φυγε ο Αδερφός μου
για την όχθη, που ως εκεί σταματάει του κόσμου
η μεγάλη πυρκαγιά .Μα είναι χρόνια τώρα
που επιστρέφει ο ίσκιος του κάθε κρίσιμη ώρα
Σα φτερούγισμα πουλιού γύρω απ’ το φεγγίτη
παίζοντας με το κερί πλημμυράει το σπίτι
με δυο μάτια ανήσυχα στυλωμένα σ ένα
πρόωρο θάνατο ή σε μια ταραγμένη γέννα.
Τα κορίτσια αγάπησαν τα σγουρά μαλλιά του,
τα κορίτσια μοναχά στόμα έχουν και χείλη
με μια φυσαρμόνικα σα μικρό κογχύλι
μάτωνε τον ήχο της με τα δάχτυλά του.
Κι έσταζε αίμα το μικρό ζωντανό κογχύλι
στάλα -στάλα ανάβλυζε τα παράπονά του.
Τα κορίτσια μοναχά μάτια έχουν και χείλη
μόνο ο κάμπος του άνοιγε τη ζεστή καρδιά του.
Κι έτσι με χαμόγελο προς την ύστερη ώρα
χώρισε τον ουρανό σε ήλιο και σε μπόρα,
κι απ’ τη δίβουλη στιγμή γλίστρησε και πάει
τώρα έχω έναν άνεμο για να μ’ αγαπάει.
Τρέχει απ’ την ανατολή προς τη δύση πέρα
σε λιμάνια και γιαλούς τον γυρεύει η μέρα
κι απ’ τα πέλαα που η φωτιά του ήλιου έχει ανεβάσει
τη βροχή που κρέμεται πάνω από τα δάση.
Γύρνα στης μανούλας σου γιε μου την αγκάλη
Φεύγουν ο ήλιος κι’ ο άνεμος μα γυρίζουν πάλι.
Παίρνει ο ύπνος τα παιδιά μα τα φέρνει πίσω
Ο ύπνος ο άσπρος πελαργός πριν τα’ αποζητήσω.
Τον αγέρα οσμίζονται με υποψία τα βράδια
Μουκανίζοντας γλυκά τα ορφανά κοπάδια!
Τη φωνή σου δίψασαν τώρα που την έχει
τρεις οργιές κατ’ απ’ τη γης το νερό που τρέχει.
Είναι ένας ζεστός πηλός που σκιρτά εδώ χάμου,
γίνε αλέτρι ατσάλινο , γύριζε βαθιά μου
κι’ ως να σπάσει η ακοίμητη φλέβα που με τρέφει
απ’ τα σπλάχνα αυτής της γης και στη γη επιστρέφει.
Κι ως γδυθώ απ’ το χώμα μου ξανανέβα πάλι
απ’ την όχθη που έφραξε τούτη τη μεγάλη
πυρκαγιά και μη σταθείς , πάρε με μαζί σου.
Θα μαι ακόμα πιο αλαφρός κι’ απ’ τη θύμησή σου.
ΜΑΘΗΜΑ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ
Σγουρό εφηβαίο – μαρτυρική
της εφηβείας η φαντασία
γλιστράει παλάμη την Ασία
προς τη σγουρόμαλλη Αφρική
Βουνά και κόλποι, μιά λευκή
σελίδα ανοίγει η Γεωγραφία
στο δέρμα σου – εύγλωττα ψηφία
παίζουν μιά γλώσσα τροπική.
Κρέμεται η Υδρόγειος σαν παγώνι
στο μαυροπίνακα – παγώνει
γύρω σου ο κόσμος σαν παράσταση.
Κι εσύ τα χείλη αναπολείς
του Τσέ Γκεβάρα – ένα φιλί
πιό φλογερό απ’ την Επανάσταση!
Κι όπως το ξανασκέφτομαι…θυμηθείτε το στίχο του Καββαδία από το ποίημα Guevara (με αφιέρωση….ναι, ναι….στον Καραβία)
Χοσέ Μαρτί, (Κόνδορας πάει και χαμηλώνει,
περηφανεύεται, ζυγιάζεται, θυμάται.
Με τα φτερά του θα σκοτείνιαζ’ ένα αλώνι.)
και κάντε αντιπαραβολή με το παραπάνω του Τάσου Παππά:
Κι ως η παντοδύναμη Σιωπή
διώξει αυτά τα σχήματα που τρέμεις,
κόντωρας θα πέσει γυμνολαίμης
τα σβησμένα μάτια σου να πιεί
Κόνδορες λοιπόν στην Ελλάδα του 1948! Στην πραγματικότητα, κανείς από μας δεν έχει δει Κόνδορα, έτσι δεν είναι; (ίσως σε κάτι ντοκυμανταίρ…)
Κι αν ο Καββαδίας έχει μια δικαιολογία λόγω ταξιδιών, που και πάλι όμως δεν προχώρησε στην νοτιοαμερικάνικη ενδοχώρα ώστε να δει κόνδορα, πείθομαι όλο και περισσότερο ότι όλα αυτά τα συνάντησαν στις σελίδες του Λόρκα.
Κύριε Ανυφαντή καλησπέρα κι από δω. Το “μάθημα γεωγραφίας” μου αρέσει κι εμένα, αλλά ήταν τόσο διαφορετικό από τα υπόλοιπα, λόγω ερωτικής θεματογραφίας, που δεν μπορούσα να το βάλω στην ίδια ενότητα.
Οσο για το “τραγούδι του αδερφού”, μας παραπέμπει σε πολλά πράγματα, όπως τα δημοτικά τραγούδια και βέβαια τεκμηριώνει καλύτερα τη σχέση που προαναφέραμε με το Βελουχιώτη (δεν διάβασα ακόμα το άρθρο στο λινκ που έβαλες).
Ευχαριστούμε πάντως και για τις υπόλοιπες πληροφορίες και σε καλοσωρίζω εκ μέρους και των υπολοίπων στο Ποιείν.
Πολύτιμο υλικο και σχόλια. Να είστε καλά.
Αγαπητή Σοφία, σε ευχαριστώ κι εγώ με τη σειρά μου για την ανάρτηση των έξοχων αυτών ποιημάτων, τα οποία δυστυχώς είναι απλώς αδύνατον να βρεθούν.
Κατάφερα να εντοπίσω ένα αντίτυπο των “τραγουδιών” στην βιβλιοθήκη των “Πολυτίμων” της Βουλής και παρήγγειλα να σκαναριστεί, ώστε να έχουμε ολόκληρη την έκδοση.
Κατά τα άλλα, πράγματι ο Παππάς έχει πάρει παραπάνω από μια ανάσα Καββαδία – κι εντόπισα επίσης και μια φλύδα από Μπάυρον: Το δίστιχο
“μια φωτιά, που τρώει και δε χορταίνει
καίει, μα δε ζεσταίνει την καρδιά μου!”
έχει μια μικρή συγγένεια με το δίστιχο από το Sun of the Sleepless:
“So gleams the past, the light of other days,
Which shines but warms not with its powerless rays:”
και μια ακόμα στενότερη με το
“The fire that on my bosom preys
Is lone as some volcanic isle;
No torch is kindled at its blaze –
A funeral pile”
από το προτελευταίο ποίημα του Βύρωνα (“On this day I complete my thirty-sixth year”).
…και βεβαίως η εικόνα αυτή είναι δανεισμένη από την Παλαιά Διαθήκη και την καιόμενη βάτο του Μωυσή. Αλλά τι νόημα έχουν τέτοιου είδους…ανασκαφές;
Κάτι ακόμα: Δεν θα έσπευδα να χλευάσω τους κριτικούς που πίστεψαν όντως ότι “Τα τραγούδια του Παθανάρες” ήσαν μεταφράσεις: Η στιχουργική του Παππά, εκεί που αποτυγχάνει θυμίζει όντως καλές μεταφράσεις.
(Μήπως θα έπρεπε να τον γνωρίσουν και στο Μεξικό;)
Γειά σας κ. Μακρίδη και χαίρομαι πολύ που βρέθηκε και άλλος ένας που γνωρίζει τον Τάσο Παππά. Αρκεί νομίζω να σας περιγράψω μια σκηνή, πριν από 3-4 χρόνια, Ιούλιος μήνας, μας φιλοξενούσαν με το σύζυγό μου σε ένα φιλικό σπίτι στη μέση του πουθενά, και σε μια παλιά βιβλιοθήκη βρήκα ανθολογία με 4-5 ποιήματα του Τάσου Παππά. Γνωρίζοντας ότι αν έφευγα από εκεί δύσκολα θα θυμόντουσαν να μας στείλουν τα εν λόγω ποιήματα απαίτησα να μου βρουν φωτοτυπάδικο επιτόπου για να τα φωτοτυπήσω! (απόγευμα Ιουλίου, στη μέση του πουθενά…)
Σας έκανα αυτή την εισαγωγή για να τονίσω ότι προφανώς για μένα και μερικούς ακόμη είναι πολύ σημαντικό να βρούμε και τα υπόλοιπα ποιήματα, γι’ αυτό όταν πάρετε στα χέρια σας το εν λόγω αντίτυπο ελπίζω να θυμηθείτε να μας το στείλετε (επικοινωνήστε και στο e-mail μου sofiakol@hotmail.com)
Τα σχόλιά σας για τη συγγένεια με το Βύρωνα επίσης καλόδεκτα. Οσο για το αν έχουν νόημα τέτοιου είδους ανασκαφές…για άλλους ίσως να μην έχουν, αλλά για μένα που αναζητώ Τάσο Παππά στη μέση του πουθενά, για σας που τον αναζητήσατε στη Βουλή, για τον κύριο Ανυφαντή που τον αναζήτησε επίσης, προφανώς έχουν κάποιο πολύ βαθύ νόημα που σχετίζεται με το βαθύτερο πυρήνα μας και που ελάχιστοι μπορούν να καταλάβουν…
O κύριος Μακρίδης μας βοήθησε να λύσουμε επιτέλους το αίνιγμα του διπλού στίχου και προς αποκατάσταση νομίζω ότι οφείλω να το γράψω έστω και καθυστερημένα για να το δει όποιος τυχόν ψάξει μελλοντικά:
Θα σταθεί στην πρώτη; -όλο ζυγώνει-
κρέμεται απ’ τα βλέφαρα η ψυχή
Θα σταθεί στη δεύτερη; Παγώνει
το αίμα τούτη η σύγκρυα απαντοχή.
Είναι συγκινητικό οτι την εποχή μας υπάρχουν άνθρωποι που ψάχνουν, ιδρώνουν, ζητάνε ένα μόνο στίχο. Μπράβο σου Σοφία. Ειλικρινά.
Και για να μην ξεχνιόμαστε:
Κάκτοι απά στους βράχους, κάκτοι ολόγυρά τους
Μ’ άγριο φράχτη, οι κάκτοι σ’ έζωσαν παντού!
Τρόχιζαν οι κάκτοι τα γυμνά σπαθιά τους
στη χρυσήν οπλή του φεγγαριού…
Ανταποκριίνομαι στην πρόσκληση και οφείλω κατ’ αρχάς να ευχαριστήσω, διπλά, μιας και την περίπτωση του Τάσου Παππά και της συλλογής ποιημάτων του δεν την ήξερα. Ζήτησα τη βοήθεια μιας φίλης δικηγόρου στην Αθήνα, που γνωρίζει πρόσωπα και πράγματα, και με ρώτησε αν ο πατέρας του Τ. Παππά λεγόταν Κλεάνθης, μιας και αυτή γνωρίζει έναν Κλεάνθη Παππά, του οποίου ο πατέρας ήταν ποιητής και, μάλιστα, έγινε μια βραδιά προς τιμήν του, πριν κάμποσα χρόνια, στη Στοά του Βιβλίου. Η Κατερίνα μού υποσχέθηκε ότι θα ψάξει σχετικά, επομένως θα σε ενημερώσω μόλις έχω κάτι νεότερο.
Επί της ουσίας τώρα. Ομολογώ ότι με εντυπωσίασαν τα ποιήματά του, για τους λόγους που αναφέρεις στο επίμετρο. Πιστεύω κι εγώ ότι η επίδραση του Λόρκα είναι πιο έντονη, καθαρή και σαφής από εκείνην του Καββαδία. Αν υπάρχει μια απήχηση του έργου του Καββαδία στα ποιήματα του Παππά είναι, νομίζω, αυτή η γεμάτη ένταση -πώς να τη χαρακτηρίσω, ας πούμε- υπέρ-ρεαλιστική εικονοποιία τους, αλλά και ο ρυθμός και η μουσικότητα των ποιημάτων.
Πιστεύω επίσης, ότι αυτή η σύγχρονη και “σκληρή” γλώσσα που χρησιμοποιεί δεν είναι καθόλου τυχαία. Ας μην ξεχνάμε το ιστορικό πλαίσιο της εποχής, ποιήματα που γράφτηκαν ενώ μαινόταν ο Εμφύλιος πόλεμος. Βρίσκω μια πιο σαφή υπονόηση του σπαραγμού αυτού στο τετράστιχο: ” Μέσα σε μια μέθη ερωτική / μάτωσε ο Κεντάκυ τ’ όνομά του. / Το παιγνίδι τούτο του θανάτου / σ’ όλους μας πρωτάρχισε από κει” (ΠΑΙΓΝΙΔΙ ΤΟΥ ΠΕΤΑΛΟΥ). Εξάλλου, σε όλα τα ποιήματα υπάρχουν πιστόλια, αίμα, νεκροί, εφιαλτικός τόπος…
Γι’ αυτό και δεν είναι τυχαίος ο συσχετισμός με τον Βελουχιώτη. Θα τολμήσω μάλιστα να κάνω μιαν υπερβολική και παρακινδυνευμένη υπόθεση. Ίσως ο τίτλος της συλλογής να μην είναι εντελώς άσχετος με την ατμόσφαιρα που επικρατούσε την εποχή που εκδόθηκε, παρά τον φαινομενικά χαρμόσυνο και εξωτικό χαρακτήρα του. Εξηγούμαι. Ο Παθανάρες, λέω τώρα, μπορεί να είναι ο Πάθ(ι)αν – Άρης ή, τέλος πάντων,ο Παθ(ι)αν – Αρες, όχι υπό την έννοια: άρες μάρες κουκουνάρες, ασυνάρτητα δηλαδή λόγια, αλλά με την έννοια της λέξης “αρά-ές”, κατάρα-ες.
Εκτός από το γεγονός ότι ανατρέχοντας σε άλλους τόπους και χρόνους (ΙΣΤΟΡΙΑ), μπορείς να εκφράσεις το σήμερα (χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Καβάφης), περισσότερο ενδιαφέρον μου προκαλεί αυτή η αρμονική συνάφεια “σκληρών” και τρυφερών λέξεων, τραχιών και λυρικών εικόνων στην ποίηση του Παππά.
Αυτά προς το παρόν, για ό,τι νεότερο θα σε ενημερώσω σχετικά.
Είναι βέβαιο ότι υπάρχει Κλεάνθης Παπάς, που είναι ο γιος του Τάσου Παππά – μα αν θέλετε να πούμε περισσότερα για να μην κουράσουμε τους άλλους εδώ, μπορείτε να μου στείλετε μαιλ στο
sofiakol@hotmail.com
Mαζεύω υλικό για τον Τάσο Παππά και πληροφορίες, γιατί θέλω οπωσδήποτε αν μπορέσω να του κάνω αφιέρωμα. Οπως εσείς ανασύρατε από την αφάνεια τον Λαπαθιώτη, θα είμαι ευτυχής αν κατορθώσω κάτι ανάλογο με τον Τάσο Παππά, το αξίζει άλλωστε.
Διαβάστε κι εδώ αν θέλετε τα σχόλια 12 και 13 από την κυρία Κεσμέτη που πρόλαβε να γνωρίσει προσωπικά τον Τάσο Παππά:
http://www.poiein.gr/archives/1187/index.html#comments
Διάβασα τον Παππά το 1990, στο Buenos Aires, από μια συλλογή του Περάνθη που βρήκα στη βιβλιοθήκη της Colectividad Helenica. Ενθουσιάστικα! Παρ’ όλο που ο Περάνθης έκαμε γνωστό το μεταφραστικό τρυκ, δεν χρειαζόταν κι όλας! Τα “καστιλλιάνικα” του Παππά ήταν χονδροειδή – το αίσθημά του υπέροχο! Δυο χρόνια μετά, γυρνώντας στην Ελλάδα, προσπάθησα να βρώ και ν’ απανθίσω ότι περισσότερο μπορούσα. Κατάφερα να συλλέξω, ανατρέχοντας σε διάφορες συλλογές, περίπου όσα έχετε τώρα σεις. Τα καθαρόγραψα όλα σ’ ένα τετράδιο, μα κάπου το ‘χασα και δεν είχα πια τίποτε, μέχρι που βρήκα τη σελίδα σας. Έψαξα μάταια πληροφορίες για τη ζωή του, πλην κανείς δεν είχε να μου πει κάτι. Γράφετε πως μετέστη το 2001. Κρίμα! Θα μπορούσα να τον έχω γνωρίσει! Μ’ έχει κάμει μεγάλη εντύπωση η στάση του. Ένας, σχεδόν, παρνασιστής ποιητής αγνοείται! Όχι εντελώς, πλην. Τον ξέρουμε τουλάχιστον σεις κι εγώ. Θέλω να σας ευχαριστήσω για το ενδιαφέρον που δείχνετε σε ζητήματα μη κοινώς παραδεδεγμένης χρησιμότητος! Ίσως είναι τα σπουδαιότερα απ’ όλα.
Γιώργης Χαραλαμπόπουλος
Αγαπητη κυρια Κολοτουρου ,κατα καιρους ,στις περιηγησεις μου στο διαδικτυο,ριχνω και μια ματια για τα σχετικα με τον αγαπητο μου Τασο Κλ. Παππα ,και σημερα βρεθηκα στην πολυ καλη δικη σας παρουσιαση .Χαρηκα πολυ και την αλληλογραφια που παρουσιαζετε ,και ,βλεποντας και για την αναζητηση σας για σχετικα στοιχεια ,σάς αποστελλω ενα δειγμα απο τον ” Μεσημβρινο ” του ,που μού τον εχαρισε μαζι με το τελευταιο εργο του ” Στον αστερισμο τού Αιγοκερω ” ( Το τελευταιο το εδανισα σε εναν φιλο πριν τριαντα χρονια και ακομα το περιμενω πισω ). Εγνωρισα πολυ καλα τον Τ.Π. επι μακραν σειραν ετων και ειχα την τυχη να ακουσω απο τα χειλη του τα δυο ποιηματα που σάς στελνω. Στο πιο αγαπημενο μου απο ολα του, το ” Μπροστα ο καιρος …. ” , ετονιζε ευνοητα το ρ …. ” γρρρρυλε ” …… ,κ.ο.κ..Και ,ναι ,υπηρξε πραγματι, και στην καθημερινοτητα, ζωσμενος στη φλογα , και βρισκόταν ,σε ολη του τη ζωη ,ολοσωμος, στη νοτιοτερη Αμερικη ,εκει στους κακτους του. Υπηρξε θερμοτατος λατρης ολων των ” Ντολορες “,και ,παρολους τούς χαμηλοτατους τονους στην καθημερινοτητα του, εγνωριζε ξεκαθαρα την αξια του . Θα ηθελα να αναφερθω ( ειχα γνωση τής δικης του πλευρας ) στο ζητημα τού ” ανωνυμου ” Παθαναρες : Ο Παθ. παρουσιαστηκε οχι ως ποιητης των τραγουδιων αλλά αποδέκτης και περαιτερω μεταδότης ορισμενων τραγουδιων ,οπως λεμε , αγνωστου ποιητη. Εχω την εντυπωση οτι ο Τ.Π. ,με την παντελη ελλειψη επαρσης που ανεφερα, δεν προτιμησε / ετολμησε ,στο πρωτο του ξεκινημα ,στα πολυ νεανικα χρονια του, να παρουσιασει κατι επωνυμα .Επισης νομιζω οτι οι επομενες και επωνυμες ,δυο συλλογες του, ο ” Μεσ. ” και ο ” Αιγοκ. ” σε πιο ωριμα χρονια , ειναι ακομα μεγαλυτερης αξιας . Επιτρεψτε μου την ειδικη αναφορα μου και στην ανωνυμια, διοτι ,γνωριζοντας τον ανθρωπο, με εξενισε η ,δικαιως διατυπωθεισα , λεξη ” απατη “, και λεγω ” δικαιως ” διοτι σε περιπτωσεις ανωνυμιών δικαιως επακολουθουν παρερμηνειες . Δεν ανηκω στο χωρο , εχαρηκα πολυ που ασχοληθηκατε και εννοιωσα μεγαλη ικανοποιηση , για πολλους λογους . Χιλια ευχαριστω !